Η Χέλε Τόρινγκ - Σμιτ, ηγέτιδα των Σοσιαλδημοκρατών, είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Δανίας μετά από την νίκη που σημείωσε στις βουλευτικές εκλογές της Πέμπτης. Μετά από μια δεκαετία διακυβέρνησης κεντροδεξιάς συμμαχίας, ο ηγέτης του Κόμματος των Φιλελευθέρων και μέχρι πρότινος πρωθυπουργός της χώρας Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, παρέδωσε τα κλειδιά της εξουσίας «προσωρινά» όπως δήλωσε. «Τα καταφέραμε, γράψαμε ιστορία», ήταν τα λόγια με τα οποία υποδέχτηκε τη νίκη της η Τόρινγκ - Σμιτ, παρά το γεγονός ότι η νίκη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστικά δική της.
της Κατερίνας Σταυρούλα
Η νέα κυβέρνηση θα είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας της «Κόκκινης» συμμαχίας, που περιλαμβάνει τους Σοσιαλδημοκράτες, το Σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Kόμμα και την Κοκκινο-Πράσινη Συμμαχία. Η «Κόκκινη» συμμαχία κατάφερε να κερδίσει 89 από τις 176 έδρες του κοινοβουλίου, απέναντι στις 86 έδρες της κεντροδεξιάς συμμαχίας, σε μια εκλογική διαδικασία όπου η συμμετοχή των Δανών σημείωσε το υψηλότερο ποσοστό, φτάνοντας στο 87,7%. Η νέα πρωθυπουργός καταλαμβάνει αυτή τη θέση παρά το γεγονός ότι με εκλογικό ποσοστό 24,5% το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών μείωσε την εκπροσώπησή του στη Bουλή κατά ένα βουλευτή, έχοντας τώρα 44 βουλευτές, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοσή του τα τελευταία 100 χρόνια. Το θετικό αποτέλεσμα για την «Κόκκινη» συμμαχία ήρθε από την άνοδο του Σοσιαλφιλελεύθερου Κόμματος στο 9,5%, που με 8 επιπλέον βουλευτές από την προηγούμενη εκλογική διαδικασία, έφτασε στους 17, αλλά και από τον τριπλασιασμό του ποσοστού της Κοκκινο-Πράσινης Συμμαχίας, η οποία με ποσοστό 6,7% αντιπροσωπεύεται με 12 βουλευτές στο κοινοβούλιο της χώρας. Οι τελευταίοι θεωρούνται οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι των εκλογών, μιας και ουσιαστικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στη μετατόπιση προς τα αριστερά της προεκλογικής συζήτησης στο κρίσιμο θέμα της οικονομίας, με θέσεις όπως η υπεράσπιση και βελτίωση των δημόσιων παροχών μέσω της φορολόγησης των πλουσίων, των πολυεθνικών και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου αλλά και η άμεση δημιουργία 56.000 «πράσινων» θέσεων εργασίας. Ταυτόχρονα, θεωρείται ότι θα είναι αυτοί που λόγω της αυξημένης πλέον κοινοβουλευτικής τους δύναμης θα αποτελέσουν τον αριστερό πόλο έλξης της νέας κυβέρνησης.
Η Δανία, με ποσοστά ανεργίας της τάξης του 4,1%, που όμως χαρακτηρίζεται απο 10% ανεργία στους νέους, και με έλλειμμα που αντιστοιχεί στο 4,6% του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος, επιδεικνύει επιδόσεις που συγκριτικά θα έπρεπε να ζηλεύουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτές οι επιδόσεις είναι πολύ κατώτερες των συνηθισμένων για τη χώρα, η οποία έχει υποφέρει από την οικονομική κρίση, έχοντας μάλιστα ήδη εθνικοποιήσει 8 τράπεζες από το 2008. Παρουσιάζεται έτσι ως η πιο αδύναμη οικονομία μεταξύ των σκανδιναβικών κρατών, καταφέρνοντας την τελευταία χρονιά να αποφύγει παρά λίγο την επιστροφή στην ύφεση με ανάκαμψη κατά 1% το δεύτερο τρίμηνο του 2011. Με αυτά τα δεδομένα, ήταν αναμενόμενο η προεκλογική εκστρατεία των σοσιαλδημοκρατών, με την Χέλε Τόρινγκ - Σμιτ που έκανε λόγο για μια «νέα εποχή στις δημόσιες επενδύσεις με στροφή στην περίθαλψη και την παιδεία», να κερδίσει έδαφος απέναντι στους φιλελεύθερους που ακολουθώντας την πολιτική που επικρατεί στην Ευρώπη, πρότειναν λιτότητα και μείωση των δημόσιων δαπανών. Τα ζητήματα της οικονομίας εξαφάνισαν ταυτόχρονα από την προεκλογική ατζέντα αυτά της μετανάστευσης και της ασφάλειας, προνομιακά θέματα για την άκρα Δεξιά. Στη Δανία που είναι η πιο κλειστή για τους μετανάστες χώρα της Ευρώπης, το ακροδεξιό κόμμα του Δανέζικου Λαού, που λόγω και της συμμετοχής του στη συμμαχική κεντροδεξιά κυβέρνηση καθόριζε και την πολιτική σε αυτά τα θέματα, εμφάνισε πτώση στα ποσοστά του, από 13,9% το 2007 σε 12,3%, χάνοντας 3 έδρες.
Η στροφή αυτή στην πολιτική σκηνή της Δανίας έρχεται τη στιγμή που η Ευρώπη της κρίσης ταλανίζεται από πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζουν σοσιαλιστικές αλλά και φιλελεύθερες κυβερνήσεις. Η τύχη που θα έχει αυτή η στροφή, κατά πόσο δηλαδή θα πραγματοποιηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες, αποτελεί ουσιαστικά ένα στοίχημα που ενδιαφέρει ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.