του Γιάγκου Ανδρεάδη
Νόμος Διαμαντοπούλου:
Εκπαιδευτικό Μνημόνιο
Συκοφάντηση και διασυρμός διδασκόντων και ΑΕΙ
Οικονομική δικτατορία
Η κατακραυγή της συντριπτικής πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών δεν εμπόδισε το νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου να είναι πια νόμος. Τι είδους αντίδραση μπορεί να υπάρξει απέναντι στο «Μνημόνιο στην παιδεία» που είναι πια μια πραγματικότητα, τουλάχιστον στα χαρτιά; Αυτό ίσως εξαρτάται, ανάμεσα σε άλλα, από το αν πιστεύουμε ότι ο νόμος είναι κεντρικό κομμάτι της ευρύτερης πολιτικής και όχι μια προσαρμογή που θα ερχόταν αργά ή γρήγορα και σχεδόν νομοτελειακά στις αποφάσεις της Μπολόνια: Πράγματι, η συγγένεια του νόμου Διαμαντοπούλου με το νομοσχέδιο Γιαννάκου και η επίμονη παρουσία μερικών εμβληματικών υποστηρικτών και των δύο, όπως για παράδειγμα ο καθηγητής Θ. Βερέμης, πείθουν ότι έχουμε να κάνουμε με τη δράση ενός οδοστρωτήρα που σε ένα βαθμό κινείται πάνω και πέρα από κυβερνήσεις και πρόσωπα, παγιδεύοντας την ελληνική παιδεία σε σχήματα, έστω και αν έχουν ήδη αποδειχθεί καταστροφικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή ωστόσο δεν είναι παρά η μισή αλήθεια.
Το ότι Μνημόνιο και νόμος Διαμαντοπούλου είναι φαινόμενα πολιτικά ομογενή φαίνεται πρώτα απ’ όλα αν κοιτάξουμε πέρα από το κείμενό του: Στις πολιτικές, οικονομικές, ηθικές συνθήκες που αποτελούν το συγκείμενό του και αποφασίζουν για την ουσία του περισσότερο και από το γράμμα του. Ίσως το πιο πειστικό τεκμήριο γι’ αυτό είναι το τρομοκρατικό στιλ και συκοφαντικό περιεχόμενο της προπαγάνδας υπέρ του νόμου και οι πολιτικές και κοινωνικές της συνέπειες που ολοκληρώνουν την εικόνα ενός αυταρχικού καθεστώτος ή αυτού που αποκλήθηκε πρόσφατα στη Λιμπερασιόν «ανάδυση μιας οικονομικής δικτατορίας».
Η προπαγανδιστική ρητορική για να επιβληθούν τα Μνημόνια κ.λπ. στόχευε στην ανενδοίαστη κατασυκοφάντηση του «αντιπάλου» (της ελληνικής κοινωνίας) τόσο στο σύνολό του («οι Έλληνες είμαστε διεφθαρμένοι», «όλοι μαζί τα φάγαμε») όσο και των επιμέρους τμημάτων της: Tεμπέληδες, άχρηστοι, υπεράριθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, κηφήνες συνδικαλιστές, αριστεροί που καταπιέζουν όλους τους άλλους κ.λπ. Το ίδιο καλλιεργήθηκε και στην παιδεία, αρχίζοντας από την ανώτατη. Η κυβέρνηση του Παπανδρέου του Γ’ τόλμησε να μιλήσει για οικογενειοκρατία(!), αδιαφάνεια των διαδικασιών και αναξιοκρατία, κατηγορίες που συνδυάστηκαν με την επιστημονική και εκπαιδευτική απαξίωση. Και στην περίπτωση αυτή στόχος ήταν να στραφεί η ήδη κατακερματισμένη και παραζαλισμένη κοινωνία κατά των διδασκόντων στα ΑΕΙ και των λοιπών εκπαιδευτικών.
Εργαλεία για να περάσει η κυβερνητική προπαγάνδα ήταν ο λόγος των προσκείμενων πολιτικών, τα μέσα ενημέρωσης όπου διαπρέπει μια νέα γενιά από αδίστακτα παπαγαλάκια, απροσχημάτιστα δουλικά προς την εξουσία και ιταμά προς τους αντιπάλους και τα θύματα της κυβέρνησης. Με την ευκαιρία της επίθεσης κατά των «καθηγητών», τα παπαγαλάκια νέας γενιάς οδήγησαν την εχθρότητα εναντίον των διανοουμένων σε παροξυσμούς που θυμίζουν το νοσηρό κλίμα ολοκληρωτικών καθεστώτων. Είναι θλιβερό ότι για να δημιουργηθεί το κλίμα αυτό συνέπραξε και μια μειοψηφία καθηγητών, κατάλληλα επιλεγμένων, κολακευμένων και δελεασμένων με άμεσες προσφορές, που στράφηκαν πρόθυμα και ανερυθρίαστα, μέσα στο πανεπιστήμιο και έξω από αυτό, εναντίον των συναδέλφων τους.
Ερχόμαστε στα κείμενα: Έχει κατά κόρον και ορθά τονιστεί ότι καρδιά του νόμου είναι κυρίως ένα σημείο που αποτελεί και τον ομφάλιο λώρο του με τα Μνημόνια. Πρόκειται για το ζήτημα του ποιος, πώς και για ποιους λόγους αποφασίζει. Η αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών με τα διαβόητα Συμβούλια κατηγορήθηκε από την κρατική προπαγάνδα ως αγώνας μιας ελίτ να διατηρήσει τα προνόμιά της. Αν όμως η όποια πραγματική δημοκρατική αλλαγή, στα κόμματα, στο κοινοβούλιο, στην κοινωνία, δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια αυτών που παράγουν υλικό και πνευματικό πλούτο, τότε η απόφαση για την παιδεία δεν μπορεί παρά ανήκει σε αυτούς που παράγουν και αφομοιώνουν γνώση. Η περιφρόνηση των κρατούντων σε μια τέτοια άποψη αποδεικνύεται από το ότι ο πανίσχυρος πρόεδρος του Συμβουλίου, όπως τον θέλει ο νόμος, δεν είναι ανάγκη να είναι ούτε έλληνας πολίτης ούτε ακαδημαϊκός δάσκαλος, αλλά «έμπειρος περί τα διοικητικά», π.χ. τραπεζίτης είτε, γιατί όχι, διοικητής μυστικών υπηρεσιών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διδάσκοντες στα πανεπιστήμια (πέρα και από τις κρίσεις στις εκλογές τους) αξιολογούνται ήδη από το κράτος με κάποια κριτήρια που είναι λεπτομερέστατα μέχρι φλυαρίας, αλλά πάντως υπάρχουν, όσο κι αν είναι όντως προκρούστεια και προσπαθούν να υποτάξουν την έρευνα και τη διδασκαλία σε αγγλοσαξωνικά μοντέλα δεύτερης διαλογής. Τα προσόντα των «κοινωνικών» μελών του Συμβουλίου που αποφασίζουν για τη μοίρα των ΑΕΙ μένουν αντιθέτως τόσο αδιευκρίνιστα, ώστε να γίνεται σαφές ότι συνοψίζονται σε ένα και βασικό: Το να είναι αρεστά στην εξουσία.
Τα υπόλοιπα μέτρα έχουν τόσες φορές πειστικά αναλυθεί και καταγγελθεί, που δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν εδώ. Για το λόγο αυτό επιστρέφω στο πρωταρχικό ερώτημα: Σε ποια κοινωνία, σε ποια συγκυρία και από ποια πρόσωπα επιχειρείται να υποβληθούν αυτές οι αλλαγές; Οι αλλαγές αυτές επιχειρούνται στην Ελλάδα του εφιάλτη των Μνημονίων και των Μεσοπρόθεσμων της εθελοντικής υποτέλειας που οι κρατούντες επιδεικνύουν πριν ακόμα να τους ζητηθεί. Αυτό θα πει ότι η αναμφισβήτητη εισβολή των στόχων, του ύφους και του ήθους του νεοφιλελευθερισμού που υπήρξαν οι συνέπειες της Μπολόνια, παίρνουν εδώ νέες διαστάσεις. Αυτός είναι ο λόγος που η γενικότερη διεθνής καμπάνια απαξίωσης και η κυβερνητική καμπάνια εσωτερικής απαξίωσης της χώρας έρχονται να συνδυαστούν με την ειδική καμπάνια κατασυκοφάντησης των ελληνικών ΑΕΙ. Για να τσακιστεί και να μετατραπεί σε μπίζνες το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει πρώτα να τσακιστεί η ταυτότητα, η μνήμη και η ηθική ραχοκοκκαλιά του. Και όταν αυτό γίνει, οι όροι της «κοινωνικής αξιοποίησής του» δηλαδή της αλύπητης εκμετάλλευσής του από το κεφάλαιο θα είναι όχι μόνον αυτοί που καταγράφονται στις συμφωνίες της Μπολόνια, αλλά αυτοί που φαίνονται και αυτοί που κρύβονται στα Μνημόνια και πέρα από αυτά. Η διάλυση και η χειραγώγηση των ΑΕΙ θα γίνουν με το ύφος και το ήθος μιας κυβέρνησης που τρομοκρατώντας και εξαπατώντας συνεχώς τον ελληνικό λαό, οδηγείται από την ίδια την αντιλαϊκή φύση της πολιτικής της σε μορφές διακυβέρνησης που αποκτούν όλο και πιο πολλά στοιχεία μιας νεο-δικτατορίας. Με την έννοια αυτή, ο νόμος που θέλει να σφραγίσει τη μοίρα των ελληνόπουλων τουλάχιστον για δεκαετίες δεν είναι απλώς τμήμα της μνημονιακής πολιτικής. Είναι η αιχμή του δόρατος όχι μόνο του Mνημονίου αλλά και της πιο καταστροφικής διακυβέρνησης που γνώρισε ποτέ η χώρα.
Η συνειδητοποίηση αυτή δεν σημαίνει ωστόσο αυτονόητα και τη δυνατότητα απάντησης στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται το πανεπιστήμιο, παρά μόνον σε ένα –βασικότατο– σημείο: Αφού η επίθεση κατά του πανεπιστημίου είναι μέρος της επίθεσης ενάντια και στην υπόλοιπη κοινωνία, η στρατηγική της αντίστασης απέναντι στο νόμο πρέπει να ξεκινά από τη συνειδητοποίηση ότι οι πανεπιστημιακοί είναι όχι κάποιες ιδιαίτερες και προνομιούχες οντότητες, αλλά όπως και οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι και γενικά ο ελληνικός λαός, στόχοι και σύμμαχοι στον ίδιο αγώνα, υποχρεωμένοι να διαμορφώσουν μια κοινή πολιτική.
Μια τέτοια συνειδητοποίηση θα έχει ως συνέπεια τον αναπροσανατολισμό όχι απλώς των τακτικών κινήσεων κατά του νόμου και της εξουσίας που τον επέβαλε, αλλά της ίδιας της γνώσης και της έρευνας. Για να έχει το πανεπιστήμιο επιτυχία στον αγώνα του κατά του νόμου και όσων τον ενέπνευσαν πρέπει να καταστεί πιο ενεργό, δημιουργικό, αποτελεσματικό πνευματικά και πολιτικά μέσα στον αγώνα. Ένα πανεπιστήμιο που απλώς κλείνει για να διαμαρτυρηθεί, δίνει σε μια αγωνιζόμενη μειοψηφία την αίσθηση ότι η δίκαιη έστω άρνηση είναι μονόδρομος και σε μια αδρανή πλειοψηφία την πεποίθηση ότι η απεργία και η κατάληψη ισούνται με διακοπές. Έτσι όμως το αγωνιζόμενο πανεπιστήμιο κινδυνεύει να γίνει πανεπιστήμιο νεκρό και άρα εύκολη βορά γι’ αυτούς που απεργάζονται τη μετάλλαξή του σε κερδοσκοπική επιχείρηση.
Μπορούμε άραγε να οραματιστούμε και να εφαρμόσουμε όσο κρατούν κινητοποιήσεις και καταλήψεις ένα ακόμα καλύτερο μάθημα, χωρίς εξετάσεις, αλλά με γεμάτες αίθουσες όπου θα έρχονται με παρρησία αλλά και σεβασμό για το πανεπιστήμιο οι εξεγερμένοι, οι απεργοί, οι απολυμένοι και θα καταθέτουν τη σκέψη και τη μαρτυρία τους και όπου η έρευνα και η δημιουργία θα είναι αδιάπτωτα παρούσες; Μπορούμε να οραματιστούμε και να υλοποιήσουμε τη δική μας πρόταση για ουσιαστικές αλλαγές; Μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι μέσα στις σημερινές συνθήκες κρίσης, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος. Μια κρίση είναι μια κατάσταση στην οποία όλα κρίνονται από την αρχή. Αυτό δυνάμει μπορεί να σημαίνει μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι και τα σύνολα καλούνται να ανοίξουν καινούριους δρόμους. Με την έννοια αυτή, η σημερινή κρίση στην παιδεία και στην κοινωνία είναι και μια ευκαιρία.