Θυσία στο βωμό των περικοπών και του Μνημονίου τα κέντρα απεξάρτησης
Στο περιθώριο, το μόνιμο κοινωνικό αποκλεισμό και στις «εύκολες λύσεις» οδηγεί συστηματικά τις πλέον ευάλωτες ομάδες, αυτές των εξαρτημένων ατόμων και των οικογενειών τους, η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα των ναρκωτικών.
του Μάκη Γεωργιάδη
Πολιτική η οποία συντίθεται πρώτον, από το οικονομικό σκέλος, δεύτερον, την προώθηση της αποποινικοποίησης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών με την παράλληλη επέκταση προγραμμάτων υποκατάστασης τα οποία λειτουργούν ως βιτρίνα «φιλελευθεροποίησης» και εξωραϊσμού ενός υπαρκτού προβλήματος σημαντικών διαστάσεων και τέλος με την εγκατάλειψη οποιουδήποτε σχεδιασμού μέριμνας για πρόληψη, απεξάρτηση και κοινωνική επανένταξη.
H πολιτική αυτή είναι αποτέλεσμα όχι τόσο της οικονομικής δυσπραγίας αλλά της επικράτησης μιας κυρίαρχης ολοκληρωτικής έμπνευσης αντίληψης στο πλαίσιο ενός γενικευμένου κοινωνικού πολέμου. Ο βασικός μοχλός προώθησης των δύο τελευταίων παραμέτρων είναι ασφαλώς η οικονομική πολιτική των υπουργείων Υγείας και Οικονομικών και συνολικά της κυβέρνησης του Mνημονίου. Στόχος τους η κατεδάφιση των δομών στήριξης, απεξάρτησης, κοινωνικής επανένταξης και πρόληψης, μέσω δραστικών περικοπών στους προϋπολογισμούς του ΚΕΘΕΑ το οποίο εξυπηρετεί περισσότερα από 15.000 άτομα, δηλαδή χρήστες και τις οικογένειες τους, των Κέντρων Πρόληψης, αλλά και του ΟΚΑΝΑ, μέσω των μονάδων του οποίου γίνεται η χορήγηση υποκατάστατων.
Στους ήδη χειμαζόμενους για το 2011 προϋπολογισμούς των ανωτέρω φορέων, η κυβέρνηση αποφάσισε επιπλέον περικοπές της τάξης των 30 εκατομμυρίων ευρώ. Για το ΚΕΘΕΑ, τα δύο υπουργεία αποφάσισαν περικοπές κονδυλίων κατά 51%, δηλαδή περίπου 12 εκατ. ευρώ, όταν τα 23 εκατ. του φετινού προϋπολογισμού, όντας μειωμένα σε σχέση με το 2010 κατά 17,5%, μόλις και μετά βίας καλύπτουν τη μισθοδοσία των 542 εργαζομένων και την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών (διατροφή, στέγαση και θέρμανση) των 100 μονάδων του ΚΕΘΕΑ οι οποίες λειτουργούν σε 23 πόλεις και 15 σωφρονιστικά καταστήματα. Σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης σύμφωνα με όλους τους ειδικούς, οι πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού εκτίθενται ανεπανόρθωτα στον κοινωνικό αποκλεισμό και τα ποσοστά των εξαρτημένων μπορούν να αυξηθούν δραματικά.
Ωστόσο, το υπουργείο Υγείας διά της τακτικής του όχι μόνο κωφεύει στα αιτήματα 20 ακόμη πόλεων οι οποίες βρίσκονται στη λίστα του ΚΕΘΕΑ, για δημιουργία «στεγνών προγραμμάτων» απεξάρτησης και επανένταξης, αλλά οδηγεί νομοτελειακά σε μαρασμό και τα ήδη υπάρχοντα επιδεικνύοντας τη μέγιστη αναλγησία. Έτσι καταργείται στην πράξη πριν καν ψηφιστεί ακόμη και αυτό το νομοσχέδιο για την αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η διάταξη που προβλέπει την κατοχύρωση του δικαιώματος κάθε χρήστη στην απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη. «Κούφια» λόγια δηλαδή και «κενό γράμμα» οι διατάξεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης ως προς αυτό το σημείο.
Ωστόσο, παρά την καθαρή επιλογή της κυβέρνησης για εξάπλωση των προγραμμάτων υποκατάστατων και κυρίως της μεθαδόνης μέσω των κέντρων του ΟΚΑΝΑ, η ίδια περικόπτει από τον οργανισμό 15 εκατομμύρια ευρώ και από τα κέντρα πρόληψης άλλα 4,5 εκατομμύρια. Παράλληλα, οι περικοπές αυτές γίνονται την ώρα που κέντρα του ΟΚΑΝΑ οδηγούνται στο κλείσιμο και με την υπουργική απόφαση της 26ης Αυγούστου τα κέντρα χορήγησης της μεθαδόνης εγκαθίστανται στα νοσοκομεία. Με ανύπαρκτες υποδομές, προχειρότητα, έλλειψη σε εξειδικευμένο προσωπικό και τεράστια λειτουργικά προβλήματα, ο Α. Λοβέρδος φαίνεται να βασίζει την υστεροφημία του στην εξάλειψη της λεγόμενης «λίστας της ντροπής», η οποία μόνο στην πρωτεύουσα αριθμεί περί τους 4.000 χρήστες. Μέχρι τον Νοέμβριο ήδη λειτουργούν κέντρα σε τέσσερα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και από τις 16 Σεπτεμβρίου σε 18 της Αττικής, με πρόβλεψη τον Οκτώβριο να μπουν άλλα 12 και με τον αριθμό των αιτήσεων για χορήγηση μεθαδόνης συνεχώς να αυξάνει και στο οκτάμηνο του 2011 να πλησιάζει τα 600 άτομα, όταν μόνο μέσα στον Αύγουστο οι αιτήσεις ξεπέρασαν τις 170!
Σύμφωνα και πάλι με τους ειδικούς, τα προγράμματα μαθαδόνης ή βουπρενορφίνης, μπορεί να ευνοούν τα οικονομικά του κράτους εξαιτίας του μικρού κόστους των δύο ουσιών, ωστόσο χωρίς τις απαραίτητες υποστηρικτικές δομές φροντίδας, ψυχολογικής στήριξης και επανένταξης, το μόνο που μπορούν να καταφέρουν είναι η δωρεάν χορήγηση μιας ακόμη δόσης σε εξαρτημένους ασθενείς. Γεγονός το οποίο προφανώς αποδέχεται η κυβέρνηση μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αντίληψής της περί απελευθέρωσης της χρήσης των ναρκωτικών με την επίκληση της αυστηρής τιμωρίας των έμπορων και της ευνοϊκής μεταχείρισης των χρηστών. Το ζήτημα της αποποινικοποίησης ασφαλώς έχει πολλές παραμέτρους και χρήζει εκτενούς συζήτησης, ωστόσο δύο ερωτήματα έχουν ίσως μεγάλη σημασία: Δεν λειτουργεί άραγε αυτή η αντίληψη ως βάση νομιμοποίησης και εξάπλωσης για κάθε είδους εθισμούς με την απαραίτητη καλλιέργεια μιας ψευδεπίγραφης φυγής και ελευθερίας η οποία με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε καταστάσεις αυτόβουλου εγκλεισμού και καταστολής; Από την άλλη, μπορεί άραγε να απαντήσει κάποιος με ακρίβεια στο ερώτημα πόσοι έμποροι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στις φυλακές και πώς άρα θα δρομολογήσει κάτι τέτοιο αύριο η ίδια πολιτική και δικαστική εξουσία η οποία οδήγησε τα πράγματα ως εδώ;