Mε σταθεροποίηση των ποσοστών της στο 6,25%, ελάχιστα
παραπάνω από το αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου και με 17 βουλευτές, η Δημοκρατική Αριστερά φαίνεται σε πρώτη φάση
να εδραιώνει την παρουσία της στο πολιτικό σκηνικό της επόμενης ημέρας. Η
αξιοσημείωτη αντοχή που επέδειξε σε μια περίοδο μεγάλης πόλωσης, παρά το ότι
της στοίχισε απώλειες ψηφοφόρων προς το ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες όμως αντισταθμίστηκαν
από εισροές άλλων, προερχόμενων από το καταρρέον ΠΑΣΟΚ, διαμορφώνει τις
προϋποθέσεις ανάδειξής της σε βασικό σημείο αναφοράς στην προσπάθεια
αναδιάταξης και επανίδρυσης του χώρου της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας.
του Μάκη Βάσιλα
Οι επιδόσεις της στις εκλογές της 17ης Ιουνίου μάλιστα ήταν
λίγο καλύτερες στα αστικά κέντρα, ενώ μικτή εικόνα εμφάνισε στην επαρχία.
Εξαίρεση η Ροδόπη, όπου η ΔΗΜΑΡ έχοντας υποψήφιο δικό της αυτή τη φορά από τη
μειονότητα που στις προηγούμενες εκλογές είχε κατέβει με την Ντόρα, εξασφάλισε
σημαντική αύξηση στο ποσοστό της.
Η επιλογή της ΔΗΜΑΡ όχι απλώς να στηρίξει αλλά και να πάρει
μέρος στην νέα συγκυβέρνηση του μαύρου μετώπου που θα επιχειρήσει να
ολοκληρώσει την κατεδάφιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και της νεολαίας,
δικαιώνει και όλους εκείνους τους κυρίαρχους κύκλους –επώνυμους και ανώνυμους–
που πόνταραν στη στήριξη αυτής της προσπάθειας δημιουργίας υποστυλώματος για
την αναδιάταξη και σταθεροποίηση σε αντιδραστική κατεύθυνση του καταρρέοντος
αστικού πολιτικού σκηνικού, με αριστερό καμουφλάζ.
Το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο εκλογικών
αναμετρήσεων έδωσε την ευκαιρία να δρομολογηθεί με σαφώς πιο σχεδιασμένο τρόπο
αυτή η προσπάθεια κατ’ αρχάς σταθεροποίησης και στη συνέχεια αντιδραστικής
ανασυγκρότησης. Το γεγονός ότι η ΔΗΜΑΡ μετά την 6η Μαΐου έθετε ως προϋπόθεση
συμμετοχής της σε κυβερνητικό σχήμα την ταυτόχρονη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ,
προκειμένου αυτό να είχε «προοδευτικό πρόσημο» όπως διατείνονταν από τα
τηλεοπτικά παράθυρα οι εκπρόσωποί της, ενώ μετά τις τελευταίες, με δυσκολία
συγκρατούνταν τα στελέχη της για να μην πάνε στα υπουργεία πριν καν ορκιστεί η
νέα συγκυβέρνηση του μαύρου μετώπου, είναι χαρακτηριστικό της πλήρους
ενσωμάτωσης της στρατηγικής του κόμματος στον αστερισμό του νεοφιλελεύθερου -
καπιταλιστικού παροξυσμού που υπερασπίζεται πλέον με όρους θρησκευτικού και
θεολογικού φανατισμού το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σπουδή για συμμετοχή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, με όποιο
τρόπο, με όποιες δυνάμεις, με όποια πρόσωπα, γιατί η περίοδος είναι εξαιρετικά
κρίσιμη και η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί (σας θυμίζει μήπως κάτι από τους
εκβιασμούς του ΠΑΣΟΚ όταν ψήφιζε τα μνημόνια;) είναι η ξεκάθαρη δήλωση υποταγής
και διαθεσιμότητας της «Αριστεράς» της ευθύνης. Είναι απολύτως βέβαιο ότι
έχοντας αυτού το είδους τα κριτήρια, η «Αριστερά της ευθύνης» με σοβαρό και
εθνικά αναγκαίο τρόπο, θα αντιμετωπίσει και οποιαδήποτε τυχόν νέα «συμφωνία»
για επιμήκυνση ή για οτιδήποτε άλλο προκύψει με τους εταίρους μας, αφού πάνω
από όλα είναι η με κάθε τρόπο παραμονή της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Μπροστά σε αυτό το κριτήριο, η Μαρία Ρεπούση για παράδειγμα,
που κατά τα άλλα βγάζει καντήλες και καταγγέλλει το ρατσισμό και τον εθνικισμό,
θα συνεργάζεται με τον γνωστό τηλεοπτικό αστέρα και τηλεπωλητή, ενώ ο
Φώτης Κουβέλης που υποτίθεται ότι είναι
η επιτομή της ηρεμίας και της σοβαρότητας (σε βαθμό υπνηλίας ορισμένες φορές
είναι η αλήθεια), θα συναγελάζεται με τον γνωστό επίσης μακεδονομάχο έκπτωτο
περιφερειάρχη. Και όλοι αυτοί από κοινού θα συναποφασίζουν νέες επιδρομές στο
εισόδημα του λαού με τα νέα μέτρα που θα ψηφίσουν, θα θέτουν περιορισμούς στην
πραγματοποίηση διαδηλώσεων, θα βάζουν πρόστιμα(!) σε όσους αφισοκολλούν, θα
επικαλούνται τη βοήθεια του Θεού(!) και θα μιλάνε για «μηδενική ανοχή στη
λαθρομετανάστευση», υιοθετώντας και επίσημα την ορολογία των νεοναζί. Πράγματι
μιλάμε για την «Αριστερά» στις καλύτερες ημέρες της!
Ασφαλώς και η πορεία αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Είναι η
φυσιολογική κατάληξη της λογικής που έχει έρθει σε πλήρη ρήξη με τα συμφέροντα
του κόσμου της εργασίας και που η ΔΗΜΑΡ έχει στον αρχικό πυρήνα της αντίληψής
της. Κάποιες άλλες δυνάμεις όμως που έσπερναν αυταπάτες στον κόσμο για αριστερή
κυβέρνηση που θα έθετε τέλος στα μνημόνια και θα ακολουθούσε φιλολαϊκή
πολιτική, όφειλαν να γνώριζαν, πόσω μάλλον που μέχρι μόλις δύο χρόνια πριν ήταν
στον ίδιο πολιτικό σχηματισμό. Αντίθετα έκαναν σαν να μην καταλαβαίνουν και
δημιουργούσαν φρούδες ελπίδες ακόμα και στα ίδια τους τα μέλη ότι θα μπορούσε
κάτω από το βάρος μιας πιθανής πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ να υπάρξει αυτού του είδους η
συνεργασία, ενώ την ίδια στιγμή ήταν ιδιαίτερα επιθετικοί στις δυνάμεις της
αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που επέμεναν με συναγωνιστικό τρόπο, να
επισημαίνουν αυτή την αντίφαση.