Απάντηση στον κεραυνοβόλο πόλεμο που θα εξαπολύσει η
νέα κυβέρνηση
Το αστικό στρατόπεδο πέτυχε στις εκλογές της 16ης
Ιουνίου μια ασταθή νίκη με μεγάλες απώλειες. Κυριότερη απώλεια είναι οι πάνω
από δύο εκατομμύρια ψηφοφόροι που αντιστάθηκαν στην πρωτοφανή διεθνή
«εκστρατεία του φόβου» με μια αριστερή ψήφο, που ακριβώς λόγω αυτής της
αντίστασης, αποκτά περισσότερο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
του Κώστα Μάρκου
Χωρίς αμφιβολία, το αστικό στρατόπεδο και οι
διεθνείς του συμμαχίες θα αξιοποιήσουν αυτή την ασταθή εκλογική νίκη τους για
μια άμεση επίθεση ενάντια στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, με το πρόγραμμα ενός
κεραυνοβόλου πολέμου «εκατό ημερών» που κατέθεσε η ίδια η Μέρκελ για την
Ελλάδα, στο πλαίσιο του ευρύτερου, μακροπρόθεσμου και ιστορικής σημασίας ευρωπαϊκού
κοινωνικού πολέμου, κάτω από τη σημαία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, το
πόσο ασταθής είναι η τρικομματική κυβερνητική συμμαχία φάνηκε ήδη μέσα από τις
πρώτες αντιφάσεις στη συγκρότησή της, οι οποίες θα διευρυνθούν από τις λαϊκές
αντιστάσεις και την αντικειμενική τάση προς μια κατάρρευση της ελληνικής
οικονομίας, σε συνθήκες όξυνσης της παγκόσμιας και ειδικά της ευρωπαϊκής
κρίσης.
Η τάση αυτή αποτελεί το έδαφος για μαζικά
επαναστατικά και αντεπαναστατικά γεγονότα, όπου θα τίθεται το ζήτημα της
πραγματικής εξουσίας, χωρίς καθόλου αυτό να σημαίνει ότι θα λυθεί αυτομάτως με
νίκη της επανάστασης και με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη
και τον λαό, όπως έδειξε η εμπειρία της Αραβικής Άνοιξης. Προετοιμαζόμενη γι’
αυτά τα γεγονότα, η αστική τάξη επιτρέπει την παραβίαση της δικής της
νομιμότητας, ενισχύοντας τη Χρυσή Αυγή, για να τη χρησιμοποιήσει ως επιθετικό
δόρυ ενάντια στο μαζικό κίνημα και την Αριστερά, ενώ τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το
ΚΚΕ περιμένουν, επιδεικνύοντας νομιμοφροσύνη, να τιμωρηθεί η ενέργεια του
Κασιδιάρη από την ΕΛΑΣ και τους δικαστές και όχι από το ίδιο το εργατικό και
λαϊκό κίνημα.
Σε αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν έχει το δικαίωμα
να παίζει θεωρητικά, πολιτικά και πρακτικά, με το «ζήτημα της εξουσίας», χωρίς
σοβαρό κόστος. Μεταξύ άλλων, η αυταπάτη, πολύ πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου,
ότι η Αριστερά μπορούσε να καρπωθεί την κυβερνητική εξουσία χωρίς μεγάλο κόπο,
με το μπόνους των 50 εδρών, είχε ως κόστος την εκλογική αναμονή που επέδρασε σε
μια αδράνεια του μαζικού κινήματος, μετά τη μεγάλη πολιτική 48ωρη απεργία του
Οκτωβρίου 2011. Είχε ως κόστος και την εκλογική αποτυχία της πρότασης για
«αριστερή κυβέρνηση» στις 17 Ιουνίου, που δεν μπορεί να προσπεραστεί στα
βιαστικά. Είχε επίσης, το καθόλου αμελητέο κόστος των προγραμματικών
υποχωρήσεων της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά την 6η Μαΐου, αναστρέφοντας την
προηγούμενη πορεία της αντιφατικής ριζοσπαστικοποίησής του.
Οι δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς και ειδικά η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχαν μια σημαντική αλλά ανεπαρκή ποιοτικά και ποσοτικά εκλογική άνοδο
και επιτυχία στις 6 Μαΐου και γι’ αυτό γνώρισαν μια μεγάλη εκλογική πτώση στις
17 Ιουνίου. Η μεγάλη εκλογική υποχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σκόρπισε, όπως είναι
φυσικό, απογοήτευση στους αγωνιστές που έδωσαν με τόση αυταπάρνηση όλες τις μάχες.
Όμως, με την προϋπόθεση της μαχόμενης αυτοκριτικής, το ίδιο το σοκ μπορεί να
μετατραπεί σε δημιουργική νέα αφετηρία για μια ποιοτική ανασυγκρότηση και
συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων που αναζητούν ένα καινοτόμο επαναστατικό
πρόγραμμα, για τη συμβολή τους στη δημιουργία ενός σύγχρονου κόμματος της
κομμουνιστικής απελευθέρωσης και ενός ενιαίου αντικαπιταλιστικού εργατολαϊκού
μετώπου. Μαχόμενη αυτοκριτική δεν σημαίνει ομφαλοσκόπηση, ούτε πανικόβλητες
«πρωτοβουλίες» στην πολιτική και στο κίνημα. Σημαίνει οργανωμένη, ψύχραιμη,
μαχητική παρέμβαση στις άμεσες εργατικές και λαϊκές αναμετρήσεις και ταυτόχρονα
δημιουργική επανεξέταση, διόρθωση και ανάπτυξη του γενικότερου προγράμματος
κομμουνιστικής στρατηγικής, αντικαπιταλιστικής τακτικής και επαναστατικού υποκειμένου,
που θα υπερβεί δημιουργικά μια ορισμένη αυτάρκεια και αλαζονεία που αναπτύχθηκε
στη βάση κάποιων, όχι αμελητέων, επιτυχιών μας στο προηγούμενο διάστημα.
Στις νέες συνθήκες των επερχόμενων γεγονότων,
υπάρχει η άμεση αναγκαιότητα και μεσοπρόθεσμα η δυνατότητα για έναν μαζικό,
ελπιδοφόρο και πάνω από όλα, αυτοτελή πόλο των αντικαπιταλιστικών,
αντιιμπεριαλιστικών, ανατρεπτικών και αντι-ΕΕ δυνάμεων της Αριστεράς, με
δημοκρατική ηγεμονία εντός του, ενός σύγχρονου επαναστατικού προγράμματος
σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής. Με τη συνεισφορά των ριζοσπαστικών
διαφοροποιήσεων από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ και την καθοριστική συμβολή της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία πρέπει να ανασυγκροτηθεί και να ενοποιηθεί βαθύτερα,
υπερβαίνοντας τις σοβαρές αντιφάσεις της. Δεύτερο, είναι αναγκαία η συνέχιση,
αναπροσαρμογή και όχι η εγκατάλειψη των προσπαθειών για μια ενωτική ταξική
ενότητα και ανασυγκρότηση του εργατικού λαϊκού κινήματος, σε όλες τις μορφές
του, που θα υπερβεί έμπρακτα την ανεπίστρεπτη κρίση και υποταγή του
γραφειοκρατικού συνδικαλιστικού κινήματος των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, όπου καλούνται να
συμβάλουν άμεσα και οι αριστερές διαφοροποιήσεις από ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ: Από την
αναγκαία πανελλαδική ταξική εργατική κίνηση, που δεν θα είναι «παράρτημα»
κανενός, μέχρι τις ταξικές αριστερές πτέρυγες. Και μέχρι τον αυθεντικό, μαζικό,
πανελλαδικό συντονισμό σωματείων, δυνάμεων και συνδικαλιστών σε επιχειρήσεις
και κλάδους. Στo πλαίσιo ενός αγωνιστικού μετώπου, με ένα συνεκτικό πρόγραμμα
διεκδικήσεων, σε σύγκρουση με τους «νόμους» του κεφαλαίου, την κυβέρνηση, την
ΕΕ και το ΔΝΤ. Από τη συμβολή και κοινή δράση σε αυτό το αγωνιστικό μέτωπο
ρήξης και ανατροπής θα κριθούν για το πραγματικό τους ύψος, τόσο η ηγεσία του
ΚΚΕ, όσο και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τέλος, αλλά όχι σε σημασία, υπάρχει η
αναγκαιότητα και δυνατότητα για τη δημιουργία μιας πλατιάς κίνησης για το
«δημοκρατικό ζήτημα», που θα συμβάλει αποφασιστικά στην εργατική λαϊκή
αυτοάμυνα και αλληλεγγύη του ίδιου του μαζικού κινήματος απέναντι στις
φασιστικές συμμορίες και τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, που δεν
μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα «αντιφασιστικό μέτωπο επιτροπών αλληλεγγύης»,
κάτω από την ηγεμονία μιας γραμμής για τον «εκδημοκρατισμό» των
...κατασταλτικών μηχανισμών.
Κοντολογίς: συνεχίζουμε αποφασιστικά, αλλάζοντας
ποιοτικά.