Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Αναμενόμενη ευρεία πλειοψηφία των σοσιαλιστών

Με φόντο τη λιτότητα

Οπως αναμενόταν, το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών βουλευτικών εκλογών ενίσχυσε τις κύριες τάσεις του πρώτου γύρου, παρέχοντας στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Ολάντ μια από τις ευρύτερες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που εξασφάλισε ποτέ πρόεδρος της Αριστεράς σε αυτή τη χώρα (συγκρίσιμη με εκείνη του Μιτεράν το 1981):  Χάρη, κυρίως, στη «λεηλασία» των ψήφων των μικρότερων αριστερών κομμάτων, το Σοσιαλιστικό Κόμμα απέσπασε άνετα την απόλυτη πλειοψηφία με 302 έδρες (στις 557). Προσθέτοντας δε τους ήδη συγκυβερνώντες συμμάχους του (Αριστεροί Ριζοσπάστες 13 και Πράσινοι 18) ο προεδρικός συνασπισμός φτάνει στις 333 έδρες. Αν μάλιστα προστεθούν οι 10 έδρες του Αριστερού Μετώπου (από 18 που είχε στην απελθούσα Εθνοσυνέλευση) η δύναμη της «προεδρικής πλειοψηφίας» στην οποία εντάσσει τον εαυτό του το τελευταίο ανέρχεται στις 343 έδρες

του Γιάννη Καυκιά


.
Η δεξιά UMP κατρακύλησε στις 206 έδρες (229 προσθέτοντας τους δορυφόρους της του Νέου Κέντρου, 14, και του Ριζοσπαστικού Κόμματος, 9) ένα αποτέλεσμα που εκτός από τη δυναμική της νίκης που ευνόησε λογικά τους σοσιαλιστές, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην «τιμωρία» που επέβαλλε στην πρώην «προεδρική πλειοψηφία» σε πολλές περιοχές το λεπενικό FN, καλώντας τους ψηφοφόρους του τού πρώτου γύρου να μαυρίσουν τους υποψήφιους της στον δεύτερο. Το λεπενικό κόμμα από τη μεριά του, παρά την ευμενή στάση των τοπικών παραγόντων της παραδοσιακής Δεξιάς σε ορισμένες περιοχές, δεν κατάφερε να εκλέξει παρά μόνο δύο βουλευτές (στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η ηγέτιδά του Μαρίν Λεπέν) επιτυγχάνοντας, ωστόσο, την έστω και συμβολική επάνοδό του, έπειτα από 22 χρόνια, στην Εθνοσυνέλευση.

Το ισχνότατο αποτέλεσμα της δεξιάς UMP και των δορυφόρων της σε έδρες πυροδότησε την ήδη σοβούσα σύγκρουση στους κόλπους της για την ηγεσία στη μετά Σαρκοζί περίοδο που έχει αρχίσει. Σύγκρουση που επικεντρώνεται, ακριβώς, στη στάση της εν λόγω παράταξης έναντι του λεπενικού κόμματος και των ιδεών του. Οι οπαδοί του παρουσιαζόμενου ως μετριόφρονος πρώην πρωθυπουργού Φιγιόν, με πρώτο τον «σιρακικό» πρώην υπουργό οικονομικών Μπαρουάν, άνοιξαν πυρ αυτή την εβδομάδα εναντίον του σημερινού ηγέτη του κόμματος Κοπέ, εκ των υπασπιστών του Σαρκοζί και του ρεύματος της «λαϊκής Δεξιάς» που, ειρήσθω εν παρόδω, υπέστη συντριβή στις βουλευτικές, αποδίδοντας την ήττα στην υιοθέτηση των λεπενικών θεμάτων, τη «νομιμοποίηση του FN» και την ακροδεξιόστροφη γραμμή που ακολουθήθηκε τόσο στις προεδρικές εκλογές από τον Σαρκοζί όσο και στις βουλευτικές από τον Ζαν-Φρανσουά Κοπέ. Θεωρούν, για να χρησιμοποήσουμε τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού Ραφαρέν, ότι αυτή η γραμμή οδήγησε στην ατροφία της «ανθρωπιστικής Δεξιάς» στους κόλπους της παράταξης προς όφελος της «αυταρχικής» της πτέρυγας με συνέπεια, άλλωστε, την κονιορτοποίηση του πάλαι ποτέ «Κέντρου» που αποτελούσε πολύτιμο στήριγμα για την παραδοσιακή Δεξιά. Επιτυγχάνοντας την εκλογή του «κολλητού» του Κριστιάν Ζακόμπ στην ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας της παράταξης, ο Κοπέ φαίνεται να διαθέτει, προς το παρόν, ισχυρά αποθέματα αντίστασης, αλλά αυτό δεν προεξοφλεί την αποτροπή της «έκρηξης της UMP», που εύχεται η Λεπέν, στο συνέδριο αυτού του σχηματισμού που θα γίνει το φθινόπωρο.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά που στον πρώτο γύρο περιορίστηκε στο 1%, δεν είχε σε καμιά περιφέρεια τη δυνατότητα να διατηρήσει τον υποψήφιό της στον δεύτερο (απαιτείται γι’ αυτό να συγκεντρώσει το 12,5% των εγγεγραμμένων). Γι’ αυτόν το γύρο, η Εργατική Πάλη δεν έδωσε «γραμμή» στους ψηφοφόρους της, ενώ το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα υποστήριξε ουσιαστικά τους υποψήφιους των κομμάτων της Αριστεράς όπου αυτοί ήταν αντιμέτωποι με υποψήφιους της UMP και κυρίως, του λεπενικού κόμματος. Για την επόμενη μέρα, το ΝΑΚ θεωρεί ότι δεν πρέπει να «αφεθεί στη Δεξιά και την άκρα Δεξιά το μονοπώλιο της αντιπολίτευσης στη νέα κυβέρνηση» και καλεί «τις οργανώσεις που δεν μετέχουν και δεν στηρίζουν την προεδρική πλειοψηφία» στην οικοδόμηση μιας ευρείας αριστερής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Ολάντ - Ερώ κι ενός «αγωνιστικού μετώπου» εναντίον της λιτότητας και για την «έξοδο από την κρίση με την αμφισβήτηση της εξουσίας των μεγάλων βιομηχανικών και χρηματιστικών ομίλων». Προτείνει, προς τούτο συνάντηση σε όλες τις οργανώσεις «της αντιφιλελεύθερης, αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς (πιο συγκεκριμένα στο Αριστερό Μέτωπο και την Εργατική Πάλη), τις οργανώσεις του κοινωνικού κινήματος».

Το πρόβλημα είναι όμως, ότι όσον αφορά το Αριστερό Μέτωπο, η έκκληση κινδυνεύει να προσκρούσει προς το παρόν σε «μη ευήκοα ώτα» αφού, τουλάχιστον η κύρια συνιστώσα αυτού του σχηματισμού, το γαλλικό ΚΚ αυτοτοποθετείται ήδη στο πλαίσιο της «προεδρικής πλειοψηφίας», παρότι ο Ολάντ δεν δείχνει ακόμη πρόθυμος να του προσφέρει άμεσα κάποιον κυβερνητικό θώκο. Έπειτα από συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Ερώ, ο εθνικός γραμματέας αυτού του κόμματος, Πιερ Λωράν, δήλωσε ότι για την ώρα «δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση», θέση που αποτρέπει, άλλωστε, ενδεχόμενη ανοιχτή σύγκρουση με τον Μελανσόν που, βγαίνοντας στο ΓΚΚ από αριστερά, έχει ταχθεί εναντίον της εν λόγω συμμετοχής.