Στους
αστυνομικούς και τους άνδρες (με τον 1 στους 10 να την προτιμούν) εμφάνισε τις
καλύτερες επιδόσεις της η Χρυσή Αυγή στις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής. Οι
περισσότεροι ψηφοφόροι της, με βάση έρευνες, δήλωσαν πως την ψήφισαν για
διαμαρτυρία, αγανάκτηση, τιμωρία.
του
Παναγιώτη Φραντζή
Στην πέμπτη
θέση, λίγο πίσω από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, κατατάχθηκε τελικά ο Λαϊκός
Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή στις εκλογές της Κυριακής 17 Ιουνίου 2012. Έλαβε 425.980
ψήφους, ποσοστό 6,92% και 18 έδρες στο Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα αυτό διέψευσε
τις προσδοκίες όσων υπολόγιζαν ότι η δύναμη του κόμματος θα μειωθεί μετά τη
δημόσια κατακραυγή για τη γνωστή βίαιη συμπεριφορά του εκπροσώπου του σε πρωινή
τηλεοπτική εκπομπή ή μετά τις αποκαλύψεις σε μερίδα του Τύπου για την
εγκληματική δράση μελών του.
Η
αξιοσημείωτη σταθερότητα που επέδειξε η Χρυσή Αυγή στις δύο εκλογικές
αναμετρήσεις Μαΐου και Ιουνίου –μόνο αυτή και η Δημοκρατική Αριστερά από τους
μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς κατάφεραν να συγκρατήσουν τις δυνάμεις
τους– αποτελεί αντικείμενο μελέτης. Πάντως φαίνεται ότι, για διαφορετικούς λόγους
από τη ΔΗΜΑΡ, δεν την επηρέασε το κλίμα πόλωσης και ο χαρακτήρας δεύτερου γύρου
που είχαν οι εκλογές της 17ης Ιουνίου. Ψηφίζοντας κάποιος Χρυσή Αυγή δήλωνε
εκτός της όποιας συζήτησης για κυβερνητική λύση, εκτός του κεντρικού πολιτικού
τόξου συμμαχιών και αντιπαραθέσεων. Ήταν ξεκάθαρο ότι κανένα κόμμα δεν θα
επιθυμούσε προς το παρόν την ανοιχτή συνεργασία μαζί της.
Αύξησε τις
δυνάμεις της κυρίως σε νησιωτικούς νομούς που δεν είχε συγκεντρώσει ιδιαίτερα
υψηλά ποσοστά στις εκλογές του Μαΐου (Χανίων, Ρεθύμνης, Χίου, Σάμου,
Ηρακλείου). Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η άνοδος αποδίδεται στα υψηλά ποσοστά
που έδωσαν τμήματα στα οποία ψηφίζουν αστυνομικοί βάσει ειδικών εκλογικών
καταλόγων. Αύξησε επίσης τις δυνάμεις της στον ανδρικό πληθυσμό, με έναν στους
δέκα άνδρες ψηφοφόρους να την προτιμούν.
Αντίθετα,
στις γυναίκες έχασε δύο μονάδες, με μία στις τρεις ψηφοφόρους του Μαΐου να την
εγκαταλείπουν (στοιχεία: Public Issue).
Τη
μεγαλύτερη μείωση σημείωσε στην Κορινθία, όπου είχε πετύχει τον Μάιο το
υψηλότερο ποσοστό της, 12%. Έχασε στο νομό αυτό 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Υποχώρησε επίσης χάνοντας μία ποσοστιαία μονάδα στην Α’ Αθήνας, όπου από 25.587
ψήφους τον Μάιο (8,8%) έπεσε στις 22.448 ψήφους τον Ιούνιο (7,8%). Μικρότερη
ήταν η μείωση που υπέστη στη Β’ Αθήνας (-0,34%).
Στα
μεσοαστικά Βριλήσσια, για παράδειγμα, επιδεικνύει απόλυτη σταθερότητα (4,7%).
Το ίδιο και στο γειτονικό Χαλάνδρι (5,1%). Σταθερό, αν και σε σαφώς πιο υψηλά
επίπεδα, παραμένει το ποσοστό της στους Αγίους Αναργύρους (8,7%). Στην
περιφέρεια Αττικής αντίθετα, το ποσοστό του κόμματος σημείωσε μια μικρή αύξηση.
Στην Παιανία, για παράδειγμα, είχε πάρει τον Μάιο 640 ψήφους (7,75%) για να
φτάσει τον Ιούνιο 730 (9,02%).
Τα στοιχεία
δείχνουν ότι ένας στους δύο ψηφοφόρους που επέλεξαν τη Χρυσή Αυγή αναφέρει ότι
ταυτίζεται απολύτως με το κόμμα αυτό. Υψηλότερο ποσοστό ταύτισης παρουσιάζει
μόνο το ΚΚΕ, το οποίο είδε όμως τεράστιες απώλειες στις δεύτερες εκλογές.
Πράγμα που σημαίνει ότι ενώ οι ψηφοφόροι του Κομμουνιστικού Κόμματος που δεν
ταυτίζονται απολύτως μαζί του έφυγαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στο φόβο της
επικράτησης της Δεξιάς, οι αντίστοιχοι ψηφοφόροι της άκρας Δεξιάς δεν
υπολόγισαν τον «κίνδυνο» της επικράτησης ενός αριστερού κόμματος.
Υψηλότατη
συσπείρωση των ψηφοφόρων που την επέλεξαν τον Μάιο, της τάξης του 85%, δείχνουν
οι εκτιμήσεις. Πραγματικά κατέγραψε ελάχιστες απώλειες προς τη ΝΔ (5,3%)
καταφέρνοντας να αποσπάσει ένα μικρό μέρος ψηφοφόρων που τον Μάιο πήγαν στη ΝΔ,
ως πιθανή διαμαρτυρία για τη διεύρυνση του δεξιού μετώπου με αντιδημοφιλείς
νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, ενώ περισσότερο ανοικτός παρέμεινε ένας δίαυλος
μετακινήσεων από και προς τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ίσως τον πιο κοντινό
πολιτικό συγγενή του σχήματος.
Φαίνεται ότι
περίπου ένα 10% της εκλογικής δύναμης του Μαΐου έφυγε προς το κόμμα του Πάνου
Καμμένου, ενώ ένα 5% περίπου της εκλογικής δύναμης αυτού του κόμματος κινήθηκε
αντίθετα προς τη Χρυσή Αυγή (εκτιμήσεις εκλογικών μετατοπίσεων της VPRC).
Στην ερώτηση
γιατί ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, οι πρώτες αυθόρμητες απαντήσεις είναι: 29% για
διαμαρτυρία, αγανάκτηση, τιμωρία. 27% για το μεταναστευτικό, τη φύλαξη των
συνόρων. Ένα 14% λέει «με εκφράζει το πρόγραμμά της», ενώ στον πατριωτισμό και
στην υπεράσπιση εθνικών θεμάτων αναφέρεται το 13% (στοιχεία: Public Issue).
Είτε το θέλουμε είτε όχι, ήταν αυτό ακριβώς το στοιχείο της «τιμωρίας» και της
αγανάκτησης που επιβλήθηκε στις πλατείες του περασμένου καλοκαιριού –
ανεξάρτητα από τις όποιες προσπάθειες σύνταξης πολιτικού λόγου στις λαϊκές
συνελεύσεις. Αντιπολιτικές κραυγές εναντίον όλων των βουλευτών και όλων των
κομμάτων, γνωστά συνθήματα και χειρονομίες, δημιούργησαν ένα κλίμα ευνοϊκό για
την εκτίναξη της απήχησης της οργάνωσης. Γιατί ήταν η μόνη οργάνωση που
μπορούσε να ρίξει με επιτυχία το μήνυμα «εναντίον όλων», με την υποστήριξη
ασφαλώς δύο κρίσιμων παραγόντων του σύγχρονου κράτους και εξουσίας: των ΜΜΕ και
της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στις
προηγούμενες εκλογές του Μαΐου μεγαλύτερες επιδόσεις κατέγραψε το κόμμα στις
λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες (25-45 ετών), σε πληθυσμούς μεσαίου μορφωτικού
επιπέδου και κυρίως σε ανέργους και στρώματα της παραδοσιακής μικροαστικής
τάξης.
Είναι
χαρακτηριστική επίσης η ενισχυμένη εκλογική της παρουσία στα σώματα ασφαλείας
και ειδικά στην Αστυνομία, ενώ μικρότερη δύναμη παρουσιάζει στα στελέχη του
Ελληνικού Στρατού (στοιχεία: VPRC).
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Ρημαγμένες λαϊκές συνειδήσεις
Η Αστυνομία,
το κατ’ εξοχήν πεδίο της συντηρητικής λαϊκής συγκρότησης, που ελεγχόταν
ανέκαθεν από τη Δεξιά, κέντρο του κρατικού μηχανισμού καταστολής, που ποτέ δεν
εκδημοκρατίστηκε και πάντα χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση του λαϊκού
κινήματος και του κινήματος της νεολαίας, έχει κεντρικό ρόλο στο νέο αυταρχικό
σκηνικό που φιλοτεχνείται και μάλιστα, ρόλο συντονισμού των όποιων δράσεων
αναλαμβάνονται από «εξωτερικούς συνεργάτες» για την επιβολή του φόβου και της
τάξης. Το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή» συνδέεται με τη λειτουργία αυτού του κέντρου
και σε ένα βαθμό αυτονομείται.
Μέρος της
κοινωνίας αποδέχεται τη βία που συνοδεύεται από τη μυθολογία του αντιπολιτικού,
αφού πρώτα έχει εκπαιδευτεί σε τρόπους ωμούς, αντιπολιτικούς, στις πελατειακές
σχέσεις και στα δίκτυα αγοραπωλησίας συνειδήσεων που κυριάρχησαν σε όλο το
εύρος της μεταπολίτευσης, αλλά οι ρίζες τους περνάνε μέσα από τη δικτατορία και
φτάνουν στην οικοδόμηση του μετεμφυλιακού κράτους. Η ύπαιθρος, τόπος άνθισης
του μεγαλύτερου δημοκρατικού κινήματος που υπήρξε στη χώρα, έγινε τόπος
εξόντωσης, εκμαυλισμού συνειδήσεων και νέου συντηρητισμού. Αλλά και οι πόλεις
που υποδέχονταν τα εξόριστα παιδιά της ελληνικής αγροτιάς, όπως δείχνει το
εξαιρετικό θεατρικό του Γ. Σεβαστίκογλου Αγγέλα, έγιναν τόποι στρατολόγησης των
δικτύων εξουσίας και των παρακρατικών κέντρων.
Ακόμα, για
να επιστρέψουμε στη σημερινή εποχή, όπως έγραψε ο Δημήτρης Σεβαστάκης στην
Αυγή, «η Χρυσή Αυγή συναντάει, αναμορφώνει και διπλασιάζει μέρος της
διαχεόμενης κοινωνικής βίας. Δεν είναι ο πόλος συγκρότησης του φαινομένου, αλλά
ο σφετεριστής του […] είναι η Ποπ κουλτούρα όπως ανασυγκροτείται από την
κρισιακή Ελλάδα. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι εξαφανίζοντας τη ΧΑ
απαλείφει το φαινόμενο. Η βία προκύπτει από το μαζικό αίσθημα αποκλεισμού και
ματαίωσης».
Ένα ποπ
φαινόμενο – ακριβώς. Πιτσιρίκια στις παραλίες μιλάνε στα κινητά τους ή κάνουν
πλάκα για τον Κασιδιάρη όπως άλλοτε μιλούσαν για τον Σάκη Ρουβά. Στα σχολεία οι
μαθητές που νιώθουν ότι υστερούν στο πεδίο της γνώσης και αναζητούν ένα άλλο
πεδίο διάκρισης ανακαλύπτουν τη γοητεία της στολής και της πειθαρχίας. Παιδιά
που δεν κάνουν ξένες γλώσσες, χορό, αθλητισμό. Παιδιά που δηλώνουν αστυνομικές
σχολές για σίγουρη δουλειά, που θα δουλέψουν στη νύχτα ή θα στρατολογηθούν
αργότερα από τις υπηρεσίες ασφαλείας για ένα χαρτζιλίκι. Παιδιά μιας ρημαγμένης
λαϊκότητας που δεν έρχεται πλέον να βολευτεί αλλά να σκοτώσει στην πιο βρώμικη
δουλίτσα που επιφυλάσσει ο καταμερισμός της εργασίας στη σκοτεινή εποχή της
ατομικότητας που μάχεται να σταματήσει την επερχόμενη εποχή του ανθρώπου.