Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Περισσότερο και πραγματικό Δημόσιο

  
Αραγε πότε λέει η κυβέρνηση την αλήθεια για τους δημοσίους υπαλλήλους; Όταν ο Γ. Παπανδρέου δικαιολογεί τα Μνημόνια και το Μεσοπρόθεσμο ως αναγκαία για να πληρωθούν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων μαζί με τις συντάξεις, οπότε αφού αξίζει να καταστραφεί η χώρα για τους μισθούς τους, μάλλον είναι απαραίτητοι για όλους μας; Ή όταν ο Θ. Πάγκαλος τους εγκαλεί γιατί κάνουν απεργίες και κλείνουν τους δρόμους υπερασπιζόμενοι τα 1.000 ευρώ που αδίκως παίρνουν;
Πόσοι είναι τελικά οι δημόσιοι υπάλληλοι; Είναι στα αλήθεια 1.000.000, όπως επιμένει να λέει ο Λοβέρδος, ένα χρόνο μετά την πολυδάπανη απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων που τους έβγαλε 768.009; Και γιατί δεν μπορεί να υπολογιστεί ο μυστηριώδης αριθμός με την αξιοποίηση των στοιχείων της μισθοδοσίας από τις δημόσιες υπηρεσίες;




γράφουν: 
Γιώργος Κρεασίδης
Γιάννης Ελαφρός



Η υπόθεση δεν είναι απλή, καθώς η προπαγάνδα για τους δημοσίους υπαλλήλους είναι βασικός πυλώνας στην ιδεολογική επίθεση που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση της οικονομικής φρίκης για να κερδίσει αν όχι την αποδοχή της εργαζόμενης πλειοψηφίας, τουλάχιστον τη διάσπασή της και την ανοχή κάποιων κομματιών στην πολιτική της.

Προσανατολίζοντας τη συζήτηση στο δημοσιοϋπαλληλικό μισθό που «γονάτισε την οικονομία» μένουν απ’ έξω οι πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας. Ποιοι τοκογλυφικοί μηχανισμοί γιγάντωσαν το χρέος, πώς η διαπλοκή επέβαλλε επιλογές επιζήμιες σε βαθμό εγκλήματος για τα δημόσια οικονομικά, πού πήγαν τα λεφτά. Η Ζίμενς, τα υποβρύχια που γέρνουν, τα άχρηστα ολυμπιακά έργα, τα «δομημένα ομόλογα» μένουν στο απυρόβλητο και οι ένοχοι επαναλαμβάνουν «μαζί τα φάγαμε».
Από κοντά πλασάρεται και η ανάγκη να κλείσουν δημόσιες υπηρεσίες για λόγους οικονομίας. Κλείνουν σχολεία και νοσοκομεία που εξυπηρετούν ανελαστικές ανάγκες, αλλά ακριβοπληρωμένοι σύμβουλοι, παρασύμβουλοι και πολυπληθή υπουργικά γραφεία μένουν ακλόνητα.
Παραπέρα, όπως αναλυτικά περιγράφεται στις διπλανές στήλες, βασική πλευρά αυτής επίθεσης αφορά τις εργασιακές σχέσεις, με το βάρος να πέφτει στον ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι τυχαίο αυτό που προβλέπεται στο «Σύμφωνο για το ευρώ» του περασμένου Μαρτίου, ότι δηλαδή πρέπει να υπάρχει «µέριµνα ώστε οι µισθολογικές συµφωνίες στο δηµόσιο τοµέα να στηρίζουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται στον ιδιωτικό τοµέα ως προς την ανταγωνιστικότητα (λαµβανοµένης υπόψη της σηµαντικής ψυχολογικής επίδρασης των µισθών του δηµόσιου τοµέα)».

Μια άλλη πλευρά αφορά την προσπάθεια εμπέδωσης της άποψης «ότι το Δημόσιο δεν δουλεύει», που είναι κρίσιμη ιδεολογική προϋπόθεση για την αποδοχή των ιδιωτικοποίησεων. Έτσι συγκαλύπτεται η πραγματικότητα που λέει ότι όταν αναλαμβάνουν την ευθύνη οι επιχειρήσεις, τα πράγματα γίνονται χειρότερα, όπως στις ιδιωτικές αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης, που κάνουν το βίο αβίωτο σε εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους του νομού με καθημερινή ταλαιπωρία και ακριβό εισιτήριο.

Ακούμε συχνά πως στην Ελλάδα δουλεύουν πάρα πολλοί στο Δημόσιο, περίπου ένα εκατομμύριο, κάτι υποτίθεται που δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Πρόκειται για έναν από τους ισχυρούς πολιτικούς μύθους που στην εποχή του Μνημονίου έχει γίνει σημαία για την κυβέρνηση, τα δημοσιογραφικά «παπαγαλάκια» της και τους ενσωματωμένους στο «στρατό» ΕΕ και ΔΝΤ επιστήμονες. Στην πραγματικότητα, από πουθενά δεν προκύπτει πως υπάρχουν ένα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι.

Η απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων που πραγματοποιήθηκε το 2010 δεν έδειξε κάτι τέτοιο. Εκεί καταγράφηκαν 768.009 άτομα. Και πάλι όμως, ο αριθμός αυτός δεν αντιστοιχεί με τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους. Αν αφαιρέσουμε τους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, συμβασιούχους έργου, τους αιρετούς και κάποιες άλλες κατηγορίες μένουν 625.738 μόνιμοι υπάλληλοι, δικαστικοί και δημόσιοι λειτουργοί. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται περίπου 160.000 ένστολοι του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας καθώς και 13.000 παπάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σύνολο των 768.009 υπαλλήλων της απογραφής, οι 470.981 βρίσκονται σε ηλικίες άνω των 40.

Το παράξενο δεν είναι ότι προέκυψε ο συγκεκριμένος αριθμός, αλλά ότι ήταν ήδη ...γνωστός, καθώς στον τότε ισχύοντα προϋπολογισμό καταγράφονται μισθοδοτούμενοι 511.913 μόνιμοι υπάλληλοι (χωρίς ένστολους και ιερείς), ενώ ανάλογα είναι τα νούμερα στην έκθεση του υπουργείου Εσωτερικών για το τέλος του 2009. Η καθόλου αθώα αυτή αναζήτηση μιας γνωστής απάντησης δεν είναι παρά ένα επικοινωνιακό, προπαγανδιστικό τέχνασμα για να απαξιωθούν εξαρχής οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα. Όταν η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν ξέρει πόσοι δουλεύουν στο Δημόσιο, το μήνυμα που στέλνει είναι πως έγινε χαμός με το ρουσφέτι και οι προσλήψεις από το παράθυρο. Άρα η μείωση των αποδοχών γίνεται και γιατί δεν αξίζουν, το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων γίνεται μήπως δουλέψουν λίγο και η απόλυση που μεθοδεύεται για να φύγει το περίσσευμα.

Το ΠΑΣΟΚ επενδύει σε τέτοιο βαθμό σε αυτού του είδους την προπαγάνδα, ώστε εάν προχωρήσει στο δημοψήφισμα παρωδία που προετοιμάζει, θα βάλει σε κεντρική θέση το ερώτημα για την κατάργηση της διάταξης του Συντάγματος που προβλέπει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Καθόλου τυχαία πρωταγωνιστούν στην αναπαραγωγή του «ενός εκατομμυρίου» αυτοί που έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους στη χρεοκοπία και στην ισοπέδωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου. Το περίφημο «ένα εκατομμύριο» στηλιτεύεται από το ΕΒΕΑ του γνωστού Μίχαλου που επικαλείται «μελέτη» μιας(!) σελίδας, μέχρι τον Α. Λοβέρδο που διέλυσε τη δημόσια υγεία και κοινωνική ασφάλιση ή τον Θ. Πάγκαλο, το απολίθωμα της εποχής Σημίτη που θα μείνει στην ιστορία για τα Ίμια, τον Οτσαλάν και την κουμπαριά με τον Κόκκαλη.

Αν συγκρίνει κανείς το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με το σύνολο των εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα με άλλες χώρες της Ευρώπης, θα δει ότι παρά τα θρυλούμενα, η χώρα μας δεν είναι μια εξαίρεση με έναν υπερτροφικό στρατό δημοσίων υπαλλήλων. Στο πλαίσιο της Έκθεσης Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε μια ενδιαφέρουσα επιστημονική έρευνα για το δημόσιο τομέα στην Ευρώπη, την οποία έφερε στο προσκήνιο ο Ιός της Ελευθεροτυπίας (19/9/2010). Η έρευνα που επιμελήθηκαν ερευνητές από τα πανεπιστήμια Στρασβούργου και Μαγδεμβούργου καθώς και από το Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών δείχνει με βάση συγκεκριμένα στοιχεία ότι σε ένα κατάλογο 17 ευρωπαϊκών χωρών, η Ελλάδα με 11,4% στην αναλογία των δημοσίων υπαλλήλων προς το σύνολο των εργαζομένων, βρίσκεται στη 14η θέση. Προηγούνται όπως θα περίμενε κανείς χώρες σαν τη Σουηδία με 30% και τη Δανία με 29%, αλλά ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία της θατσερικής λαίλαπας έχει μεγαλύτερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων φτάνοντας το 17,8%.

Μερικοί αναρωτιούνται μήπως ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων ακόμα και αν δεν είναι υπερβολικός, είναι μεγάλος για τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Η κυβερνητική προπαγάνδα επιμένει πως τα δάνεια της τρόικας πηγαίνουν σε μισθούς και συντάξεις, ενώ αυτή ήταν και η δικαιολογία του Καρατζαφέρη όταν εντάχθηκε στους πρόθυμους του ΔΝΤ. Όμως το 2010 οι μισθοί του δημοσίου ήταν 19 δισ. (από 25,5 το 2009), όταν τα τοκοχρεολύσια που πληρώθηκαν έφτασαν τα 41,4 δισ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2000 –πριν το ευρώ και τη διεύρυνση της ΕΕ στην ανατολική Ευρώπη– οι μισθοί του ελληνικού Δημοσίου αντιστοιχούσαν στο 9,3% του ΑΕΠ, κάτω δηλαδή από το μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 10%. Ακόμα και το σημερινό κράτος της φοροασυλίας του κεφαλαίου θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του, αν έλειπε η εξυπηρέτηση του χρέους.
Πέρα από το γεγονός ότι η αυτή η φιλολογία είναι αναξιόπιστη, όσο αναξιόπιστοι είναι οι ένοχοι της χρεοκοπίας, υπάρχει μια διάσταση που έχει απήχηση στην κοινωνία. Αυτή που θεωρεί πως η απειλή της απόλυσης, η μισθολογική πίεση και η αξιολόγηση μαζί με το ποινολόγιο θα κάνουν το Δημόσιο, έστω και με τη φοβέρα, να δουλέψει για τον πολίτη. Αν μελετήσει κανείς ποια είναι τα πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, θα προσέξει ότι υπάρχουν πολλά που είναι ανοιχτά σε κάθε ερμηνεία. Τι σημαίνει για παράδειγμα «αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας» ή «άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς με σκόπιμη χρήση, με γνώση ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις»; Κάπως έτσι ασκήθηκε δίωξη για τέσσερα παραπτώματα στον Νίκο Αγγελάρα, τον αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού αυτός διαπίστωσε παρατυπίες στην προμήθεια του χαρτιού για τα σχολικά βιβλία, υπόθεση που άφησε τους μαθητές χωρίς βιβλία για πρώτη φορά από το 1946. Όταν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΛΜΕ Ευρυτανίας κατήγγειλε τον προϊστάμενο γιατί ανέθεσε τη μισθοδοσία των καθηγητών σε ιδιώτη, αυτός απλά ξεμπέρδεψε καλώντας τους συνδικαλιστές σε έγγραφη απολογία. Ο βουλευτής Ά. Γεωργιάδης του ΛΑΟΣ ζήτησε πέρσι την απόλυση του συνδικαλιστή εκπαιδευτικού Π. Αντωνόπουλου, μέλους του ΔΣ της ΟΛΜΕ σήμερα, λόγω της κινηματικής του δράσης, κάτι που για τον ακροδεξιό βουλευτή τον καθιστά «καθοδηγητή των κουκουλοφόρων». Η εξάρτηση των αποδοχών από ένα αυστηρό σύστημα πειθαρχικού ελέγχου δεν σημαίνει εξυπηρέτηση του πολίτη, αλλά υποταγή του υπαλλήλου.

Αυτό που χρειάζονται οι εργαζόμενοι είναι ένας δημόσιος τομέας που θα διευρυνθεί και θα αλλάξει. Που θα καλύψει όλες τις κενές θέσεις που προκύπτουν από τις κοινωνικές ανάγκες και θα τις καλύψει με μόνιμες προσλήψεις κι αξιοπρεπείς αμοιβές. Αλλαγή προσανατολισμού λοιπόν, καταρχήν από το Δημόσιο που είναι υπερτροφικό στις δυνάμεις καταστολής και στα υπουργικά γραφεία, αλλά καχεκτικό στα σχολεία, την υγεία, τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων.
Μαζικές προσλήψεις στη συνέχεια με μόνιμο προσωπικό για να μπει τέρμα στο μηχανισμό των συμβασιούχων και το δουλεμπόριο των ΜΚΟ. Οι προσωρινά εργαζόμενοι, πότε εδώ και πότε εκεί, δεν μπορούν να αποδώσουν στη θέση τους, αλλά και να εμπεδώσουν μια λογική κοινωνικής προσφοράς. Ειδικά όταν οφείλουν τη θέση τους στο βουλευτή ή στο διαπλεκόμενο. Έτσι γεννιέται το Δημόσιο της λούφας.

Αυτές οι μαζικές προσλήψεις θα είναι «ανάσα» μέσα στην ασφυξία που δημιουργεί η έκρηξη της ανεργίας και έτσι η κοινωνία θα μπορέσει να αξιοποιήσει το επιστημονικό και εργατικό δυναμικό που προορίζεται από το Μνημόνιο να γεράσει σε δουλειές του ποδαριού.
Παράλληλα, θα σημάνουν μια σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και του εισοδήματος των εργαζομένων, με την αναζωογόνηση των κοινωνικά αναγκαίων υπηρεσιών που σήμερα βρίσκονται σε οριακό σημείο. Τα σχολεία άνοιξαν χωρίς βιβλία, αλλά και χωρίς εκπαιδευτικούς, στα νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας η έλλειψη προσωπικού παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, οι υπηρεσίες καθαριότητας των δήμων διαλύονται κ.ο.κ. Η κρίση οδηγεί άμεσα στην επιβάρυνση του χτυπημένου λαϊκού εισοδήματος και προοπτικά στην παροχή των υπηρεσιών μόνο στους έχοντες.

 Γ. Κ 



Συμφέρει στον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα το τσεκούρι στο Δημόσιο;



Τα έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές τους τελευταίους μήνες: «Να περιοριστεί το Δημόσιο με κάθε τρόπο, για να ανασάνουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα», ενώ αυτό που εννοούν είναι σκέτο ο «ιδιωτικός τομέας», δηλαδή οι μεγάλες επιχειρήσεις. «Απολύονται δεκάδες χιλιάδες ιδιωτικοί υπάλληλοι, γιατί να μην απολυθούν και δημόσιοι;», λες και το ζητούμενο είναι να αποκτήσουμε ισότητα στις απολύσεις...

Αλλά το βασικό ερώτημα παραμένει: Θα βελτιωθεί η κατάσταση για τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, για τον αυτοαπασχολούμενο, για τον άνεργο, από την άγρια συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, που επιχειρεί η κυβέρνηση; Ας μην προσπεράσουμε την απάντηση ως αυτονόητη. Απεναντίας, εκατομμύρια εργάτες και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα βλέπουν (και συχνά δικαιολογημένα) το Δημόσιο ως εχθρικό πεδίο. Η υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, ειδικά εκείνων που απευθύνονται στην εργατική τάξη (π.χ. ΙΚΑ) η ταλαιπωρία, η διαφθορά, η αδιαφορία και οι ρουσφετολογικές τοποθετήσεις σημαντικού μέρους των δημοσίων υπαλλήλων, αποτελούν μέρος της πραγματικότητας που η Αριστερά δεν μπορεί να αγνοεί. Το σημερινό Δημόσιο δεν είναι πραγματικά δημόσιο, είναι κρατικός καπιταλιστικός τομέας, όπου έχουν ενσωματωθεί –με στρεβλωμένο και κουτσουρεμένο τρόπο– κοινωνικές κατακτήσεις και δικαιώματα (π.χ. παιδεία, υγεία) ενώ βεβαίως υπάρχει και ο σκληρός κατασταλτικός πυρήνας του αστικού κράτους.
Ο ανυποχώρητος αγώνας που πρέπει να δώσουμε σήμερα για την υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων στο Δημόσιο, για την ανατροπή της επίθεσης, την αποτροπή των περικοπών και του ξεπουλήματος στο κεφάλαιο, για εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και λειτουργία υπό εργατικό κοινωνικό έλεγχο όλων των ΔΕΚΟ και των υποδομών, γίνεται από τη σκοπιά της ολοκληρωμένης υλοποίησης των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και αναγκών, από ένα πραγματικό δημόσιο τομέα σε μια άλλη κοινωνία εργατικής εξουσίας - δημοκρατίας.
Για να δούμε λοιπόν, θα κερδίσει κάτι ο εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα από το τσεκούρι στο Δημόσιο;

Η κυβέρνηση λέει ότι θα εξοικονομήσει λεφτά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ίσως ανακοπούν οι περικοπές στον ιδιωτικό τομέα, η αδίστακτη φοροεπιδρομή κ.λπ. Ωραίο κόλπο για τον κοινωνικό αυτοματισμό εναντίον των δημοσίων, αλλά πώς να πιάσει, όταν ακριβώς την ίδια ώρα που εξαγγέλλει «εργασιακή εφεδρεία», απολύσεις και κλεισίματα στο Δημόσιο, προχωρά στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα (μέσω επιχειρησιακών) και στο τρομερό χαράτσι στα ακίνητα; Όσα λεφτά εξοικονομήσουν από το Δημόσιο θα πάνε στους τραπεζο-κρατικούς τοκογλύφους (ξένους και ντόπιους), των οποίων ...τρώγοντας ανοίγει η όρεξη και ζητούν περισσότερα.
Ο εργαζόμενος του ιδιωτικού τομέα χάνει από την επίθεση στο Δημόσιο. Καταρχήν, θα υποβαθμισθούν παραπέρα οι δημόσιες υπηρεσίες (εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια, καθαριότητα κ.λπ.), που σήμερα τις έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Όλο και περισσότεροι προσφεύγουν στα δημόσια νοσοκομεία, εγκαταλείπουν τα ιδιωτικά σχολεία και τους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς για να πάνε στα δημόσια, έχουν ανάγκη από προνοιακές δομές. Όλα αυτά πάνε για κατάρρευση, χωρίς βιβλία, καθηγητές, νοσηλευτές, γιατρούς.

Δεύτερο, το κενό που θα δημιουργηθεί θα τρέξουν να το καλύψουν οι εταιρείες και ειδικά τα μονοπώλια. Μεγαθήρια στην υγεία (εκεί που δεν μπορείς να πεις «δεν πάω στον γιατρό», ακόμα και στον ιδιώτη, το παιδί μου ή το γονιό μου), στην πρόνοια (με κύριο όχημα τις ΜΚΟ βεβαίως), στην εκπαίδευση, στα σκουπίδια (με αύξηση των τελών). Οι «μανιακοί της ιδιωτικοποίησης» που κυβερνούν, παραδίδουν στον ιδιωτικό τομέα και σειρά ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους, αναζητώντας διαρκώς νέα πεδία κερδοφορίας για τις εταιρείες. Είχαν δώσει στους ιδιώτες τον έλεγχο των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας των ...ιδιωτών (λαμπρά), τώρα έδωσαν τον «έλεγχο» των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για έργα, το Κτηματολόγιο κ.λπ. Σαν να βάλεις τη Ζίμενς να ελέγχει τις προμήθειες του Δημοσίου. Το έκανε πληρώνοντας μίζα, τώρα θα την πληρώνουμε και από πάνω... Το ίδιο κάνουν και με την ΕΡΤ, την οποία συρρικνώνουν, για να πάρουν ανάσα τα χρεοκοπημένα ιδιωτικά κανάλια.

Τρίτο, όποια αντεργατική ρύθμιση περνά στο Δημόσιο, μετά έρχεται ακόμα χειρότερη στον ιδιωτικό τομέα. Τους πρώτους μήνες του 2010 ξεκίνησαν με τις περικοπές δώρων και επιδομάτων στο Δημόσιο. Πολλοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αδιαφόρησαν, κάποιοι (όχι λίγοι) είπαν «καλά να πάθουν».

Μετά από μερικούς μήνες η οικονομική φρίκη επεκτάθηκε στον ιδιωτικό τομέα, με ακόμα πιο άγριες περικοπές.

Τέταρτο, το Δημόσιο είναι σχεδόν ο μόνος εργασιακός χώρος, όπου στοιχειωδώς εφαρμόζεται η εργατική νομοθεσία (ειδικά σήμερα που η ασυδοσία των αφεντικών έχει αποχαλινωθεί). Οι όποιες κατακτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων αποτελούσαν ένα θετικό παράδειγμα για τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Τώρα, το κεφάλαιο θέλει να τα διαλύσει όλα.

Για όλους αυτούς τους λόγους είναι που οι εκπρόσωποι και τα ΜΜΕ του κεφαλαίου βγάζουν φλύκταινες φωνάζοντας να τσακιστεί το «τέρας του ελληνικού Δημοσίου». Δεν εννοούν βεβαίως ούτε περικοπές στις στρατιές της αστυνομίας, ούτε στους υπαλλήλους του κράτους της κάθε ...Μίζενς, ούτε βεβαίως στις παροχές προς το κεφάλαιο. Γιατί να μην ξεχνάμε, η πλέον «κρατικοδίαιτη κοινωνική ομάδα» είναι οι κεφαλαιοκράτες.

Πέρα από τις επιδοτήσεις που παίρνουν, οι φόροι που πληρώνουν είναι κοντά στην κατώτερη κλίμακα: Για παράδειγμα, το πραγματικό ποσοστό φορολόγησης του κεφαλαίου το 2007 δεν ξεπέρασε το 15,9%, έναντι 19,9% το 2000. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη (από τότε μειώθηκε κι άλλο), όπου το 2007 ήταν 28,7%. Όσο για τις τράπεζες, αυτές φορολογούνται ακόμα χαμηλότερα: 17%! Να ποιοι «λυμαίνονται το κράτος».

Γ.Ε