Ο χαρακτήρας της κρίσης και η «σχέση οικονομίας και πολιτικής» στην Αριστερά. Η γενική ιστορική κρίση του καπιταλισμού, η επανάσταση και ο κομμουνισμός. Ο τελικά ρεφορμιστικός και οπορτουνιστικός χαρακτήρας των προτάσεων στρατηγικής και τακτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ και άλλων αριστερών δυνάμεων, παρά την αδιαμφισβήτητη συμβολή του στη σχετική συζήτηση.
20χρονος πανευρωπαϊκός κοινωνικός πόλεμος
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η γενικολογία των προχθεσινών ανακοινώσεων του πρωθυπουργού δεν συνιστά κάποιο δισταγμό, αλλά μια ένδειξη για την κατεργασία των λαϊκών συνειδήσεων που είναι απολύτως αναγκαία ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση από το σοκ ενός τρίχρονου Μνημονίου σε ένα νέο, βαθύτερο σοκ: την ψυχολογία ενός 20χρονου πανευρωπαϊκού κοινωνικού πολέμου με την ένταξη στο «Σύμφωνο για το ευρώ». Πρώτος ενδιάμεσος σταθμός και πρόβα τζενεράλε αυτής της πορείας αποτελεί μια «βελούδινη αναδιάρθρωση του χρέους» (Σόρος), δηλαδή, μια «βελούδινη» πτώχευση της Ελλάδας, πριν την ένταξή της στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Κάτι, που από ό,τι φαίνεται έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση και οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι της ελληνικής αστικής τάξης. Ωστόσο, θα χρειαστούν κάποιοι μήνες για να βρεθεί μια συνισταμένη ανάμεσα στα πολυποίκιλα συμφέροντα που συγκρούονται.
Δυόμισι χρόνια μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, που σηματοδοτεί το πέρασμα στη διεθνή καπιταλιστική κρίση και τη μετάβαση στην ύφεση, και έναν περίπου χρόνο μετά την ανακοίνωση της ένταξης στο Μνημόνιο από τον πρωθυπουργό στο Καστελόριζο, τα κόμματα, οι δυνάμεις και τα ρεύματα της Αριστεράς έχουν ανάγκη από έναν απολογισμό περίσκεψης για τη γραμμή που ακολούθησαν και τη συμβολή τους στους πολύμορφους και σκληρούς λαϊκούς αγώνες που αναπτύχθηκαν και, κυρίως, για το μέλλον τους. Σε αυτό το διάστημα, το εργατικό και λαϊκό κίνημα, στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Βόρεια Αμερική, έκαναν ένα βήμα μπρος. Όλες οι αριστερές δυνάμεις της χώρας μας συνέβαλαν, με τον τρόπο τους, σε αυτό το βήμα, όσον αφορά στο ελληνικό εργατικό κίνημα. Ωστόσο, ο αντίπαλος έκανε το λιγότερο τρία βήματα μπροστά και, τώρα, με το Σύμφωνο για το Ευρώ του 20χρονου πανευρωπαϊκού κοινωνικού πολέμου, προετοιμάζεται για τη μεγαλύτερη επίθεση όλων των εποχών. Από αυτή τη σκοπιά, δεν δικαιολογείται η έπαρση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που αναγνωρίζει για τον εαυτό της ότι «με το ξέσπασμα της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, (το ΚΚΕ) βρέθηκε προετοιμασμένο ιδεολογικά και πολιτικά, καθώς είχαμε προχωρήσει έγκαιρα σε επεξεργασίες και προβλέψεις». Πόσο μπορεί να πείσει η «επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος σε οικογένειες που δεν πλήρωναν λόγω φτώχειας» ως υπόδειγμα αποτελεσματικότητας (Αλ. Παπαρήγα, στη συνάντηση των ευρωπαϊκών ΚΚ, στις Βρυξέλλες, και στη συνέντευξη της περασμένης Τετάρτης), όταν, για παράδειγμα, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης μαζικά αποσυνδέθηκαν από τις σταθερές σχέσεις εργασίας, παρά ορισμένες μικρές νίκες, όπως η σχετική δικαίωση κάποιων συμβασιούχων;
Η ηγεσία του ΚΚΕ στην πραγματικότητα προβληματίζεται και αυτή, όπως χιλιάδες κομμουνιστές, αριστεροί και πρωτοπόροι εργαζόμενοι, για το παρακάτω ερώτημα που έθεσε η Αλ. Παπαρήγα στη Συνδιάσκεψη της Οργάνωσης Περιοχής Κεντρικής Μακεδονίας: «Κινητοποιήσεις εδώ, κινητοποιήσεις εκεί, έγιναν μεγάλες κινητοποιήσεις στην Ελλάδα σε σχέση με την άλλη Ευρώπη και στην άλλη Ευρώπη. Πήραν καμία κατάκτηση; Πήρε η εργατική τάξη; Όχι». Η απάντηση στο «γιατί όχι» ήταν η εξής: «(…) Tο καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να κάνει τις παραχωρήσεις που έκανε στην εργατική τάξη και στο λαό γενικότερα, που τις έκανε σε παλιότερη περίοδο. Και ότι τώρα, τα περιθώρια απόσπασης συλλογικών κατακτήσεων από το λαό και από την ταξική πάλη είναι σχετικά πιο περιορισμένα». Έτσι, όμως, οι αδυναμίες του εργατικού κινήματος, της Αριστεράς και των κομμουνιστικών ρευμάτων δικαιολογούνται με τη μυθική δύναμη των «σιδερένιων νόμων» του καπιταλισμού, που κατά τα άλλα, θα ανατραπεί «νομοτελειακά»…
Από αυτή την πολύ σοβαρή εκτίμηση για τη «σχέση οικονομίας και πολιτικής», όπως λέει, η ηγεσία του ΚΚΕ καταλήγει σε μια πρόταση τακτικής και πολιτικού στόχου για τους αγώνες του σήμερα, που συμπυκνώνεται στη φράση «ανακούφιση και μη χειρότερα». Σε αυτό το «μη χειρότερα», ωστόσο, συναντιούνται και άλλα ρεύματα: Ο αστικός ρεφορμισμός που αναβιώνει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και αλλού. Ο ρεφορμισμός του συνδικαλιστικού κινήματος (βλέπε sms του προέδρου της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, Ν. Φωτόπουλου, προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ). Ο θεσμικός δρόμος για «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία». Ο «εξεγερσιακός ρεφορμισμός» τμημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς (εξέγερση χωρίς ανατροπή και προοπτική επανάστασης και εργατικής εξουσίας). Αλλά και ο αντιεξουσιαστικός ρεφορμισμός της Αυτονομίας, η οποία περιορίζει το «μη χειρότερα», σχεδόν αποκλειστικά, στην καταστολή. Στο ζήτημα της προοπτικής των αγώνων, ο αστικός ρεφορμισμός προτείνει μια επιστροφή στο χρεοκοπημένο κεϋνσιανισμό. Ο αντιεξουσιαστικός ρεφορμισμός την κατάργηση της κρατικής εξουσίας και ο «εξεγερσιακός ρεφορμισμός» την επανάσταση, σήμερα. Η ηγεσία του ΚΚΕ προτείνει την «έφοδο» στη λαϊκή εξουσία, αλλά αύριο.
Μπορεί, λοιπόν, το εργατικό και λαϊκό κίνημα να επιβάλουν «παραχωρήσεις», ρήγματα και κατακτήσεις στο κεφάλαιο ή μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί ρεφορμισμό που αποπροσανατολίζει από το «στόχο της εξουσίας», όπως υποστηρίζουν, μαζί με το ΚΚΕ και τμήματα της «εκτός των τειχών» Αριστεράς (μ-λ χώρος, ΕΕΚ, κ.ά.);
Η εργατική τάξη είναι αναγκασμένη να αναμετρηθεί με το βασικό νόμο του κεφαλαίου, την τάση για σχετική και σήμερα, απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Η ακραία, αντικειμενική αντίφαση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας είναι ότι, ενώ πράγματι το κεφάλαιο είναι αναγκασμένο να μη δίνει τίποτα από τα κέρδη του για την υπέρβαση της κρίσης του, άλλο τόσο η εργατική τάξη είναι αναγκασμένη να πάρει από τα κέρδη για να επιβιώσει από την εξαθλίωση που επιβάλει η επίθεση του κεφαλαίου. Ποιος έχει το ιστορικό προβάδισμα σε αυτή την αναμέτρηση;
Το ΝΑΡ, με το πρόσφατο Πανελλαδικό Σώμα του, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, έστω με αντιφάσεις, επιχειρούν να προσεγγίσουν την αλήθεια, που λέει ότι η εργατική τάξη μπορεί να «σπάσει» με την επανάσταση και την πορεία προς τον κομμουνισμό τους «σιδερένιους νόμους» ή «το όριο του βασικού νόμου του καπιταλισμού» (εισήγηση ΚΕ του ΚΚΕ, στη συνάντηση ευρωπαϊκών ΚΚ), όχι με μια ιδεολογική «έφοδο στον ουρανό», αλλά μόνο με το διαρκή, επίμονο και πολυκύμαντο αγώνα της να επιβάλει τακτικά ρήγματα στην ισχύ τους, στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Και αντίστροφα: Εάν οι «σιδερένιοι νόμοι του καπιταλισμού» είναι αδύνατον να ραγίσουν από εργατικές νίκες και κατακτήσεις, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ, τότε είναι αδύνατον και να σπάσουν. Τότε, όμως, είναι αδύνατη και η επανάσταση. Εμείς υποστηρίζουμε το αντίθετο.
Η δυνατότητα για ένα νέο γύρο επαναστάσεων είναι αντικειμενικά ανώτερη από τα προηγούμενα στάδια και εποχές του καπιταλισμού, διότι ακριβώς ο καπιταλισμός διέρχεται ένα ανώτερο στάδιο της ιστορικής κρίσης του. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να προσεγγίσει αυτή την αλήθεια, διότι είναι εγκλωβισμένη σε μια δογματική, οικονομίστικη προσέγγιση της εποχής μας και της σημερινής κρίσης (όπως και άλλα ρεύματα της Αριστεράς, για διαφορετικούς λόγους). Σωστά ισχυρίζεται ότι «η σημερινή κρίση είναι μια ευκαιρία» για το εργατικό κίνημα, αλλά πώς και πόσο μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία, όταν αντιμετωπίζεται σαν μια κρίση όπως όλες οι άλλες;
Η σημερινή κρίση είναι μια πρωτόγνωρη και πρωτότυπη κρίση, διαφορετική από όλες τις άλλες, κυρίως διότι μέσα από αυτήν εκδηλώνεται μια βαθύτερη κρίση: Η γενικότερη, ιστορική κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που από το 1973 και μετά έχει εισέλθει σε ένα μακρύ κύμα ιστορικά καθοδικής πορείας προς μια γενικευμένη απορρύθμιση των θεμελιωδών, «σιδερένιων νόμων» του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι ως απάντηση στη σημερινή κρίση, το κεφάλαιο δεν παρουσιάζει κάποια νέα στρατηγική, παρά μόνο τη συνέχιση της ίδιας, η οποία οδήγησε στη σημερινή κρίση, οδηγώντας αυτή τη στρατηγική στα απώτατα όριά της. Με συνέπεια μια ασθενική ανάκαμψη, μόνο και μόνο για να επανεμφανιστεί μια νέα, ανώτερη κρίση.
Από αυτή τη σκοπιά, για την υπέρβαση της κρίσης, δεν αρκεί μόνο μια «απαξίωση - καταστροφή ενός μέρους του κεφαλαίου, χρηματικού ή εμπράγματου» και ειδικά της παραγωγγικής εργατικής δύναμης, όπως σωστά τονίζει η ηγεσία του ΚΚΕ. Απαιτείται μια δημιουργική αλλαγή μεθόδου, προτύπου, μια αλλαγή μοντέλου. Ωστόσο, στην εποχή μας η τάση για μια «δημιουργική καταστροφή» αντικαθίσταται, όλο και περισσότερο, από την τάση για μια «καταστροφική καταστροφή», όπως προσεγγίζει εμπειρικά έστω, η Ναόμι Κλάιν στο Δόγμα του Σοκ. Η τάση αυτή υπογραμμίζει την ιστορική παροδικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε σχέση με τις τάσεις συντήρησής του και την ιστορική αναγκαιότητα και δυνατότητα ενός νέου, ανώτερου τρόπου παραγωγής.
Το τελικό πολιτικό συμπέρασμα από τα προηγούμενα, για τη «σχέση οικονομίας - πολιτικής», είναι ότι οι «σιδερένιοι νόμοι» του καπιταλισμού είναι αντικειμενικά πιο αδύναμοι στην εποχή μας, η επανάσταση αντικειμενικά πιο δυναμική και ότι μπορεί να επιβάλει τον κομμουνισμό της εποχής μας. Και όχι, ότι «το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να κάνει παραχωρήσεις».
Η επανάσταση, όμως, «δεν είναι στην ημερήσια διάταξη», όπως σωστά υποστηρίζει το ΚΚΕ. Ή, αλλιώς διατυπωμένο, ενώ η επανάσταση είναι αντικειμενικά ώριμη, δεν είναι το ίδιο υποκειμενικά ώριμη. Πώς, όμως, θα «ωριμάσουν» και υποκειμενικά οι περίφημες «συνθήκες»; Σε αυτό το ζήτημα απαντά η σχέση ανάμεσα στην επαναστατική στρατηγική και την τακτική.
Εδώ αναδεικνύεται η σημασία και υλική αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής τακτικής πρότασης, η οποία ενώ είναι κάτι σχετικά ξεχωριστό και αυτοτελές, χάνει το νόημά της εάν δεν επιδιώκει την προσέγγιση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, η επιδίωξη της επανάστασης χάνει το νόημά της, εάν δεν υπάρχει η αντικαπιταλιστική τακτική, εάν λείπει μια αποτελεσματική και νικηφόρα μορφή για την άμεση πάλη, για την επιβίωση, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία των εργαζομένων και για μια εργατική «διέξοδο» από την κρίση. Οδηγός των επαναστατών κομμουνιστών και του αντικαπιταλιστικού ταξικού κινήματος πρέπει να είναι η γνωστή ρήση του Μαρξ, ότι η επανάσταση και ο κομμουνισμός ή θα είναι έργο των ίδιων των εργατών ή δεν θα υπάρξει. Επανάσταση δεν μπορεί να γίνει διά αντιπροσώπων, ακόμη και κομμάτων. Και οι εργαζόμενοι θα προσεγγίσουν και θα κατακτήσουν την επανάσταση με την πείρα τους, μέσα από τις μάχες τους. Μέσα από τακτικούς στόχους.
Από αυτή τη σκοπιά, η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα, θα εκπαιδευθούν για την επανάσταση, μέσα στην κρίση και τις περιπλοκές της, ακόμη και με την πιθανή αστική υπέρβασή της (μέχρι τον επόμενο και ανώτερο γύρο κρίσης). Θα εκπαιδευθούν μέσα στην πάλη για την απόκρουση και την ανατροπή του υπερδεκαετούς αντιδραστικού προγράμματος του κεφαλαίου που επιδιώκει να φορτώσει όλα τα βάρη της κρίσης στις πλάτες τους. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ προτείνουν ως τέτοιο τακτικό στόχο την «αντικαπιταλιστική ανατροπή» της επίθεσης.
ΚΚΕ και εργατική εξουσία
ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΕΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Το κεντρικότερο ζήτημα όλων των επαναστάσεων είναι το ζήτημα της εξουσίας. Πολλές αριστερές δυνάμεις προτείνουν, σήμερα, μια μορφή «αριστερής», «φιλεργατικής» ή «εργατικής κυβέρνησης», πριν ή χωρίς το πέρασμα στην επαναστατική κατάσταση και κρίση, όταν θα μπει το ζήτημα της εξουσίας, επιλέγοντας, αντικειμενικά και τελικά, το θεσμικό δρόμο. Δεν είναι αδιάφορες τέτοιου είδους κυβερνητικές προσπάθειες για το εργατικό κίνημα, ούτε η στάση του απέναντι σε αυτές είναι η ίδια με τη στάση απέναντι στις ανοιχτά επιθετικές αστικές κυβερνήσεις. Το θέμα για τις επαναστατικές αντικαπιταλιστικές και ταξικές δυνάμεις είναι να μη συμμετέχουν σε αυτές (Λένιν), αλλά να τις αξιοποιούν για να συμβάλουν στη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης ώστε να κατακτήσει την εξουσία η ίδια η εργατική τάξη. Βέβαια, πέρα από αυτό, υπάρχουν πολλές ακόμη, πολύ κρίσιμες πλευρές, που ξεφεύγουν από τα όρια αυτού του άρθρου.
Για το εν λόγω ζήτημα, η εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στη συνάντηση των ευρωπαϊκών ΚΚ, λέει: «Είναι ιστορική ευκαιρία σήμερα, στο έδαφος της ασίγαστης ταξικής πάλης, να κατευθύνεται η σκέψη και η πράξη των αγωνιζόμενων λαών, με επικεφαλής την εργατική τάξη, στην εργατική εξουσία». Ως εδώ, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφωνία (αλλά όχι μόνο με την προπαγάνδα και με την απλή αλληλεγγύη στο «ωχ»). Όμως, συνεχίζει ακριβώς παρακάτω: «Να κατανοείται ότι ακόμα και αν, στη μια ή την άλλη χώρα, αναδειχθεί από την πλειοψηφία του λαού ένα φιλεργατικό κατά πλειοψηφία κοινοβούλιο, άρα και αντίστοιχη κυβέρνηση, αυτή δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει το όριο του βασικού νόμου του καπιταλισμού, αν δεν επιλύσει το ζήτημα της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, την αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τον πανεθνικό σχεδιασμό και τον εργατικό έλεγχο από τα κάτω προς τα επάνω». Θετικά διατυπωμένη, η παραπάνω φράση υποστηρίζει ότι «αν, στη μια ή την άλλη χώρα, αναδειχθεί από την πλειοψηφία του λαού ένα φιλεργατικό κατά πλειοψηφία κοινοβούλιο, άρα και αντίστοιχη κυβέρνηση, αυτή θα μπορέσει να ξεπεράσει το όριο του βασικού νόμου του καπιταλισμού, αν επιλύσει το ζήτημα της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, την αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τον πανεθνικό σχεδιασμό και τον εργατικό έλεγχο από τα κάτω προς τα επάνω». Δηλαδή, μπορεί να «ξεπεράσει το βασικό όριο» πριν και έξω από την επαναστατική διαδικασία, χωρίς τσάκισμα του αστικού κράτους και χωρίς εργατική εξουσία.
Έτσι, η ηγεσία του ΚΚΕ, στην πρότασή της για τη «λαϊκή εξουσία», παρακάμπτει, όπως ο οπορτουνιστής Κάουτσκι, αυτό το «βασικό στη διδασκαλία του μαρξισμού» ζήτημα (Λένιν). Και αναλόγως, παρακάμπτει την ίδια την επανάσταση, ως ιστορικό άλμα. Επανάσταση και κατάκτηση της εργατικής εξουσίας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς «να σπάσει», «να τσακιστεί» η «αστική κρατική μηχανή». Η άποψη αυτή αποκαλύπτει τον κοινοβουλευτικό, ρεφορμιστικό και όχι επαναστατικό χαρακτήρα της πρότασης του ΚΚΕ για τη «λαϊκή εξουσία».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ
Αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης
ΡΗΞΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ
Η λέξη «ανατροπή» γράφεται, σήμερα, σχεδόν σε όλες τις αποφάσεις της Αριστεράς. Αλλά, τι σημαίνει «ανατροπή»; Σημαίνει απλά μια απόσυρση του Μνημονίου, ενώ θα παραμένει η ουσία των μέτρων; Σημαίνει απλά να πέσει το ΠΑΣΟΚ ή η εκάστοτε κυβέρνηση; Αμέσως μετά, έρχεται το φυσιολογικό ερώτημα: Και τι θα έρθει στη θέση τους, στο βαθμό που ακόμη δεν μπορεί το εργατικό κίνημα να κατακτήσει την επαναστατική εξουσία;
Πολλά ρεύματα και αγωνιστές της Αριστεράς, κυρίως γύρω από το Συνασπισμό, χρησιμοποιούν τη «ρήξη», την «ανατροπή», ακόμη και την «επανάσταση», ως προπαγανδιστικές ατάκες μέσα στo πλαίσιo ενός θεσμικού, κοινοβουλευτικού δρόμου. Μέρος τους δίνει στην «ανατροπή» το νόημα ενός προεπαναστατικού σταδίου, ή ακόμη και μιας λίγο ή πολύ σταθερής πολιτικής κατάστασης. Άλλοι, κυρίως το ΚΚΕ και ρεύματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ταυτίζουν την «ανατροπή» με την επανάσταση (ανεξαρτήτως του πώς την εννοεί ο καθένας) ή τη χρησιμοποιούν ως προπαγανδιστική ζύμωση. Άλλα ρεύματα πάλι, την υιοθετούν δίνοντας στην «ανατροπή» το νόημα κυρίως μιας «σύγκρουσης» φετιχοποιώντας τις μορφές πάλης κ.λπ. Τέλος, ένα μεγάλο κομμάτι αριστερών κινείται κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, αναζητώντας μια σωστή σχέση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής.
Συμβάλλοντας στη συζήτηση αυτή, θα λέγαμε ότι: Η στρατηγική πρόταση στοχεύει στη δημιουργία ενός στρατηγικού, ποιοτικού ρήγματος στην καπιταλιστική κυριαρχία. Με την επανάσταση, αποσπάται, αρχικά, ένας αδύναμος εθνικός κρίκος από το παγκόσμιο καπιταλιστικό στρατόπεδο, που στην πορεία θα μπορεί να σταθεροποιηθεί και να ολοκληρωθεί μόνο σε διεθνιστική, σοσιαλιστική - κομμουνιστική βάση. Η πρόταση τακτικής, με τη λογική που παρουσιάσαμε, δεν μπορεί παρά να στοχεύει στη δημιουργία τακτικών ρηγμάτων στην «ομαλή» λειτουργία του καπιταλισμού. Ο «σιδερένιος νόμος» δεν σπάει ακόμη, αλλά ραγίζει. Τακτική είναι ο αγώνας για υλικές ρήξεις, για έμπρακτες και όχι συμβολικές ή φαντασιακές κατακτήσεις. Όχι για «κάποιες» νίκες, αλλά για νίκες που προωθούν υλικά τα εργατικά δικαιώματα και κλονίζουν την αστική ηγεμονία και κυριαρχία. Έτσι «μετριέται» η ανατροπή των συσχετισμών προς τα αριστερά και όχι με τις μικρές ή μεγαλύτερες αυξομειώσεις των κοινοβουλευτικών ποσοστών της Αριστεράς στο πολιτικό παιγνίδι.
Τακτικό ρήγμα σημαίνει ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της επιβάλουν στο αστικό κράτος και τις κυβερνήσεις του μια σχετική, διαφιλονικούμενη αναστροφή της εκμετάλλευσης και της κερδοφορίας υπέρ του εργατικού εισοδήματος, σε κάποιο από τα βασικά πεδία της παραγωγής, διανομής, αναπαραγωγής και ιδιοκτησίας. Τακτικό ρήγμα σημαίνει σύγκρουση, ασταθή ρήξη, ακόμη και σχετική απαγκίστρωση της χώρας από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς τους. Πριν από όλα, τακτικό ρήγμα σημαίνει ότι, στο πεδίο της «δημοκρατίας», στο πεδίο της αναμέτρησης με το κράτος και τα όργανά του, το εργατικό κίνημα επιβάλει τη ντε φάκτο αναγνώριση των δικών του οργάνων, απαιτώντας ακόμη και τη νομική αναγνώρισή τους.
Γύρω από αυτά τα ρήγματα θα διεξαχθεί ανειρήνευτη πάλη μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης, για το αντεπαναστατικό κλείσιμο ή το βάθεμα και την επαναστατική ολοκλήρωσή τους. Κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων, γύρω από ποιο πεδίο θα πραγματοποιηθεί μια αποφασιστική, αντικαπιταλιστική ανατροπή των συσχετισμών. Ούτε είναι δοσμένο ότι θα επιβληθούν τέτοιες «καθαρές» κατακτήσεις και, πολύ περισσότερο, ότι θα επιβληθούν σε όλα τα πεδία και μάλιστα, ταυτοχρόνως. Για αυτό θα χρειαστεί το πέρασμα στην επαναστατική κατάσταση και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας προς τον κομμουνισμό. Το σίγουρο είναι ότι, εάν η Αριστερά δεν θέσει τέτοιους στόχους ρήξεων και ανατροπής, ούτε θα μπορέσει να δώσει νικηφόρο υλικό περιεχόμενο στις σημερινές πρωτόλειες, αυθόρμητες ή ρεφορμιστικά ηγεμονευόμενες αντιστάσεις, ούτε θα μπορέσει να ενωθεί μετωπικά μαζί τους. Ενώ ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι δεν θα μπορέσουν να προσεγγίσουν την επανάσταση μέσα από τη δική τους πείρα. Δηλαδή, δεν θα την προσεγγίσουν ποτέ.