Ημέρες της μεγάλης ύφεσης στις ΗΠΑ, όταν οι εργοδότες των μεγάλων εργοστασίων προσπαθούσαν να τιθασεύσουν τους εργάτες και τους συνδικαλιστές στέλνοντας εναντίον τους όχι μόνο την αστυνομία αλλά και ομάδες κρούσης της μαφίας, αρχίζει να θυμίζει το τοπίο στα ελληνικά ΜΜΕ. Ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης, που μέχρι σήμερα περιφέρονταν σε σαλόνια λανσάροντας ένα επαρχιώτικο lifestyle, σήμερα δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο: Το πρόσωπο του τραμπούκου που στέλνει τους φουσκωτούς του για να πετάξουν έξω από το κτίριο τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων.
ΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
. Η κατάσταση είναι χειρότερη στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία αποτελούν εδώ και χρόνια πειραματικό εργαστήριο των νέων εργασιακών σχέσεων όχι μόνο για το χώρο των ΜΜΕ αλλά ολόκληρης της αγοράς εργασίας. Τα κτίρια των μεγάλων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών μετατρέπονται σε απόρθητα φρούρια με στρατιές σεκιουριτάδων οι οποίοι (σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε μέχρι σήμερα) δεν προστατεύουν το κτίριο από ξένους εισβολείς αλλά τους ιδιοκτήτες από τους εργαζομένους τους. Μέσα σε αυτά τα εργασιακά κάτεργα δοκιμάστηκαν (και πέρασαν) οι παράνομες ατομικές συμβάσεις, η απόλυτη ελαστικοποίηση της εργασίας και η ηθική και επαγγελματική ταπείνωση των δημοσιογράφων.
Την ίδια ώρα τα μεγάλα μαγαζιά επιχειρούν να συστήσουν απεργοσπαστικές ομάδες κρούσης, οι οποίες λειτουργούν υπογείως και παρουσιάζονται ως εκφραστές της θέλησης των εργαζομένων. Το πρόσφατο παράδειγμα του ΣΚΑΙ που δημοσίευε στην ιστοσελίδα του ένα δήθεν κείμενο των εργαζομένων με το οποίο τάσσονταν ενάντια στις απεργίες είναι ενδεικτικό των μεθόδων που θα χρησιμοποιηθούν στο εξής. Δυστυχώς σε αυτή την ολοκληρωτική μάχη, που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και μερικούς μήνες, το στρατόπεδο των «από κάτω» δεν είναι τόσο αραγές όσο θα περίμενε κανείς. Η συνδικαλιστική ηγεσία των δημοσιογράφων πληρώνει τώρα τον ενδοτισμό και τη στενή συνεργασία της με τους ιδιοκτήτες των μέσων, που ακολούθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δημιουργείται έτσι στις συνελεύσεις η σουρεαλιστική εικόνα οι επικεφαλής των ενώσεων να δέχονται ομαδικά πυρά όχι μόνο από τα διευθυντικά στελέχη και τους αρχισυντάκτες αλλά και από απλούς εργαζόμενους. Μια σωστή κριτική που έρχεται όμως σε καταστροφικά λάθος στιγμή.
Παράλληλα η αντίληψη των διευθυντών ότι «όλοι μαζί πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κρίση» περνά δυστυχώς και σε ένα τμήμα των εργαζομένων. «Αν δεν έχουν χρήματα τι θέλετε να κάνουν;» είναι το ερώτημα που ακούγεται όλο και συχνότερα στις συνελεύσεις. Ένα ερώτημα που προφανώς θα έπρεπε να έχει τεθεί αντεστραμμένο πριν από μια δεκαετία. «Αφού έχετε χρήματα, από την εισαγωγή σας στο χρηματιστήριο και τις εφοπλιστικές ή κατασκευαστικές σας δραστηριότητες γιατί δεν τα μοιράζεστε με τους εργαζόμενους;». Κύριοι πρέπει να αποφασίσετε αν οι δημοσιογράφοι είναι τελικά υπάλληλοι ή μέτοχοι των εταιρειών σας ώστε να μοιράζονται μαζί σας όχι μόνο τις ζημιές αλλά και τα κέρδη. Και τα δυο δεν γίνεται.
Το πρόβλημα με τα μέσα ενημέρωσης είναι ότι δεν κατασκευάζουν παπούτσια ή ντουλάπες αλλά... ειδήσεις και συνειδήσεις. Η αγριότητα των εργασιακών σχέσεων αντανακλάται άμεσα στη διαδικασία της παραγωγής πληροφορίας. Όταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες καναλιών εμφανίζονται στα νυχτερινά δελτία ειδήσεων δίνοντας «διαγγέλματα» εναντίον των απεργιών και παρουσιάζοντας την κυβέρνηση ως «ενδοτική» απέναντι στον κόσμο της εργασίας στέλνουν ένα σαφές μήνυμα και στους δικούς τους υπαλλήλους. Η εποχή όπου ο δημοσιογράφος καλούνταν απλώς να αυτολογοκριθεί, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τα όρια που θέτει κάθε «μαγαζί», έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι συντάκτες νοιώθουν όλο και συχνότερα την καυτή ανάσα του διευθυντή τους να τους συνοδεύει καθώς παραδίδουν τα κείμενά τους. Οι διαφορετικές φωνές, που μέχρι σήμερα γίνονταν ανεκτές, είτε ως πολιτικά άλλοθι είτε λόγω της εμπορικής τους επιτυχίας, στοχοποιούνται, απομακρύνονται και τελικά απολύονται. Και όσο οι στρατιές των άνεργων δημοσιογράφων θα αυξάνονται τόσο ο δημοσιογραφικός λόγος και η δημοσιογραφική έρευνα θα υποτάσσεται.
Υπό αυτές τις συνθήκες τα μέσα ενημέρωσης μετατρέπονται σε μια από τις μεγαλύτερες απειλές ακόμη και γι’ αυτή την αστική δημοκρατία την οποία υποτίθεται ότι προασπίζονται – και στο πλαίσιο της οποία υποτίθεται ότι κινούνται.
Υιοθετώντας το ήθος και το ύφος της κυβέρνησης (όπως αυτό εκφράζεται από τον αντιπρόεδρό της αλλά και από τον ιδεολογικό καθοδηγητή της – το ακροδεξιό ΛΑΟΣ) τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης μπαίνουν μπροστά στη μάχη για να συνθλίψουν και τα τελευταία εργασιακά δικαιώματα. Φυσικά δεν το κάνουν ως εκδούλευση στην κυβέρνηση αναμένοντας κάποιο αντάλλαγμα με τη μορφή δημοσίων έργων ή σκοτεινών φοροαπαλλαγών. Το κάνουν γιατί αυτό επιτάσσει το ταξικό συμφέρον των ιδιοκτητών τους. Αντιθέτως η κυβέρνηση και το κράτος εν γένει καλούνται να υπηρετήσουν τους ιδιοκτήτες των μέσων, δηλαδή ένα σημαντικό τμήμα της οικονομικής ελίτ της χώρας. Θα το ξαναπούμε με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί. Δεν υπηρετούν τα μέσα ενημέρωσης την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση υπηρετεί τους ιδιοκτήτες των μέσων.