Του Βασίλη Μηνακάκη
Το τελευταίο διάστημα, η ηγεσία του ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης –με μεθόδους που έχουν αναγάγει σε επιστήμη τη διαστρέβλωση– έχουν αποδυθεί σε μια πρωτοφανή επίθεση στο ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κεντρικός στόχος τους είναι να αποδείξουν ότι είναι οπορτουνιστικές και επικίνδυνες για το κίνημα δυνάμεις, προτείνουν διαχειριστικές λύσεις, είναι υπέρ της δημιουργίας αστικών κυβερνήσεων και βλέπουν το δέντρο (το χρέος) κι όχι το δάσος (τον καπιταλισμό και την κρίση του).
Η μέθοδος που χρησιμοποιούν είναι απλή και δοκιμασμένη: Tσουβαλιάζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το ΣΥΡΙΖΑ και ασκούν κριτική στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτές είναι θέσεις και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παράλληλα, αναγορεύουν κάθε στόχο πάλης που προβάλλει στη συγκυρία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε διαχειριστικό και «εκσυγχρονιστικό» του συστήματος, καθώς (λένε) δεν απαντιέται ποια εξουσία θα τον υλοποιήσει.
Αφήνουμε κατά μέρος τη μέθοδο –αν και τα μέσα είναι πάντα άρρηκτα δεμένα με τους σκοπούς– μιας και το πρόβλημα της πολιτικής είναι πολύ πιο σοβαρό. Είναι, θα ’λεγε κανείς, ένα ριμέικ της γνωστής πρακτικής του ΚΚΕ να ανοίγει τυφλό μέτωπο σε ό,τι κινείται αριστερά του με δήθεν αριστερή φρασεολογία για να καλύψει τη ρεφορμιστική επί της ουσίας πολιτική του και τη συναίνεση που παρέχει στο αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, αποτρέποντας μια στροφή του ανήσυχου κόσμου του σε αντικαπιταλιστική - ανατρεπτική κατεύθυνση. Ως αριστερούς οπορτουνιστές, άλλωστε, χαρακτήριζε και παλιότερα τους αγωνιστές του ΝΑΡ που διέγραφε, παρέα με τον Ανδρουλάκη, τη Δαμανάκη και τους κουκουεδογενείς του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που είχε έλθει «εις γάμου πολιτεία» με τον Κύρκο στον ενιαίο ΣΥΝ και συγκυβερνούσε με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (Τζαννετάκης, Οικουμενική.
Ας δούμε, λοιπόν, ποια είναι η ουσία επί της πολιτικής γραμμής. Ζούμε στην εποχή μιας ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και μιας κανιβαλικής επίθεσης στον κόσμο της εργασίας. Στην εποχή που αποκτά πιεστική επικαιρότητα το αίτημα της χειραφέτησης από τον σάπιο αστικό κόσμο και το πολιτικό σύστημά του. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απαντούν σε αυτή την πραγματικότητα προβάλλοντας την κοινωνική αναγκαιότητα, την υλική δυνατότητα και την πολιτική τάση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, αλλά και την ανάγκη αυτή η προοπτική να αντλεί από το μεγαλείο της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά να οριοθετείται από τον «υπαρκτό». Πώς απαντά το ΚΚΕ; Με τη μετάθεση του κομμουνισμού στο υπερπέραν και την ταύτιση της άλλης κοινωνίας με τον «υπαρκτό».
Ζούμε σε μια εποχή όπου είναι πασιφανές ότι χωρίς αντικαπιταλιστική επανάσταση και μετάβαση στην εργατική εξουσία δεν μπορούν να υπάρξουν ριζικές λύσεις στα λαϊκά προβλήματα. Πώς απαντούν το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την πραγματικότητα; Προβάλλουν την αντικαπιταλιστική επανάσταση ως κεντρικό ζητούμενο, συμπύκνωση κι ανώτατο όριο της τακτικής τους, αποκλείουν τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις εντός του συστήματος, υποστηρίζουν ότι η μόνη συνολική εναλλακτική απάντηση σε επίπεδο εξουσίας είναι η εργατική εξουσία κι ότι σε αυτήν περνάμε μόνο με επανάσταση, καθώς και ότι εργατική εξουσία σημαίνει εξουσία που ανήκει στους εργαζόμενους. Πώς απαντά το ΚΚΕ; Προβάλλει ως κεντρικό στόχο τη λαϊκή εξουσία, αφήνει ασαφές αν αυτή ταυτίζεται με την εργατική εξουσία, δεν αναφέρει πουθενά στα επίσημα κείμενά του ότι το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία απαιτεί επανάσταση και ταυτίζει τη λαϊκή εξουσία με την εξουσία του κόμματος.
Τέλος, ζούμε σε μια εποχή όπου αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα να ανακαλύψεις την –επαναστατική– τακτική, την πολιτική γραμμή που επιτρέπει στις εργατικές μάζες μέσα από την πείρα τους να πειστούν και να παλέψουν για την επανάσταση, την εργατική εξουσία, τον κομμουνισμό, να αναμετρηθούν αποτελεσματικά με τη λαίλαπα κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ, ΣΕΒ, να καταφέρουν ρωγμές ή συνολικότερη ανατροπή στην αντεργατική επίθεση. Πώς απαντούν σε αυτή την ανάγκη το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Προβάλλοντας ένα πλαίσιο στόχων (εδώ εντάσσονται η διαγραφή του χρέους και η έξοδος από ευρώ και ΕΕ) που η πάλη γι’ αυτούς βάζει ανατρεπτικό φραγμό στην αστική επίθεση, ανακουφίζει τους εργαζόμενους (αν επιβληθούν από τη λαϊκή πάλη), δεν χωράει στον καπιταλισμό του σήμερα, συμβάλλει στην αλλαγή των συσχετισμών και επιταχύνει τα επαναστατικά γεγονότα που κρίνουν το πρόβλημα της εξουσίας. Στόχων που ή θα επιβληθούν στο σύστημα «με το πιστόλι στον κρόταφο», αποτελώντας προοίμιο της επανάστασης ή θα υλοποιηθούν στην πιο πλήρη μορφή τους από την εργατική εξουσία. Πώς απαντάει το ΚΚΕ; Ταυτίζοντας το μαζικό πολιτικό αγώνα των εργαζομένων με τις κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ και την αλλαγή των συσχετισμών με την «ψήφο στο ΚΚΕ», εγκαταλείποντας το πεδίο της καθημερινής εργατικής αναμέτρησης με την αστική επίθεση και παραπέμποντας την ανάγκη και τη δυνατότητα ρωγμών στην αστική επίθεση στο ακαθόριστο μέλλον της επίσης ακαθόριστης λαϊκής εξουσίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με αυτή τη γραμμή, ποιος τελικά είναι οπορτουνιστής και ρεφορμιστής;