Του Άρη Χατζηστεφάνου
Το πραγματικό πρόσωπο της μαφιόζικης εξουσίας που ασκούν τα δύο μεγάλα κόμματα του βρετανικού κοινοβουλίου αλλά και τα μεγάλα εκδοτικά και επιχειρηματικά συγκροτήματα της χώρας αποκαλύπτει η περίπτωση του Μέρντοχ.
H υπόθεση έφερε στο φως ένα ευρύ πλέγμα παράνομων διασυνδέσεων του κρατικού μηχανισμού με την οικονομική ολιγαρχία που ελάχιστα έχει να ζηλέψει από τις σχέσεις της πολιτικής και οικονομικής αυτοκρατορίας του Σίλβιο Μπερλουσκόνι με την ιταλική Μαφία. Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών αποδείχθηκε ότι τα στελέχη του Μέρντοχ είχαν διατάξει την παρακολούθηση τουλάχιστον 12.000 ανθρώπων, είχαν δωροδοκήσει τη βρετανική αστυνομία και είχαν χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που συνέλεγαν για να ασκήσουν πιέσεις ή και να εκβιάσουν ανοιχτά γνωστές προσωπικότητες. Δημοσιογράφοι λάμβαναν από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία μηχανισμούς που τους επέτρεπαν να παρακολουθούν όχι μόνο τις συνομιλίες κινητών τηλεφώνων αλλά ακόμη και τις ακριβείς θέσεις των ομιλητών.
Όσο ξετυλίγεται το κουβάρι, τόσο έρχονται στο φως πληροφορίες που συνδέουν τους βρετανικούς θεσμούς με έναν ερεβώδη υπόκοσμο. Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι αρχικά αφέθηκε να εννοηθεί, ο κατασκοπευτικός μηχανισμός της οικογένειας Μέρντοχ δεν είχε απλώς στόχο να τροφοδοτεί τις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες του ομίλου με πικάντικες ειδήσεις, αλλά να λειτουργεί σαν ένα παράλληλο σύστημα μυστικών υπηρεσιών.
Τα στοιχεία που αποδείκνυαν τη μαφιόζικη συμπεριφορά των Μέρντοχ ήταν διαθέσιμα στις αρχές εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια, αλλά δεκάδες ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, αστυνομικοί και δικαστές έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εξαφανίζουν τις σχετικές ενδείξεις. Με αυτό τον τρόπο και την αγαστή συνεργασία του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, ο Μέρντοχ είχε πλέον τη δυνατότητα να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις.
Αν η ισχύς του ήταν σχεδόν απόλυτη στη Μεγάλη Βρετανία, δεν ήταν διόλου αμελητέα και στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και την Αυστραλία, που αποτελεί και τη γενέτειρά του. Η επιρροή του ακροδεξιού δικτύου Φοξ στην αμερικανική πολιτική σκηνή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο τα τελευταία χρόνια και αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για το υπερσυντηρητικό ρεύμα του λεγόμενου Κόμματος του Τσαγιού. Το Φοξ μετατράπηκε σε ένα μηχανισμό λάσπης και παραπληροφόρησης, ο οποίος μπορεί να συγκριθεί σε χυδαιότητα με τον παπανδρεϊκό «αυριανισμό» της δεκαετίας του ’80 και σε αποτελεσματικότητα με το σύστημα προπαγάνδας του Γκέμπελς στη ναζιστική Γερμανία.
Παράλληλα, και στις τρεις χώρες που άπλωνε τα πλοκάμια της η μιντιακή αυτοκρατορία, τα μέσα του ομίλου αποτέλεσαν τους σημαντικότερους προπαγανδιστές των ιμπεριαλιστικών πολέμων για τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Κανένα άλλο συγκρότημα ενημέρωσης δεν στήριξε με τόσο πάθος τα ψευδή στοιχεία που παρουσίαζε το δίδυμο Μπους - Μπλερ για το υποτιθέμενο οπλοστάσιο του Σαντάμ Χουσεΐν. Από τις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες του ομίλου όμως ξεκινούσαν και οι δακρύβρεχτες, στημένες, ιστορίες των αμερικανών και βρετανών στρατιωτών που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της αγγλοσαξονικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων.
Από τα μέσα ενημέρωσης του Μέρντοχ ξεκινούσαν όμως και οι προτάσεις για τη δικτατορική ανατροπή των αριστερών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν φυσικά οι γνωστές προτροπές για τη δολοφονία του Ούγκο Τσάβες, που ακούγονταν χωρίς περιστροφές στο Φοξ και σε άλλα δίκτυα του ομίλου.
Σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, ο Μέρντοχ αποτελούσε τον εκπρόσωπο της πιο επιθετικής και ληστρικής μορφής του καπιταλιστικού συστήματος. Από τα τελευταία χρόνια της Θάτσερ μέχρι τις πρώτες ημέρες του Ομπάμα, ο όμιλος του Μέρντοχ λειτουργούσε σαν γραφείο Τύπου των πιο ακραίων θεωριών του νεοφιλελευθερισμού. Οι επιθέσεις ενάντια σε κάθε μορφή συλλογικής διεκδίκησης από την πλευρά των εργαζομένων έφταναν συνήθως σε επίπεδα ρατσιστικού παραληρήματος, ενώ ακόμη και ο Ομπάμα έλαβε από τους δημοσιογράφους του Μέρντοχ το παρατσούκλι «κομμουνιστής», όταν επιχείρησε να μεταρρυθμίσει το αμερικανικό σύστημα υγείας.
Οι βαθιές ρίζες της οικογένειας Μέρντοχ στην πολιτική και οικονομική ελίτ σε Λονδίνο και Ουάσινγκτον είναι αυτές που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα του προσφέρουν ασυλία, παρά το ακλόνητο κατηγορητήριο που έχει συσταθεί εναντίον του. Και μόνο το γεγονός ότι ο Σιν Χορ, ο πρώην δημοσιογράφος της εφημερίδας News of the World που έφερε στο φως τα πρώτα στοιχεία, βρέθηκε νεκρός και η αστυνομία δεν μπήκε καν στον κόπο να συνδέσει τις δύο υποθέσεις, προοιωνίζεται μια γιγαντιαία επιχείρηση συγκάλυψης. Από την προανακριτική διαδικασία προέκυπτε ότι ο Χορ είχε συγκεκριμένα στοιχεία για τη συνεργασία της αστυνομίας σε περιπτώσεις υποκλοπών και παρακολουθήσεων ενώ θα μπορούσε να εκθέσει πρώην διευθυντικά στελέχη του Μέρντοχ τα οποία τώρα βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά της βρετανικής κυβέρνησης.
Η υπόθεση μάλιστα θυμίζει την περίπτωση του επιστήμονα Ντέιβιντ Κέλι, ο οποίος βρέθηκε νεκρός λίγα 24ωρα από τη στιγμή που αμφισβήτησε την κυβερνητική γραμμή για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ. Και σε εκείνη την περίπτωση, η ειδική επιτροπή που συστάθηκε για την εξιχνίαση του θανάτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοκτόνησε, αφήνοντας με ανοιχτό το στόμα την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Είτε εκτελούνται από παρακρατικά κέντρα είτε δέχονται τέτοιες πιέσεις ώστε να οδηγηθούν στην αυτοκτονία, οι περιπτώσεις του Χορ και του Κέλι αποκαλύπτουν το φρικιαστικό πρόσωπο των βρετανικών κέντρων εξουσίας. Όταν η δύναμη των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης δεν αρκεί για τη συγκάλυψη παράνομων υποθέσεων, το ίδιο το σύστημα παρεμβαίνει σε ρόλο εκτελεστή για να κλείσει τα ενοχλητικά στόματα και να επαναφέρει τις προηγούμενες ισορροπίες.
Η αποκάλυψη των παρακολουθήσεων από τον όμιλο Μέρντοχ και οι προεκτάσεις της υπόθεσης θα μπορούσαν θεωρητικά να γκρεμίσουν το πολιτικό αλλά και το δικαστικό κατεστημένο της Μεγάλης Βρετανίας, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με την επιχείρηση «καθαρά χέρια» στην Ιταλία. Ο μέχρι στιγμής κοινοβουλευτικός έλεγχος όμως δείχνει ότι πρόκειται για μια διακοσμητική διαδικασία, με απώτερο στόχο τη συγκάλυψη των υπευθύνων και στα δύο μεγάλα κόμματα.
Συντηρητικοί, Εργατικοί όργανα του μεγιστάνα
Σε ιό που κατατρώει τα σωθικά του βρετανικού πολιτικού συστήματος μετατρέπεται η υπόθεση Μέρντοχ, καθώς τα δύο κόμματα εξουσίας εναλλάσσονταν τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στην πρωθυπουργική κατοικία αλλά και στην καρδιά του «βασιλιά» της βρετανικής ενημέρωσης.
Είναι βέβαια προφανές ότι η αυτοκρατορία του Μέρντοχ πολύ συχνά συναντούσε αντιστάσεις από τμήματα της οικονομικής ελίτ τα οποία είτε προωθούσαν διαφορετικούς πολιτικούς και επιχειρηματικούς στόχους ή απλά ανησυχούσαν για τις στρεβλώσεις που προκαλούσε στο σύστημα η συγκέντρωση τρομακτικής ισχύος στα χέρια μιας μόνο οικογένειας. Στη Βρετανία η αντιπαράθεση αυτή πήρε νέες διαστάσεις από τη στιγμή που ο Μέρντοχ αποφάσισε να πετάξει στο καλάθι των αχρήστων τον υποψήφιο των Εργατικών, Γκόρντον Μπράουν και να ρίξει όλο του το βάρος στο Συντηρητικό, Ντέιβιντ Κάμερον. Για όλη την προηγούμενη δεκαετία, ο Μέρντοχ αποτελούσε το σημαντικότερο πολιτικό στυλοβάτη του Τόνι Μπλερ, μπαινοβγαίνοντας κυριολεκτικά όποτε ήθελε στον περίφημο αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ. Η συμμαχία αυτή εξηγεί αρκετές πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων που έμοιαζαν φαινομενικά ακατανόητες. Η σκληρή κριτική, λόγου χάρη, που ασκούσε κατά διαστήματα το κρατικό BBC προς την κυβέρνηση Μπλερ αποτελούσε απάντηση στην προσπάθεια του πρώην πρωθυπουργού να συρρικνώσει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση προς όφελος των επιχειρήσεων του Μέρντοχ. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που συνέβαινε το παράδοξο ο Μπλερ και ο Μέρντοχ να χτυπούν από κοινού το BBC, το οποίο θεωρητικά βρισκόταν υπό τον πολιτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Ο όμιλος του Μέρντοχ όμως απολάμβανε και ιδιαίτερης φορολογικής ασυλίας από την κυβέρνηση Μπλερ, η οποία εξαγόραζε πολιτική στήριξη παρέχοντας φωτογραφικά προνόμια στα μέσα ενημέρωσης του ομίλου.
Η αιφνίδια στροφή του Μέρντοχ προς τους Συντηρητικούς του Ντέιβιντ Κάμερον ανατάραξε σε βάθος το πολιτικό σκηνικό στη Γηραιά Αλβιόνα δημιουργώντας νέες επιχειρηματικές και πολιτικές συμμαχίες αλλά και νέα ρήγματα. Προπομπός αυτής της στροφής υπήρξε η μετάβαση του Άντι Κούλσον από τη θέση του διευθυντή της εφημερίδας News of the World (ιδιοκτησίας Μέρντοχ) στη θέση του διευθυντή επικοινωνίας του Κάμερον. Ο Κούλσον αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο των Συντηρητικών με την οικογένεια Μέρντοχ και σύμφωνα με πληροφορίες που δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί, παρέμεινε στο μισθολόγιο του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης ακόμη και όταν μεταπήδησε στο πλευρό του Κάμερον.
Ρόλο καταλύτη στην αποκάλυψη του παράνομου δικτύου παρακολουθήσεων του Μέρντοχ έπαιξε ο πόλεμος των εκδοτικών συγκροτημάτων και κυρίως ο φόβος αρκετών παραδοσιακών μέσων για την προσπάθεια του αυστραλού μεγιστάνα να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του συνδρομητικού τηλεοπτικού δικτύου BSkyB. Μια τέτοια εξέλιξη, που προς το παρόν φαίνεται να έχει παγώσει, θα προσέφερε στον Μέρντοχ πρωτοφανή έλεγχο στο χώρο των μέσων επικοινωνίας, εκμηδενίζοντας και την επικοινωνιακή ισχύ παραδοσιακών τμημάτων της βρετανικής αστικής τάξης.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τη στιγμή που το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων κορυφωνόταν, απειλώντας να συμπαρασύρει ολόκληρο το πολιτικό οικοδόμημα, η βρετανική κυβέρνηση κατάφερε να χρησιμοποιήσει το θόρυβο προς όφελός της για να περάσει υπογείως σειρά αντιλαϊκών μέτρων. Μόνο τις τελευταίες ημέρες, όταν η υπόθεση μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των Βρετανών, η κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους ενός δισεκατομμυρίου λιρών, ενώ έκρυψε κάτω από το χαλί την είδηση για τα υπερκέρδη του τραπεζικού συστήματος και τα μπόνους των στελεχών τους που φέτος έφτασαν τα 14 δισεκατομμύρια.
Σε μια ευνομούμενη κοινωνία, οι αποκαλύψεις των τελευταίων εβδομάδων θα έπρεπε αν μη τι άλλο να είχαν θέσει σε εφαρμογή κοινοβουλευτικές διαδικασίες, για να υπάρξει πρόταση μομφής προς την κυβέρνηση. Αντιθέτως, το βρετανικό πολιτικό σύστημα και μεγάλο τμήμα των εφημερίδων είχαν το θράσος να κάνουν λόγο για «βρετανική Άνοιξη» αναφερόμενοι στο γεγονός ότι ο Μέρντοχ κλήθηκε τελικά να απολογηθεί ενώπιων ειδικής επιτροπής του βρετανικού κοινοβουλίου.