Του Γιώργου Τρικαλινού
Δεκατέσσερις μήνες κρίσης συμπληρώνονται στη σφαίρα της οικονομίας και το γεγονός αυτό έχει πυροδοτήσει ουκ ολίγα σενάρια για την αντιμετώπισή της. Συγκρούονται δύο πολιτικές, αυτή της αντιμετώπισης του φαινομένου μέσα στο πλαίσιο εξυπηρέτησης του κεφαλαίου και αυτή που θέλει να στηρίξει την εξυπηρέτηση της εργασίας.
Καταδείχθηκε ότι στη σφαίρα του κοινωνικού γίγνεσθαι τελικά η οικονομία και οι λειτουργίες της υποτάσσονται στις πολιτικές του κράτους. Για να το πούμε και αλλιώς, απεδείχθη περίτρανα ότι το κράτος όχι μόνο δεν έχει απολέσει το ρόλο του, αλλά χρησιμοποιείται για λήψη αποφάσεων και λειτουργεί πάνω από την οικονομία.
Οι όποιες πολιτικές είναι αποφάσεις που θα ληφθούν σε κρατικό επίπεδο ή τουλάχιστον θα εφαρμοστούν αφού θεσπιστούν από την κυβέρνηση με ψήφισή τους διά του μοχλού υποταγής της κοινωνίας από το κράτος. Ήδη έχουν αρχίσει να μεταφέρουν οι θεραπαινίδες της στήριξης του εκμεταλλευτικού καθεστώτος ότι όποια λαθεμένη πορεία είναι λόγω ανεπάρκειας του λεγόμενου ηγετικού «πολιτικού προσωπικού», ενώ στην ουσία είναι κρίση του συστήματος και απόφαση κατάργησης εργασιακών - συνταξιοδοτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ακόμη και τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα παραβιάζονται. Σε πολιτειακό επίπεδο π.χ. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρενέβη ανησυχώντας κατ’ αρχήν για την κρίση χρέους και «ηρέμησε» με την ψήφιση του Mεσοπρόθεσμου, του Καιάδα για μας των εργασιακών - συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μας. Αυτό δείχνει, επιπλέον, την υπερίσχυση του πολιτικού στη στήριξη αντιλαϊκών μέτρων, πέρα από το ότι καταδεικνύει αντιδημοκρατική έως και αντισυνταγματική συμπεριφορά. Επιπλέον, έχουμε και τη δικαιοσύνη, η οποία συμμετέχει στην εκδήλωση λύσης στο πλαίσιο του κεφαλαίου αναγορεύοντας το Μνημόνιο συνταγματικό.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες της οικονομικής κρίσης, γιατί ούτως ή άλλως έχουν γραφτεί αρκετά και σε μεγάλη έκταση, που πια τείνουν να γίνουν κτήμα του κάθε πολίτη. Θα σταθώ όμως στο πολιτικό επίπεδο του ζητήματος: Έχουμε λοιπόν ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και του Εφαρμοστικού νόμου, όπου έχουμε πλήρη υποστήριξη των δύο κομμάτων κυβερνητικής ευθύνης. Έχουμε πλήρη ταύτιση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας! Καταστρατήγηση ακόμα και δημοκρατικών κανόνων. Η ψήφος των βουλευτών έχει νόημα μόνο όταν επικυρώνει τις εντολές των Βρυξελλών.
Άλλωστε η μοναδική «ορθή» απόφαση είναι αυτή της υλοποίησης των αποφάσεων της ΕΕ των τραπεζών. Αντίθετη άποψη σημαίνει, απλώς, ότι εσύ που την αρθρώνεις έχεις στην καλύτερη περίπτωση λάθος ή σε άλλη εκδοχή προτείνεις να χορέψουμε το χορό του Ζαλόγγου (Πρετεντέρης προς Λαπαβίτσα).
Επιχειρούν να χαρακτηρίσουν τα αντιλαϊκά μέτρα, την υποταγή τους ως εθνική πολιτική διά μέσου της οποίας θα σώσουν τη χώρα. Και εδώ αν σταθούμε, θα δούμε πως μιλάνε για έννοιες που εξυπηρετούν τα κερδοσκοπικά συμφέροντα των τραπεζών και των τοκογλύφων και δεν μιλούν για τις λαϊκές ανάγκες. Ανάγουν τις απαιτήσεις του κεφαλαίου σε εθνικό ζήτημα και προτείνουν λύσεις που τα βάρη φορτώνονται στις εργαζόμενες μάζες: Εμείς εμμένουμε στη ρήση «ό,τι είναι λαϊκό είναι εθνικό».
Καταργούν τα κοινωνικά αγαθά και με θρασύτητα μιλούν για ανταγωνιστικότητα, αναγορεύουν την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας σε αξιοποίηση, χωρίς βέβαια να μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν σε ποια κατεύθυνση γίνεται η αξιοποίηση αυτή. Την ανάγκη για μια καλύτερη ζωή του λαού την αγνοούν και υιοθετούν την ανάγκη να υπηρετήσει ο λαός τα συμφέροντα του κεφαλαίου, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από τις πολιτικές της «τρόικας».
Ευτελίζουν αξίες, θεσμούς και προσωπικότητες. Το περίεργο και ταυτόχρονα δυστύχημα είναι ότι βρίσκονται πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν αυτές τις πολιτικές. Την πτώχευση του λαού, το ξεπούλημα της χώρας, με το Ταμείο Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας.
Υπάρχει όμως και το φαινόμενο της Αριστεράς που έτσι κι αλλιώς εκφράζει την πρόοδο. Διχασμένη απαντά στην ολομέτωπη επίθεση των καπιταλιστών και υποτακτικών τους. Ανήμπορη να βρει, κατά την ταπεινή μου κρίση, κοινό τόπο για δράση για να αντιμετωπισθεί αυτή η τρομακτική αντιλαϊκή επίθεση με στόχο την ανατροπή της κατ’ αρχήν και σε συνέχεια ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Παρατηρήθηκε το γεγονός να «πάλλεται» η Αθήνα και όλοι εμείς να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε στην από κοινού δράση.
Μπαίνουν λοιπόν βασικά ερωτήματα. Είμαστε ανεπαρκείς να απαντήσουμε ή έχουμε γίνει μέρος του συστήματος; Φοβόμαστε τις μάζες και τις θέλουμε κι εμείς να υιοθετούν τις σωτήριες προτάσεις μας ή θα πρέπει να βρούμε τρόπους και δρόμους αφύπνισης και δράσης για ανατροπή και ρήξη;
Είναι δυνατόν να παραιτείται ο πρωθυπουργός της υποταγής κι αυτό να μην μπορούμε να το αξιοποιήσουμε υπέρ των λαϊκών συμφερόντων; Μήπως είμαστε μόνο για παρελάσεις; Αλήθεια, πότε θα μπορέσουμε μέσα και μαζί με τις λαϊκές μάζες να σφυρηλατήσουμε κοινή δράση για εξυπηρέτηση λαϊκών συμφερόντων;
Η φερεγγυότητα των προτάσεών μας θα κριθεί όχι από το τι λέμε όσο από τη δράση μας. Κριτήριο νομίζω ότι πρέπει να είναι ενωτικά θεωρία και πράξη. Να αποδεικνύεται ότι είμαστε διατεθειμένοι να λειτουργήσουμε επαναστατικά και όχι κυβερνητικά.
Εμείς προτείνουμε: Άρνηση πληρωμής του χρέους. Έξοδο από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Έτσι είναι αναγκαίο και επιβεβλημένο να ορισθεί και το περιεχόμενο δράσης μας, τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία. Να ορίσουμε και να προτείνουμε στις λαϊκές, εργαζόμενες μάζες, το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, στηριγμένο στην ικανοποίηση λαϊκών αναγκών.