Του Φάνη Παπαδάτου
Σε κομβικό σημείο έφθασε η κρίση
ΣΑΡΩΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Η καινούργια συμφωνία των Βρυξελλών και η επιλεκτική χρεοκοπία της χώρας, ύστερα από την ψήφιση του Mεσοπρόθεσμου ήρθαν να επιβεβαιώσουν εκ νέου τόσο την αποτυχία του αρχικού μνημονίου όσο και της αστικής τάξης. Σε ό,τι αφορά δε την υπόλοιπη Ευρώπη, επιβεβαίωσε ότι η κρίση της ευρωζωνης έχει πλέον φτάσει σε κομβικό σημείο.
Αυτό γιατί η κρίση της ευρωζώνης συνεχίζει να διευρύνεται μετά την πρόσφατη ένταξη και της Πορτογαλίας στο μηχανισμό στήριξης, αλλά και με την Ισπανία και εσχάτως την Ιταλία να έχει καταστεί σαφές ότι κινδυνεύουν, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες δυσκολίες και διλήμματα για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Στο πλαίσιο της χώρας μας ομολογείται πλέον από εχθρούς και φίλους πως η επιβολή των περιορισμών του αρχικού Mνημονίου, έχουν οδηγήσει την οικονομία σε έναν άνευ προηγουμένου για την μεταπολεμική ιστορία της χώρας, κύκλο ύφεσης και ανεργίας και έτσι, η πολιτική του Mνημονίου οδηγήθηκε σε παταγώδη αποτυχία και εκ των πραγμάτων έχασε κάθε νομιμοποίηση στα μάτια του λαού. Πιο συγκεκριμένα, από την αρχή της συμφωνίας, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ μειώθηκε περισσότερο από 4% και μάλιστα για δεύτερο συνεχόμενο έτος, αφού το 2009 είχε υποχωρήσει κατά 2,3%. Όμως και το 2011 εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η υποχώρηση του ΑΕΠ, με ρυθμό που δεν θα είναι μικρότερος του 3%.
Περαιτέρω, τόσο η κρίση της ελληνικής οικονομίας, όσο και η κρίση της ευρωζώνης, πρέπει να καταστεί σαφές ότι αποτελούν συνέχεια και συνέπεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009, όταν αυτή μετατράπηκε σε δημοσιονομική. Η ίδια η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 αποτελεί με τη σειρά της τη συνέχεια και κορύφωση μια ολόκληρης σειράς χρηματοπιστωτικών κρίσεων που από την κρίση του αμερικανικού χρηματιστηρίου του 1987 και μετά εκδηλώθηκαν με ασυνήθιστη συχνότητα (κρίση μεξικανικού πέσο, ασιατική κρίση, κρίση του ρωσικού ρουβλίου, κρίση της Αργεντινής). Όλες δε οι παραπάνω κρίσεις πρέπει να τονιστεί ότι έχουν τη βαθύτερη ρίζα τους στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973 και τα προβλήματα κερδοφορίας που αυτή έφερε στο σύγχρονο καπιταλισμό. Με άλλα λόγια, η βαθύτερη αιτία και των σημερινών κρίσεων βρίσκεται στο γεγονός ότι από το 1973 και μετά, η κερδοφορία του κεφαλαίου αν και ενισχύθηκε, ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει τα προ του 1973 επίπεδά της. Αυτό έδωσε αφορμή για μια σειρά από σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να μπορούν να εξασφαλίσουν στον καπιταλισμό μια νέα εποχή υψηλής και ανερχόμενης κερδοφορίας. Ο σαρωτικός μετασχηματισμός του καπιταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι γεννιέται, διαπερνάται και κυρίως κλονίζεται από έναν κύκλο μιας ανώτερης ιστορικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος που εκδηλώνεται σε πρωτόλειες ακόμα μορφές, παρόλο το βάθος της διαδικασίας του καπιταλιστικού μετασχηματισμού. Όμως παράλληλα, η κρίση του 2007-2009 ή η συνέχειά της στο πλαίσιο της κρίσης κρατικών χρεών της ευρωζώνης, μέρος της οποίας είναι και η ελληνική κρίση ή η δεύτερη παγκόσμια ύφεση μετά το 2007-2009 που έχει ήδη αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στον ορίζοντα, δεν σημαίνουν αναγκαστικά ότι οδηγούμαστε σε κάποια τελική μορφή κρίσης ή μια γραμμικά αναπόφευκτη κατάρρευση του συστήματος. Κάθε άλλο. Στον καπιταλισμό μόνιμες κρίσεις δεν υπάρχουν και αργά ή γρήγορα τόσο η τρέχουσα όσο και οι μελλοντικές κρίσεις μπορεί να ξεπερνιούνται, όχι όμως χωρίς κοινωνικό κόστος και τεράστιες συνέπειες μακροπρόθεσμα.
H τρέχουσα παγκόσμια κρίση (μέρος της οποίας είναι και η ελληνική) έχει δομικό χαρακτήρα και γι’ αυτό είναι κρίση ιστορικών διαστάσεων με την πολύ συγκεκριμένη έννοια ότι αποτελεί ουσιαστικά έκφραση της εντεινόμενης σύγκρουσης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Η αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις μπορεί να υπάρχει και να οξύνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας το καπιταλιστικό σύστημα σε νέες ποιοτικές βαθμίδες αντιδραστικής ανάπτυξής του, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα νέες ανώτερες βαθμίδες ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και εν δυνάμει κλονισμού της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Έκφραση αυτής της όξυνσης των παραπάνω αντιθέσεων αποτελεί και η πολιτική του Mνημονίου, σαν προσπάθεια της άρχουσας τάξης να ξεπεράσει προς όφελός της και σε βάρος των εργαζομένων την τρέχουσα κρίση. Όπως όμως επισημάνθηκε, αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να επιλυθούν πλήρως στο πλαίσιο του καπιταλισμού και περιοδικά κάνουν την εμφάνισή τους με νέα ένταση. Έτσι, ισχυριζόμαστε ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή μετάβασης είτε στην κατεύθυνση μιας νέας επαναστατικής κοινωνίας προς τον κομμουνισμό της εποχής μας, στο πλαίσιο της οποίας θα λυθούν με αποτελεσματικό τρόπο οι παροξυσμένες κοινωνικές αντιφάσεις του σήμερα, είτε στην κατεύθυνση μιας νέας άνευ προηγουμένου περιόδου οπισθοδρόμησης και κοινωνικής βαρβαρότητας. Ιδιαίτερα, καθώς σήμερα ο καπιταλισμός έχει καταστεί σαφές ότι βρίσκεται στο καθοδικό σκέλος ενός μακρού κύματος καπιταλιστικής συσσώρευσης. Σε μια περίοδο όπου η ανάπτυξη θα βαίνει φθίνουσα, και η ανεργία και τα κοινωνικά προβλήματα θα πολλαπλασιάζονται, καθώς τα κρισιακά φαινόμενα θα κάνουν ολοένα και συχνότερα την εμφάνισή τους.
Αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες όμως δεν γίνονται εύκολα και άμεσα αντιληπτές από τους εργαζόμενους, ο λεγόμενος υποκειμενικός παράγοντας δεν εμφανίζεται το ίδιο ώριμος με τις αντικειμενικές συνθήκες ώστε να αντιληφθεί τη νέα πραγματικότητα, τους περιορισμούς αλλά και τις δυνατότητες και να δράσει αναλόγως. Για να γίνει αυτό απαιτείται οργανωμένη ιδεολογική παρέμβαση με συνέπεια, υπομονή και επιμονή. Αυτό μας φέρνει στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί και ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα για να γίνουν πιο κατανοητά και τα παραπάνω, καθώς η όχι ξεκάθαρη και θολή αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού από τους εργαζόμενους, ήταν που έδωσε την ευκαιρία στο σημερινό πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, υποσχόμενος ότι «λεφτά υπάρχουν», να κερδίσει με μεγάλη διαφορά τις εκλογές του 2009, οδηγώντας το λαό και τους εργαζόμενους στο σφαγείο της τρόικας με το λεγόμενο Mνημόνιο. Έκτοτε, η κυβέρνηση Παπανδρέου με την έμμεση στήριξη του πολιτικού συστήματος, συνεχίζει να προσπαθεί να επιβάλλει στον ελληνικό λαό τα μέτρα του Mνημονίου, άλλοτε χρησιμοποιώντας την προσφιλή της μέθοδο της ανοικτής εξαπάτησης, άλλοτε τη μέθοδο του μαστιγίου και του καρότου και άλλοτε απλώς με απροκάλυπτη βία.
Περαιτέρω, η κατάσταση έχει περιπλακεί περισσότερο εξαιτίας της πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας διάστασης της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Η ελληνική κρίση κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να εξετάζεται σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο της κρίσης της ΕΕ και όχι όπως αποπροσανατολιστικά προσπαθούν να μας πείσουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ως κρίση κατά βάση της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι δομικές ανισσοροπίες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας δεν έπαιξαν ρόλο.
Παρόλ’ αυτά, η ελληνική κρίση αποτελεί πρόβλημα για τους Ευρωπαίους δανειστές μας και όχι μόνο, στο μέτρο που τυχόν άστοχες επιλογές θα μπορούσαν να επιδεινώσουν και να θέσουν εκτός ελέγχου το ευρύτερο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Η αποτυχία του ελληνικού Mνημονίου αποτελεί ένα τέτοιο πρόβλημα, ιδιαίτερα καθώς καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα δεν θα κατορθώσει να αφιχθεί στο «λιμάνι» της τελικής φάσης της ελεγχόμενης χρεοκοπίας της το 2013-14, όπου υποτίθεται ότι τελειώνει το πρόγραμμα προσαρμογής των 110 δισ. ευρώ και αναλαμβάνει το διαλυτήριο χωρών του μόνιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης. Τότε θα μπορούσε να λήξει και ο συναγερμός για τους δανειστές μας, αφού η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και η χρεοκοπία της χώρας θα έχει γίνει με τον πλέον συμφέροντα και ακίνδυνο τρόπο γι’ αυτούς. Αυτό γιατί στο μεταξύ θα έχουν λεηλατήσει τη χώρα εισπράττοντας τοκογλυφικούς τόκους, στίβοντας τον ελληνικό λαό με την υπέρογκη φορολογία και λεηλατώντας τα περιουσιακά στοιχεία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας.
Παράλληλα, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα έχουν μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα απελπισμένων ανθρώπων, χωρίς δικαιώματα, έτοιμων να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη έναντι πινακίου φακής, εξασφαλίζοντας φθηνό εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση. Αυτό όμως δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη πριν από την κρίση χρέους που άρχισε με το τέλος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009, βρισκόταν σε εξέλιξη μια σημαντική για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο προσπάθεια, η λεγόμενη «στρατηγική της Λισαβόνας» που σκοπό είχε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ έναντι των ανταγωνιστών της και κυρίως των ΗΠΑ και της Kίνας. Η κρίση κρατικών χρεών της Ελλάδας λειτούργησε ως ευκαιρία για την ανανέωση της παραπάνω στρατηγικής, που προορίζεται για το σύνολο της ευρωζώνης, με πρώτο υποψήφιο πειραματόζωο, δυστυχώς τον ελληνικό λαό. Υπενθυμίζουμε, ότι βασικό συστατικό των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών που προβλέπει το Mνημόνιο είναι η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας και τα ασφαλιστικά δικαιώματα, ώστε αυτές να καταστούν ευέλικτες.
Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η προοπτική που χωρίς κανέναν ενδοιασμό και εντελώς συνειδητά συμφωνούν τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η κυρίαρχη μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου, καθώς προτιμούν η αναδιάρθρωση να γίνει το 2013, εντός του μόνιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης που ελπίζουν ότι μέχρι τότε θα έχει στηθεί. Κάτι τέτοιο, οι κύκλοι του οικονομικού κατεστημένου της χώρας θεωρούν πως με τα σημερινά δεδομένα εξασφαλίζει γι’ αυτούς το μικρότερο δυνατό κόστος έναντι του μεγαλύτερου δυνατού οφέλους, που είναι η πάση θυσία παραμονή στο ευρώ και το σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Τόσο το αστικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση) όσο και η άρχουσα τάξη, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό θα καταφέρουν να ρίξουν ολοκληρωτικά το βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους και με τη θυσία της δημόσιας περιουσίας και των λιγότερο ισχυρών κεφαλαίων, θα προστατέψουν στο μέτρο του δυνατού τα συμφέροντα της κυρίαρχης μερίδας του ελληνικού κεφαλαίου. Αυτή είναι η λογική της οργανωμένης χρεοκοπίας μιας χώρας, που από ό,τι φαίνεται θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στη χώρα μας. Ως οργανωμένη χρεοκοπία δηλαδή μπορεί να οριστεί η μεταφορά του εταιρικού πτωχευτικού δικαίου στο επίπεδο του έθνους - κράτους. Η νομολογία του εταιρικού πτωχευτικού δικαίου επιδιώκεται ουσιαστικά να αντικαταστήσει το δημόσιο διεθνές δίκαιο που διέπεται από την αρχή της κρατικής κυριαρχίας.
Βέβαια, αυτοί οι υπολογισμοί της ελληνικής άρχουσας τάξης, η οποία αφελέστατα θεώρησε ότι θα μπορούσε για μια ακόμα φορά στην ιστορία της να αξιοποιήσει τη σχέση της με τον ξένο παράγοντα για να επιβληθεί στο εσωτερικό, γίνονται χωρίς τον «ξενοδόχο» και κατά τη γνώμη μας είναι απολύτως ουτοπικοί. Αυτή τη φορά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά εξαιτίας του ευρύτερου και πανευρωπαϊκού χαρακτήρα της κρίσης αλλά και των ανταγωνισμών των ισχυρότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στα υπόλοιπα κέντρα του ιμπεριαλισμού (ΗΠΑ, Κίνα). Η ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της μπορεί να προτιμά η αναπόφευκτη χρεοκοπία της χώρας να γίνει οργανωμένα, το 2013, καθώς εκτιμά εντελώς λανθασμένα ότι έτσι θα αποφύγει την αποβολή της από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, γεγονός που θεωρεί ότι θα συμβεί στην περίπτωση που η ελληνική χρεοκοπία θα γίνει άτακτα. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και το σκεπτικό με το οποίο κινούνται οι δανειστές, που κατά κύριο λόγο είναι οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ, ή ότι θα τηρήσουν οποιαδήποτε συμφωνία από τη στιγμή που η διαδικασία της οργανωμένης χρεοκοπίας θα έχει ολοκληρωθεί.
Η απομάκρυνσή μας τότε από το ευρώ θα μπορεί να επιβληθεί πάρα πολύ εύκολα και ανά πάσα στιγμή, στη βάση μια απλής όσο και ψυχρής ανάλυσης κόστους οφέλους. Οι συνέπειες για την ελληνική οικονομία τότε θα είναι τραγικότατες και αφού η χώρα θα έχει προηγουμένως υποστεί οργανωμένη χρεοκοπία, μη αναστρέψιμες. Οι ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ ευχαρίστως θα έδιωχναν την Ελλάδα (αλλά ας μην γελιόμαστε, το ίδιο ισχύει και για τους άλλους «προβληματικούς» μετά το πέρας της οργανωμένης χρεοκοπίας τους) αν αυτό:
Πρώτο, τους διευκολύνει στη γενικότερη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης και στη διάσωση του ευρώ, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, καθώς τους είναι απολύτως απαραίτητο όσο και αναντικατάστατο εργαλείο, στον ανταγωνισμό τους με τα άλλα κέντρα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Ιδιαίτερα καθώς η κρίση της ευρωζώνης έχει την τάση να επεκταθεί και να επιδεινωθεί.
Δεύτερο, αν οδηγήσει στη δημιουργία ενός δεύτερου, εφαπτόμενου στο σκληρό πυρήνα του ευρώ και απολύτως εξαρτώμενου από αυτόν, οικονομικά και πολιτικά, κύκλου χωρών (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, ίσως ακόμα και Ισπανία στην πιο φιλόδοξη εκδοχή) εξασφαλίζοντας έτσι για τις ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ, την επωφελή γι’ αυτές συνέχεια της ήδη δεσπόζουσας παρουσίας τους σε αυτές της οικονομίες και τη συνέχιση του ξεζουμίσματός τους.
Πλευρές του σχεδίου βιώσιμης εξόδου από το ευρώ
Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ
Όπως καθίσταται σαφές από τα παραπάνω, στην πραγματικότητα, η οργανωμένη χρεοκοπία της χώρας μέσα στο ευρώ, η οποία έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι απείρως χειρότερη μορφή χρεοκοπίας για μια χώρα σαν την Ελλάδα, σε σχέση με μια «άτακτη χρεοκοπία» ή πιο σωστά, με μια χρεοκοπία με την πρωτοβουλία του δανειζομένου υπό την ηγεμονία του λαϊκού κινήματος. Αυτό οφείλεται στο ότι τα προβλήματα της ύφεσης σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι μόνιμα.
Σε αντίθεση, στη χρεοκοπία με την πρωτοβουλία του δανειζομένου, τα προβλήματα της ύφεσης, μπορεί με κατάλληλους χειρισμούς να έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Ειδικότερα, μια έξοδος της χώρας από το ευρώ με οποιονδήποτε τρόπο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα είναι επώδυνη. Εάν δε η χώρα έχει προηγουμένως υποστεί οργανωμένη χρεοκοπία του τύπου που περιγράψαμε (πώληση δημόσιας περιουσίας, κατεδάφιση κοινωνικού κράτους, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και εργατικών δικαιωμάτων) η απώλεια στο ΑΕΠ θα είναι μόνιμη. Αντίθετα, στην περίπτωση της εξόδου από το ευρώ, με την πρωτοβουλία των δανειζομένων και του λαϊκού κινήματος, παρά το γεγονός ότι η αρχική απώλεια στο ΑΕΠ θα είναι του ίδιου μεγέθους, δεν είναι απαραίτητο να είναι και μόνιμη, αφού με κατάλληλους χειρισμούς οι απώλειες του ΑΕΠ μπορεί να έχουν προσωρινό μόνο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται σαφές ότι οφείλουμε να αποφύγουμε κατ’ αρχήν την οργανωμένη χρεοκοπία. Επιπλέον, καθώς το πρότυπο της νέας ελληνικής οικονομίας των δεκαετιών του 1990 και 2000, έχει πλήρως αποτύχει, οφείλουμε να επιδιώξουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας.
Εκτιμούμε ότι για τους λόγους που αναλύσαμε επαρκώς προηγουμένως, ούτε η αποφυγή της οργανωμένης χρεοκοπίας της χώρας αλλά ούτε και η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας μπορούν να γίνουν στο πλαίσιο της ΕΕ και συνεπώς και του ευρώ. Απαιτείται η παύση πληρωμών έναντι των δανειστών με την πρωτοβουλία του δανειζομένου και η ταυτόχρονη έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ για να υπάρξουν επαρκείς βαθμοί ελευθερίας στο επίπεδο του εθνικού κράτους, δηλαδή πλήρης αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας, ώστε να ασκηθούν κατάλληλες πολιτικές προς το σκοπό της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο βιώσιμης εξόδου της χώρας από το ευρώ μπορεί να περιλαμβάνει:
Πρώτο, την άρνηση του εξωτερικού χρέους που θα απαλλάξει τη χώρα από τη δαμόκλειο σπάθη του χρέους αυτού μέσα από την πάλη του λαϊκού κινήματος. Δεύτερο, την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων, ώστε να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό. Τρίτο, την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που ούτως η άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το κράτος) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευσή του και να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Τέταρτο, τη δημιουργία ενός πραγματικού συστήματος προοδευτικής φορολογίας, έτσι ώστε να τονωθεί η ζήτηση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων και να ενισχυθεί η οικονομία με το ταυτόχρονο κυνήγι της φοροδιαφυγής και ιδιαίτερα αυτών που καμιά κυβέρνηση δεν αγγίζει (των μεγάλων επιχειρήσεων και ευπόρων στρωμάτων) ώστε να εξευρεθούν πόροι που θα κατευθυνθούν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Πέμπτο, την άσκηση κατάλληλης συναλλαγματικής πολιτικής, ώστε να διευκολυνθεί η εμπορική ανταγωνιστικότητα σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις, ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης.
Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης τη βιομηχανική και παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας. Ιδιαίτερα καθώς το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης θα στηρίξει αρχικά τους υπάρχοντες κλάδους, στη συνέχεια θα προχωρήσει στην αναγέννηση παλαιών και θα δημιουργήσει νέους κλάδους παραγωγής.
ΣΟΒΑΡΟΙ ΚΛΥΔΩΝΙΣΜΟΙ
Οι πάνω δεν μπορούν και οι κάτω δεν θέλουν
ΟΡΓΑΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας που τείνει να διαμορφωθεί στη χώρα, η ελληνική κοινωνία, χάρη στη δυναμική της κρίσης, βρίσκεται πλέον σε μια κατάσταση όπου ουσιαστικά «οι πάνω» δεν μπορούν πλέον να κυβερνούν με τον παλαιό τρόπο και «οι κάτω» δεν θέλουν να κυβερνιούνται με τον παλαιό τρόπο. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στο πλαίσιο του κινήματος των «αγανακτισμένων» και στο σοβαρό κλυδωνισμό που αυτό προκάλεσε πρόσφατα στην ελληνική κυβέρνηση. Το ΔΝΤ σε μια σειρά από κείμενά του δεν παύει να θεωρεί την κρίση σαν ευκαιρία. Έχει δίκιο. Όντως η κρίση είναι ευκαιρία αλλά όχι μόνο για την άρχουσα τάξη και το διεθνοποιημένο υπερεθνικό κεφάλαιο, αλλά και για την ανασυγκρότηση του μαζικού εργατικού κινήματος και την ανατροπή του υπάρχοντος αρνητικού σε βάρος των εργαζομένων συσχετισμού δυνάμεων.
Το ξεσκέπασμα των μηχανισμών εκμετάλλευσης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (ΔΝΤ, ΕΕ, ευρώ) αλλά και η ιδεολογική αποδόμηση τόσο της κυριαρχίας όσο και της λογικής των λεγόμενων αγορών, πάνω στην οποία τα τελευταία 20 χρόνια έχει στηριχθεί η πολιτιστική κυριαρχία του καπιταλισμού και εκφράζεται κυρίως μέσα από τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλφιλελευθερισμού, διευκολύνει περισσότερο παρά ποτέ την προσπάθεια ανασυγκρότησης του μαζικού εργατικού κινήματος, σε νέες πιο στέρεες σε σχέση με το παρελθόν βάσεις.
Επιπλέον, η τρέχουσα κρίση δίνει την ευκαιρία βαθύτερου κλονισμού των λεγομένων αστικών θεσμών, καθώς η κρίση οδηγεί στο ξεσκέπασμα του πραγματικού τους ρόλου και των ταξικών συμφερόντων που σε τελική ανάλυση εξυπηρετούν. Είναι χαρακτηριστικός εδώ ο ρόλος του κοινοβουλίου και ο ξεπεσμός του θεσμού αυτού στα μάτια του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα δε όταν κόμματα με πολύ διαφορετικές υποτίθεται πολιτικές αφετηρίες στοιχίζονται στην παροχή τόσο άμεσης (ψήφιση του Mνημονίου και Mεσοπρόθεσμου) όσο και έμμεσης (σύγχυση και διάσπαση του εργατικού και του μαζικού λαϊκού κινήματος, κομματικός συνδικαλισμός) στήριξης στην πολιτική της άρχουσας τάξης με τρόπους που τώρα πια γίνονται πολύ πιο εύκολα αντιληπτοί από τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων σε σχέση, ακόμα και με το πολύ πρόσφατο παρελθόν.
Απέναντι σε αυτή τη «Δημοκρατία», το λαϊκό μαζικό εργατικό κίνημα πρέπει και μπορεί να στηρίζεται στη δημοκρατία των εργαζομένων στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου ταξικού εργατικού κινήματος με εργατικά συνδικάτα, όπου θα κυριαρχούν οι διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, η αυτενέργεια των μελών και οι συμμετοχικές διαδικασίες πέρα από λογικές ανάθεσης των ευθυνών στους λίγους, εκλεκτούς ή στους «ικανούς» που είναι η ρίζα του εργατοπατερισμού αλλά και κάθε αντιδημοκρατικής εκτροπής. Για να το πούμε πιο πολιτικά, αυτό το κίνημα θα οικοδομήσει τα δικά του όργανα εργατικής πάλης, ανεξάρτητα και σε σύγκρουση με τους αστικούς θεσμούς και το κράτος. Επί της ουσίας, θα πρόκειται για τη δημιουργία εμβρυακών οργάνων δυαδικής εξουσίας, που σκοπό θα έχουν να οργανώνουν την πάλη για την επιβολή τακτικών ρηγμάτων από την πλευρά των εργαζομένων.
Γίνεται λοιπόν σαφές ότι από εδώ και πέρα η συνδυασμένη πάλη για την επίτευξη τακτικών ρηγμάτων τόσο στο επίπεδο της μεταβολής της σχέσης μισθών - κερδών όσο και στο επίπεδο των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης σε εθνικό - διεθνικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο της πολιτιστικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης (λογική της αγοράς, αστικοί θεσμοί που λειτουργούν στη λογική μιας «δημοκρατίας» της ανάθεσης και της απόστασης από το λαό, απόσταση που εκφράζεται ακόμα και με αντιδημοκρατικές εκτροπές στις «δύσκολες ώρες») είναι απολύτως αναγκαία όσο και εφικτή, τόσο για την υπεράσπιση των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο με τη βελτίωση του συσχετισμού, όσο και για την ενίσχυση του υποκειμενικού παράγοντα και την ενίσχυση της συνειδητοποίησης ότι οι βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού είναι άλυτες και ότι καθώς μέσα από τον παροξυσμό τους οδηγούν στη βαρβαρότητα, στρατηγικά, η μόνη εναλλακτική λύση είναι η επίλυση αυτών των αντιφάσεων στο πλαίσιο μιας νέας επαναστατικής κοινωνίας προς τον κομμουνισμό της εποχής μας.