Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΝΕΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ: Ψωμί, δημοκρατία, απελευθέρωση


Αντικαπιταλιστική απάντηση στο σύγχρονο «εθνικό και δημοκρατικό ζήτημα»
Πολιτική Επιτροπή

Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής του Νέου Αριστερού Ρεύματος συζητήθηκε το σύγχρονο «δημοκρατικό και εθνικό ζήτημα» και το πώς εντάσσεται στο συνολικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό αγώνα.



 Παραθέτουμε βασικά σημεία από την απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής.

Βρισκόμαστε σε μια νέα κατάσταση: Με το άρθρο 14.5 της δανειακής συνθήκης για το πρώτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνομολόγησε ότι «ο δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία». Σύμφωνα μάλιστα με το σημείο 11 του Υποδείγματος Νομικής Γνωμοδότησης, «ούτε ο δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας». Με λίγα λόγια, απόλυτη παράδοση και ξεπούλημα στους δανειστές (τράπεζες, κράτη, ΕΚΤ, ΔΝΤ)! Αυτό αποτελεί μια τομή, ακόμα και στο πλαίσιο της άνισης αλληλεξάρτησης του διεθνούς πλέγματος, σε ό,τι αφορά την εκχώρηση, σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, ενός μέρους των κυριαρχικών δικαιωμάτων για αποφάσεις στη χάραξη - άσκηση οικονομικής - κοινωνικής πολιτικής από το εθνικό αστικό κράτος. Μια «εκχώρηση» που συνοδεύει τη συμμετοχή σε καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Στο πλέγμα της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης», είχε σηματοδοτηθεί ισχυρά ήδη από την ψήφιση του Μάαστριχτ και τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και σφραγίζεται πάντα από τους συσχετισμούς δύναμης και την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη.
Υπάρχει, λοιπόν, θέμα σχέσης εθνικού - διεθνικού, που έρχεται από το παρόν και το μέλλον της ταξικής πάλης και η Αριστερά και το κίνημα οφείλουν να το αντιμετωπίσουν, με εργατικούς, αντικαπιταλιστικούς και διεθνιστικούς όρους. Στη σημερινή περίοδο, βέβαια, τουλάχιστον για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ζήτημα εθνικής ολοκλήρωσης ή αυτοδιάθεσης. Ωστόσο, ανακύπτει σαφώς «εθνικό ζήτημα» με σύγχρονους όρους που συνδέονται με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, την καπιταλιστική διεθνοποίηση, τις ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ, τη δράση των πολυεθνικών και των τραπεζών, τη λειτουργία οργανισμών όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, τους ανταγωνισμούς και την ανισόμετρη ανάπτυξη σε περιβάλλον κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, μεγαλώνει η ανισοτιμία του ελληνικού καπιταλισμού, που ανήκει στη δεύτερη ταχύτητα του διεθνούς πλέγματος του κεφαλαίου, στις σχέσεις αλληλεξάρτησης ειδικά με τις ηγεμονικές ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της πρώτης ταχύτητας. Η τάση αυτή εκδηλώνεται με μηχανισμούς μεγιστοποίησης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, π.χ. διά των ειδικών ζωνών επενδύσεων, ευρωεποπτείας - οικονομικής δυναστείας, αφαίμαξης δημόσιου πλούτου και ενεργειακών δυνατοτήτων και εγκαθίδρυσης καθεστώτος νεοαπολυταρχικής επιβολής του κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί σοβαρά εμπόδια και περιπλοκές στο «έθνος των εργαζομένων», στον καθημερινό του αγώνα και κυρίως, για την πραγματοποίηση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης σε μια χώρα.
Η πρώτη μεγάλη αντιδραστική τομή αφορά στο βάθεμα της μεταφοράς των διαδικασιών λήψης των κρίσιμων αποφάσεων σε υπερεθνικά αστικά κέντρα αποφάσεων (ΕΕ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, G20, τραπεζικά και επιχειρηματικά λόμπι) που επηρεάζονται όλο και λιγότερο από την πολιτική διαπάλη σε εθνικό επίπεδο, καθώς ο λαϊκός παράγοντας συγκροτείται και παλεύει καθοριστικά στο εθνικό πεδίο. Η δεύτερη τομή αφορά στην αντιδραστική μετάλλαξη των αστικών θεσμών σε εθνικό επίπεδο. Με σχετική κατάργηση κάθε δευτερεύοντος κοινωνικού στοιχείου της κρατικής δομής, καθώς και στοιχείων πολιτικής δημοκρατίας, προς όφελος μιας αντιδραστικής αυταρχικής θωράκισης. Η τρίτη τομή αφορά τις στρατηγικές κατευθύνσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης: Tην εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, την αναζήτηση επικερδών πεδίων τοποθέτησης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, την αναβάθμιση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των έμμεσων μηχανισμών εκμετάλλευσης.

Οι τάσεις αυτές είναι εγγενείς στην πορεία ανάπτυξης και κρίσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η περιστολή της δημοκρατίας, οι ανταγωνισμοί και η ανισόμετρη ανάπτυξη, η συντριβή των πιο αδύναμων (εργαζόμενων, εθνών, κεφαλαίων) και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, αποτελούν «τρόπο ζωής» του κεφαλαίου και επιβάλλονται ιδιαίτερα από τις ηγεμονικές καπιταλιστικές μερίδες και χώρες, αποτελώντας πλευρές της αστικής προσπάθειας απάντησης στην κρίση. Οι αντιδραστικές αυτές τάσεις, διεκδικούν να αφαιρέσουν το ζωτικό και καθοριστικό πεδίο στο οποίο διαμορφώνεται η εργατική πολιτική και επιβάλλεται η λαϊκή θέληση, που είναι το εθνικό πεδίο. Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε πως η πορεία προς τον περιορισμό των λαϊκών ελευθεριών και τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με συμβολική έκφραση και την είσοδο των ακροδεξιών του ΛΑΟΣ στη κυβέρνηση, δεν έρχεται «από το παράθυρο», από τη δράση κάποιου σκοτεινού μηχανορράφου παρακράτος, αλλά «από την πόρτα». Κοινοβουλευτικά, θεσμικά, με γραβάτα και με την ευλογία της ΕΕ.

Ανατρέπεται η ευρύτατα διαδεδομένη φαντασίωση, ακόμη και στην Αριστερά, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η συμμετοχή στην ΕΕ θα σαρώσει την τάση προς τη δικτατορική μορφή διακυβέρνησης (άποψη προσφιλής ειδικά στον ευρωπαϊκό Nότο) και την κατάρα του εθνικισμού και δη του βαλκανικού εθνικισμού. Αποδεικνύεται, ακριβώς αντίθετα, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, η καπιταλιστική διεθνοποίηση - ολοκλήρωση και ακόμη περισσότερο η καπιταλιστική κρίση και η αντιδραστική απάντηση σε αυτήν, παροξύνουν την τάση προς την αντι-δημοκρατία, φέρνουν την επιθετική ρατσιστική αντεργατική ακροδεξιά στο τιμόνι, αλλά και απογειώνουν τον επιθετικό εθνικισμό των ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών, κεφαλαίων και οργανισμών σε βάρος των λαών και των μικρότερων χωρών.

Δεν είναι σωστό, επομένως, να ανασταλεί ο αντι-ΕΕ και αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός των αγώνων, για να προταχθούν χρονικά και ποιοτικά τα ζητήματα της «εθνικής ανεξαρτησίας», της «νέας κατοχής» και της «συνταγματικής εκτροπής».

Πάλη για έξοδο από ευρώ και ΕΕ

Αποτελεί καθήκον και ευκαιρία για την Αριστερά να συνδέσει θαρραλέα τον αγώνα για ψωμί (λαϊκή επιβίωση ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και κρίση), δημοκρατία (με νέους εργατικούς και λαϊκούς θεσμούς οργάνωσης και ανατροπής, ενάντια στον εκφυλισμό των αστικών θεσμών) και απελευθέρωση (από τη δικτατορία των αγορών, των τραπεζών, των πολυεθνικών, της ΕΕ, του ΔΝΤ, με το διεθνισμό μεταξύ ελεύθερων λαών και χωρών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την υπέρ-αντιδραστική εξέλιξη και παρακμή του αστικού πολιτικού συστήματος, το δωσιλογισμό των αστικών τάξεων), με τον αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την έξοδο από ευρώ, ΕΕ.
Η φλεγόμενη Ελλάδα της Εθνικής Αντίστασης σηματοδότησε ιδιαίτερες δυνατότητες συνάρθρωσης της εθνικής απελευθέρωσης με τη διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λαοκρατίας (αν και τελικά το εθνικοαπελευτερωτικό ηγεμόνευσε στο κοινωνικοταξικό, με δραματικές συνέπειες). Ζούμε σε μια τέτοια πολιτική στιγμή, όπου αυτή η σύνδεση μπορεί να επιτευχθεί με σύγχρονους και πρωτότυπους όρους, που θα καθορίζονται από την προοπτική της καθολικής εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης και με την ηγεμονία της σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
Η οπτική της διεκδίκησης «ψωμί, δημοκρατία, απελευθέρωση με αντιΕΕ και αντικαπιταλιστικό αγώνα» είναι η μόνη απάντηση που μπορεί να σταθεί απέναντι στη θεωρία της «εθνικής ενότητας». Απέναντι, επίσης, στην ιδεολογία και την πολιτική πρακτική του λεγόμενου «ευρωπαϊσμού», ιδιότυπη σύμμειξη κλασικού ραγιαδισμού και αστικού κοσμοπολιτισμού. Αλλά και να αξιοποιήσει τις σύγχρονες δυνατότητες τροφοδότησης της αντικαπιταλιστικής και αντιΕΕ πάλης και από αυτό το δρόμο.
Η επίκληση της εθνικής ενότητας ήταν και είναι μόνιμη επωδός των αστικών δυνάμεων σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την ανάγκη να προταχθεί το συνολικό ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης έναντι των εσωτερικών της αντιθέσεων ή της υστέρησης του πολιτικού προσωπικού της. Η δεύτερη αναφέρεται στην ανάγκη να εμφανίζονται τα στενά ιδιοτελή συμφέροντα και οι υπηρετούσες αυτά αξίες της άρχουσας μειοψηφίας ως συμφέροντα και αξίες όλης της κοινωνίας και του έθνους. Και οι δύο αυτοί θεμελιακοί πυλώνες της «εθνικής αστικής στρατηγικής» σήμερα κλονίζονται πολύ σοβαρά.


Απατηλή «εθνική ενότητα»

  Υπάρχουν, επομένως, πολλά πράγματα που πρέπει να συζητηθούν και να αντιπαλευτούν. Πριν από όλα, η υποταγή του σύγχρονου «εθνικού ζητήματος» και της λαϊκής κυριαρχίας στην απατηλή στρατηγική της «εθνικής ενότητας». Δεν μιλάμε μόνο για την ακροδεξιά παραδοσιακή εθνικιστική εκδοχή της πατριδοκαπηλείας, της τουρκοφαγίας ή αλβανοφοβίας. Αλλά και για τα βαθιά χνάρια που έχει αφήσει η λεγόμενη «εθνική λαϊκή ενότητα» του ΠΑΣΟΚ, η οποία σήμερα εκφράζεται με ένα κάλεσμα διαταξικής συμμαχίας και άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ή τις μεγάλες πολυεθνικές. Οι οπαδοί αυτού του καλέσματος (από τη Σπίθα και το ΕΠΑΜ έως τον Κοτζιά, με διαφορετικό βέβαια τρόπο) φυσικά και δεν εντοπίζουν την καπιταλιστική συγκρότηση σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο ως γεννήτορα αυτών των εχθρών. Αντίθετα, εκστασιάζονται από αυτήν και την υπηρετούν προθύμως στις στιγμές της ακμής της. Για εμάς, η κοινωνία δεν είναι ενιαία, οι στόχοι δεν είναι κοινοί. Το καθοριστικό στοιχείο είναι η αντίθεση αυτών που παράγουν κοινωνικό πλούτο και πολιτισμό με αυτούς που τα νέμονται στηριγμένοι στην ατομική ιδιοκτησία, το διευθυντικό δικαίωμα, το μονοπώλιο της κρατικής βίας και τη δικτατορία των υποτελών ΜΜΕ.



Όχι υποταγή του ταξικού στο εθνικό

 Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να αφήσουμε πίσω μας είναι η αποτυχημένη στρατηγική σύνδεσης εθνικού - κοινωνικού, που έχει ταλαιπωρήσει τραγικά το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική Αριστερά. Αναφερόμαστε στην ένταξη της κοινωνικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας σε ύστερο (χρονικά και ποιοτικά) καθήκον μιας εθνικής ανεξαρτησίας που θα καταχτιόταν από μια συμμαχία με τη λεγόμενη «εθνική» αστική τάξη, ενάντια στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για την αποτίναξη της «εξάρτησης» από αυτές. Η πολιτική αυτή γραμμή καταδίκασε σε αποτυχία τη μεγάλη πολιτική τομή που δημιούργησε η ελληνική Αριστερά τη δεκαετία του ’40. Η αποτυχία δεν ήταν στη σύνδεση του εθνικού ζητήματος με τη λαοκρατία. Το πρόβλημα ήταν η υποταγή της επανάστασης και της λαοκρατίας στην πολιτική στρατηγική της «εθνικής ενότητας».