Τις μέρες αυτές συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη λαϊκή εξέγερση στην Αργεντινή που κορυφώθηκε το διήμερο 19-20 Σεπτέμβρη του 2001 και έμεινε γνωστή ως Αργεντινάζο. Με αυτή την αφορμή ξεκινάμε από το σημερινό φύλλο ένα αφιέρωμα τόσο στα ίδια τα γεγονότα της περιόδου όσο και στα κρίσιμα ερωτήματα και συμπεράσματα που μπορούμε να εντοπίσουμε σήμερα. Η επικαιρότητα που απέκτησε η Αργεντινή τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας είναι ένας παραπάνω λόγος. Το παράδειγμά της είναι κρίσιμο από όλες τις απόψεις, από το συμβολισμό μιας λαϊκής εξέγερσης που οδηγεί στην πτώση της κυβέρνησης και τη φυγή της με ελικόπτερο μέχρι τις πρωτόγνωρες και πρωτότυπες μορφές οργάνωσης και πάλης των εργαζομένων και των ανέργων και από την κατάρρευση μιας χώρας - πρότυπο του ΔΝΤ μέχρι τη διαγραφή ενός μέρους του δημόσιου χρέους. Από τις σελίδες μας λοιπόν θα δώσουμε χώρο σε αγωνιστές και διανοούμενους στην Ελλάδα και διεθνώς ώστε να μελετήσουμε την πορεία, τα διδάγματα και τα όρια της εξέγερσης που εγκαινίασε το νέο αιώνα. Ξεκινάμε σήμερα με ένα συνοπτικό χρονικό και κάποιες πρώτες εκτιμήσεις πάνω στα μεγάλα επαναστατικά ερωτήματα.
Γράφουν οι:
Θάνος Ανδρίτσος
Κώστας Γούσης
Ηρθα στην πλατεία γιατί δεν ήθελα να χάσω αυτό το κομματάκι ιστορίας που γράφουμε τώρα». Αυτή η φράση, παρμένη από μια προσωπική αφήγηση που δημοσιεύτηκε σε μια παλαιότερη μπροσούρα για το Αργεντινάζο, περιγράφει τα αισθήματα των εκατοντάδων χιλιάδων που κατέκλυσαν τους δρόμους του Μπουένος Άιρες και άλλων μεγάλων πόλεων. Είχε φτάσει πλέον η στιγμή, το ήξεραν καλά, να συναντηθούν με την ιστορία, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να φροντίσουν πρώτα και κύρια για την επιβίωσή τους.
Πράγμα που στα τέλη του 2001 φάνταζε αδύνατο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Μικρά παιδιά είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από ασιτία, όπως περιέγραφε ένας δημοσιογράφος, μητέρες ζήταγαν να δοθεί κομμάτι από τη σάρκα τους για να τα ταΐσουν, πάνω από το 50% των κατοίκων ήταν άνεργοι και πολύ περισσότεροι αυτοί που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Όμως τώρα ήταν η στιγμή που η οργή έπαιρνε μορφή και φώναζε «Ya Basta», «φτάνει πια». «Να φύγουν όλοι», έγινε το σύνθημα που πλημμύρισε τα χείλη.
Ηρθα στην πλατεία γιατί δεν ήθελα να χάσω αυτό το κομματάκι ιστορίας που γράφουμε τώρα». Αυτή η φράση, παρμένη από μια προσωπική αφήγηση που δημοσιεύτηκε σε μια παλαιότερη μπροσούρα για το Αργεντινάζο, περιγράφει τα αισθήματα των εκατοντάδων χιλιάδων που κατέκλυσαν τους δρόμους του Μπουένος Άιρες και άλλων μεγάλων πόλεων. Είχε φτάσει πλέον η στιγμή, το ήξεραν καλά, να συναντηθούν με την ιστορία, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να φροντίσουν πρώτα και κύρια για την επιβίωσή τους.
Πράγμα που στα τέλη του 2001 φάνταζε αδύνατο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Μικρά παιδιά είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από ασιτία, όπως περιέγραφε ένας δημοσιογράφος, μητέρες ζήταγαν να δοθεί κομμάτι από τη σάρκα τους για να τα ταΐσουν, πάνω από το 50% των κατοίκων ήταν άνεργοι και πολύ περισσότεροι αυτοί που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Όμως τώρα ήταν η στιγμή που η οργή έπαιρνε μορφή και φώναζε «Ya Basta», «φτάνει πια». «Να φύγουν όλοι», έγινε το σύνθημα που πλημμύρισε τα χείλη.
Αργεντινάζο: Εικόνες από ταινία προσεχώς
Ηπείνα είναι ο δυναμίτης του ανθρωπίνου σώματος» έγραφε στα ημερολόγια από τις φαβέλες η Καρολίνα Μαρία πριν πολλές δεκαετίες. Αυτή η πείνα που έσπειρε το ΔΝΤ και η θηλιά της αποπληρωμής του χρέους έσπειρε το δυναμίτη του Αργεντινάζο. Ξέσπασε στην αυγή του 21ου αιώνα φανερώνοντας σε πόσο σαθρά θεμέλια εδράζονταν τα φληναφήματα περί «τέλους της ιστορίας». Δέκα χρόνια μετά το συμβολικό τέλος της κατά Χομπσμπάουμ εποχής των άκρων, το στοίχημα των μεγάλων αφηγήσεων της χειραφέτησης ήταν ακόμη ανοικτό. Και για άλλη μια φορά στην ιστορία οι ταπεινοί και καταφρονημένοι έκαναν την έκπληξη. Ποια διδάγματα ν’ αντλήσουμε και ποιους κινδύνους ν’ αποφύγουμε;
Το Αργεντινάζο δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός κι όσο εκπληκτική κι αν είναι η μπενγιαμινικού τύπου «θεϊκή βία των εξεγερμένων», τόσο λίγα έχει να μας προσφέρει η αναγωγή της εξέγερσης σε κάποια θεωρία του ex nihilo (εκ του μηδενός) Συμβάντος. Αντίθετα, υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική διεργασία που λαμβάνει χώρα τουλάχιστον μια πενταετία πριν την εξέγερση στους κόλπους του αργεντίνικου λαού. Οι ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του ’90 οδηγούν στο τεράστιο κύμα απολύσεων και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας. Το 1996-97 ξεσπά το κίνημα των πικετέρος, το οποίο εξαπλώνεται ταχύτατα φτάνοντας τον Αύγουστο του 2001 να μετρά ήδη δύο πανεθνικές συνδιασκέψεις ανέργων και περήφανα μπλόκα αυτοκινητόδρομων. Ταυτόχρονα, οι λαϊκές συνελεύσεις σε γειτονιές αποτελούν νέες μορφές οργάνωσης της συνολικής πάλης, αλλά και μάχης για την επιβίωση, διεκδικώντας από το κράτος να οργανώνουν τα λαϊκά συσσίτια με σκληρή σύγκρουση τόσο με την κρατική γραφειοκρατία όσο και με τις τοπικές μαφίες.
Την περίοδο αυτή (1997-2001) δημιουργούνται συνολικές παραστάσεις αγώνα που έχουν αντίκτυπο σε όλη την κοινωνία. Όταν λοιπόν τον Δεκέμβρη του 2001 ο πρόεδρος Ντε λα Ρούα κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας, τα μεσαία στρώματα, οι μικροαστοί των πόλεων έχοντας υποστεί κι αυτοί τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής, γέρνουν καθοριστικά την πλάστιγγα και ξεχύνονται στους δρόμους μαζί με εργαζόμενους, ανέργους, αγρότες και φοιτητές οδηγώντας σε πολιτική αποσταθεροποίηση και κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Και τι γίνεται με την Αριστερά και τα συνδικάτα την περίοδο της εξέγερσης; Ο Τζέιμς Πέτρας παρουσίαζε στις 9 Δεκέμβρη του 2001 μια εικόνα που θύμιζε Μόντι Πάιθονς, όπου όλες οι εκδοχές της Αριστεράς και των τριών ομοσπονδιών κρύφτηκαν κάτω από ένα μεγάλο κρεβάτι, έκαναν υψηλές θεωρητικές αναλύσεις και δήλωναν έτοιμες για μάχη, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, τη στιγμή που οι μάζες δέχονταν πραγματικά πυρά και μάχονταν ηρωικά στους δρόμους. Η εικόνα αυτή φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του εκφυλισμένου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, όπου οι δύο κύριες ομοσπονδίες αποστασιοποιήθηκαν από τις διαδηλώσεις, ενώ η CTA, όπου δρούσαν και αριστερές δυνάμεις, δεν πήρε τις πρωτοβουλίες που έπρεπε. Ωστόσο, η Αριστερά και ιδιαίτερα η επαναστατική της εκδοχή, από το Παρτίδο Ομπρέρο (PO) και το εργατικό του μέτωπο Πόλο Ομπρέρο, μέχρι το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCR) και το ρόλο του στο Μαχητικό Ταξικό Ρεύμα (CCC), πρωταγωνίστησε στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εξέγερση.
Πώς όμως από την απονομιμοποίηση του πολιτικού καθεστώτος και της αστικής πολιτικής, από το «Να φύγουν όλοι» οδηγηθήκαμε στην εκλογή Κίρχνερ και την εκ νέου σταθεροποίηση μέσα από το πρόταγμα ενός «νορμάλ καπιταλισμού»; Εδώ οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις επισημάνσεις του Πέτρας γύρω από τις αδυναμίες κι ευθύνες της Αριστεράς, την πολυδιάσπαση, τον κατακερματισμένο μερικό αγώνα, τον περιορισμό σε αναγκαίες μεν δομές αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης, που μετατρέπονταν όμως σε αυτοσκοπό, τα αποκομμένα από το συνολικό πρόγραμμα αιτήματα, όπως τα «σχέδια απασχόλησης» που ενσωματώθηκαν τελικά από την κυβέρνηση προσφέροντας μερική εργασία με εξευτελιστικούς μισθούς κ.ο.κ.
Αυτό που μένει όμως είναι ότι το Αργεντινάζο τελικά δεν πέτυχε τίποτε; Αυτή θα ήταν μια προσέγγιση όσων θέλουν να ξεμπερδεύουν με τις εξεγέρσεις ή προσβλέπουν σε «κατά παραγγελία» επαναστάσεις στα μέτρα της ευκολίας που φαντασιώνονται. Στη δική μας ανάγνωση, χωρίς να υποτιμούμε την κιρχνερική σταθεροποίηση και τη διαιώνιση των κοινωνικών προβλημάτων, το βάρος πέφτει στις λαϊκές - εργατικές συγκροτήσεις πριν το 2001 που γιγαντώθηκαν στην εξέγερση και με παρατεταμένο μαζικό εκβιασμό και πλατιά λαϊκή νομιμοποίηση επέβαλαν πλευρές των διεκδικήσεών τους στην περίοδο μετά το Αργεντινάζο. Η παύση πληρωμών προς τους δανειστές, οι καταλήψεις εργοστασίων, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών έχουν τη λαϊκή σφραγίδα της επιβολής κατακτήσεων. Σήμερα λοιπόν στην περίοδο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, τα νέα «νικηφόρα Αργεντινάζο» αποτελούν πηγή έμπνευσης και διδάγματα ανατροπής. Κι αν έμειναν στα μισά του δρόμου, ιδού η πρόκληση του παρόντος και του μέλλοντός μας∙ τα δύσκολα ξημερώματα μετά τις μαγικές νύχτες της όπου γης Αργεντινής.