Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘEMA: ΕΕ κατά φτωχών αγροτών

Συγκέντρωση της γης, ενίσχυση του κεφαλαίου


Την τελευταία 20ετία ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε ραγδαία στην αγροτική παραγωγή με εμφανείς επιπτώσεις στους κοινωνικούς συσχετισμούς σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται σε έξι βασικές και ευδιάκριτες τάσεις. Την έντονη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής διαμέσου της αύξησης της άμεσης ιδιοκτησίας και κυρίως της ενοικίασης.

του Γιώργου Κάργα



 Την ενδυνάμωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου στα γεωργικά εφόδια, τα τρόφιμα και τη μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων, π.χ. ιχθυοκαλλιέργειες και οινοποιία. Τη ραγδαία μείωση των μικροαγροτών και την αύξηση της μισθωτής εργασίας στη γεωργία που κυρίως οφείλεται στους μετανάστες, με συνέπεια την εμφάνιση μεγάλης κοινωνικής πόλωσης. Την ενδυνάμωση της πολυαπασχόλησης των μικροαγροτών και των νέων μορφών παραγωγής, π.χ. συμβολαιακή γεωργία. Το κλείσιμο πολλών δημόσιων και συνεταιριστικών οργανισμών, ειδικά εκείνων που σχετίζονταν με τη σποροπαραγωγή και τα γεωργικά μηχανήματα, ενώ οι εναπομείναντες που σχετίζονται με τη γεωργία λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, π.χ. ΕΛΓΑ και ΟΓΑ ή πέρασαν άμεσα στα χέρια του κεφαλαίου.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία την περίοδο 1988-2005 οι εκμεταλλεύσεις μεγάλου και πολύ μεγάλου μεγέθους διπλασίασαν τον αριθμό τους. Οι πρώτες σε απόλυτα μεγέθη είναι 65.000 και οι δεύτερες 10.000 περίπου. Η μέση έκταση που χρησιμοποιούν οι πρώτες είναι 230 στρέμματα και οι δεύτερες 530 στρέμματα (ιδιόκτητη και ενοικιαζόμενη). Η φιγούρα του νέου τσιφλικά είναι εμφανής, ειδικά στις βόρειες πεδινές περιοχές της χώρας, όπου η εκμηχάνιση επιτρέπει τη συγκέντρωση της γης, ειδικά στις εκτατικές καλλιέργειες, όπως βαμβάκι και καλαμπόκι.
Περίπου 10 εταιρείες κατ’ εξοχήν πολυεθνικές κυριαρχούν στο χώρο των γεωργικών εφοδίων (λιπάσματα, φάρμακα, σπόροι). Μάλιστα, σε ορισμένους κλάδους που μπορεί να καθετοποιηθεί η παραγωγή σχετικά ευκολότερα, το κεφάλαιο έχει στην ιδιοκτησία του όλο το κύκλωμα παραγωγής, π.χ. αμπέλια - οίνος. Σε διάφορες περιοχές της χώρας, όπως στην Αρκαδία, Κορινθία και στη Βόρεια Ελλάδα, έχουν διαμορφωθεί σύγχρονες καπιταλιστικές επιχειρήσεις π.χ. Οινοποιία Τράπεζας Πειραιώς. Στη ζωική παραγωγή και ειδικά στη χοιροτροφία, στα κοτόπουλα και στην αυγοπαραγωγή ήδη κυριαρχούν μεγάλες επιχειρήσεις.
Η μεταποίηση αγροτικών προϊόντων αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας. Στον εν λόγω κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 16.000 επιχειρήσεις, που αντιστοιχούν στο 17,1% του συνόλου των μεταποιητικών επιχειρήσεων και απασχολούνται άμεσα 120.000 εργαζόμενοι. Ο κλάδος πραγματοποιεί πωλήσεις που καλύπτουν το 21% του συνόλου του μεταποιητικού τομέα, ενώ κατατάσσεται πρώτος ως προς το μερίδιο επί του συνόλου της προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης (24%). Αν και δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, είναι σχεδόν σίγουρο ότι στη μεταποίηση κυριαρχούν οι εταιρείες Βιβάρτια, ΦΑΓΕ, Όμιλος Σαράντη κ.λπ., οι οποίες στη βάση κυρίως της συμβολαιακής γεωργίας δραστηριοποιούνται από τη χυμοποίηση γεωργικών προϊόντων μέχρι τη μεταποίηση και την επεξεργασία κτηνοτροφικών και γαλακτοκομικών προϊόντων. Επίσης, οι ίδιες εταιρείες εξαγόρασαν άλλες που δραστηριοποιούνταν στις κατεψυγμένες τροφές. Πολλές από τις μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται γύρω από τη στεφάνη των τριών - τεσσάρων μεγάλων.

Την περίοδο 1988-2005 σημειώνεται μεγάλη μείωση των μικρών αγροτικών νοικοκυριών τόσο σε απόλυτους όσο και σχετικούς αριθμούς. Σαν αγροτικά νοικοκυριά θεωρούνται αυτά που ο αρχηγός δηλώνει αγρότης, κτηνοτρόφος ή ψαράς. Τα αγροτικά νοικοκυριά φτάνουν τα 210.000 και η συμμετοχή τους στο σύνολο των νοικοκυριών έπεσε από το 12,5% στο 5,3%. Εκτός από αυτά, υπάρχουν και τα πολυαπασχολούμενα, των οποίων ο αρχηγός δεν δηλώνει αγρότης αλλά λαμβάνουν κάποιο πρόσθετο εισόδημα από τη γεωργία. Τα νοικοκυριά αυτά εμφανίζουν εικόνα σχετικής σταθερότητας (400.000) και αποτελούν το 10,5% του συνόλου της χώρας. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει κυρίως εργατοαγρότες εποχιακά εργαζόμενους, π.χ. στον τουρισμό ή την οικοδομή, οι οποίοι παράλληλα διατηρούν και την γεωργική εκμετάλλευση για συμπληρωματικό εισόδημα. Επίσης εδώ περιλαμβάνονται και μισθωτοί των πόλεων που διατηρούν συνήθως δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως για παράδειγμα ελιές.
Στα 17 χρόνια που περιλαμβάνουν την παλιά και τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα νοικοκυριά που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τη γεωργία μειώνονται από 25% σε 15%.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το 80% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων της χώρας μας λαμβάνουν το 20% των επιδοτήσεων. Με άλλα λόγια, το 20% είναι αυτό που λαμβάνει το μέγιστο όγκο των ενισχύσεων, περίπου το 80%. Στο 20% ανήκουν μεγαλοκαπιταλιστές της μεταποίησης, μεγαλοαγρότες, μοναστήρια κ.λπ. Πρώτη στο κατάλογο είναι η εταιρεία Νούτρια με 13 εκ. ευρώ για το 2008. Από τις υψηλότερες επιδοτήσεις στη χώρα μας λαμβάνει η μονή μεγίστης Λαύρας (περίπου 1,5 εκ. ευρώ). Μάλιστα, αντί να περιοριστούν και να καταργηθούν οι επιδοτήσεις στους καπιταλιστές μεγαλοαγρότες, ετοιμάζονται για την περικοπή στους μικρούς. Η δημιουργία του μητρώου αγροτών έχει σκοπό να αρπάξει τις ελάχιστες επιδοτήσεις από τους αγροτοεργάτες και τους εργατοαγρότες. Δεν είναι τυχαία η συζήτηση που έχει ανοίξει ακόμα και για την κατάργηση των επιδοτήσεων από ένα όριο και κάτω.
Άρα λοιπόν ο κύριος όγκος των ενισχύσεων κατευθύνθηκε στην ενίσχυση του κεφαλαίου στην αγροτική παραγωγή, ενώ αντίθετα ο μικροαγρότης οδηγήθηκε στην έξοδο ή στην ενδυνάμωση του φαινομένου, που αναφέρει ο Λένιν: «Ο εργάτης του Χαγκσφέλντ είναι ταυτόχρονα και εργοστασιακός εργάτης και αγρότης». Μόνο που σήμερα ο εργαζόμενος αυτός χτυπιέται διπλά και από τη δυσκολία αναπαραγωγής του ως  αγρότη, αλλά και από την ανεργία ως εργάτη. Η αυξανόμενη ανάγκη για εργασία έξω από το νοικοκυριό στην εποχή της κρίσης δύσκολα πλέον μπορεί να καλυφθεί. Η ένταξη στην ΕΕ επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι στη χώρα μας είχε γίνει μεγάλη αγροτική εκκαθάριση τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Μάλιστα, ειδικά στις βόρειες πεδινές περιοχές όπου η συγκέντρωση της γης και της παραγωγής προχώρησε έντονα, η μετανάστευση δεν σταμάτησε, π.χ. προς Γερμανία, ακόμα και τις δεκαετίες του 1980 και 1990.
Ένα επιπλέον στοιχείο μέσα από το οποίο αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών, αλλά πάντα ξεχνιέται από τους διάφορους αναλυτές και δημοσιογράφους, αφορά το θέμα της ασφάλισης των αγροτών. Ο κάθε αγρότης μπορεί να επιλέξει να πληρώνει εισφορές μεταξύ επτά ασφαλιστικών κατηγοριών. Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι το 2011, από τους 700.000 ασφαλισμένους αγρότες στην κατώτερη κατηγορία έχουν ενταχθεί 530.000 αγρότες, ενώ στις δύο ανώτερες περίπου 60.000 ουσιαστικά μεγαλοαγρότες. Η κατώτερη κατηγορία πληρώνει στον ΟΓΑ 536 ευρώ ετησίως. Η σύνταξη στα 65 χρόνια ζωής που θα πάρει αυτό το τμήμα αγροτών είναι περίπου 400 ευρώ. Επίσης, υπάρχει και ένα σημαντικό κομμάτι το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει ούτε αυτές τις εισφορές και λαμβάνει κάποια προνοιακή σύνταξη των 300 ευρώ, η οποία τα επόμενα χρόνια θα καταργηθεί. Φαίνεται από τα παραπάνω ότι οι μικροί και μεσαίοι αγρότες δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε εισφορές για μια αξιοπρεπή σύνταξη να πληρώσουν. Αυτά είναι τα «χρυσά κουτάλια» της ΕΕ και του καπιταλισμού. Σαν να μην έφταναν αυτά, το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα προβλέπει αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών 20% για τη νέα χρονιά και κατάργηση της κατώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας.
Ταυτόχρονα όμως έχουμε και το σχηματισμό κεφαλαιοκρατικών νοικοκυριών, που βασίζονται στη μισθωτή εργασία. Οι μετανάστες σχεδόν αποκλειστικά συνεισφέρουν τη μισθωτή εργασία στην ελληνική γεωργία. Η μέση μη οικογενειακή μισθωτή απασχόληση στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις διπλασιάστηκε στη δεκαετία που ακολούθησε την άφιξη των μεταναστών. Τα δύο τρίτα των νοικοκυριών απασχολούν μετανάστη για κάποιες μέρες το χρόνο. Μόνιμη μισθωτή εργασία από μετανάστη είχε το 10% των εκμεταλλεύσεων. Η έκταση της απασχόλησης των μεταναστών συνδέεται άμεσα με το μέγεθος της εκμετάλλευσης. Έτσι στα μεγέθη 30-50 στρέμματα οι μετανάστες προσφέρουν κατά μέσο όρο 62 ημερομίσθια/έτος, στα 50-100 στρ. 160 ημερομίσθια/έτος και στα 100-200 στρ. 180 ημερομίσθια/έτος. Στις εντατικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις (θερμοκήπια, ιχθυοκαλλιέργειες) η εργασία των μεταναστών είναι καθολική και με πιο άθλιους όρους. Η ανταγωνιστικότητά τους πατάει πάνω στη ζωή χιλιάδων μεταναστών. Η αύξηση της μισθωτής εργασίας στη γεωργική παραγωγή θέτει επί τάπητος το ζήτημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών γης. Πρόκειται για ένα αναπτυσσόμενο αριθμητικά κομμάτι της εργατικής τάξης, το οποίο ακόμα και η Αριστερά δείχνει να αγνοεί.
Η επέκταση του φαινομένου της συμβολαιακής γεωργίας, εκτός από τις παραδοσιακές καλλιέργειες, π.χ. βιομηχανική τομάτα, στις καινούργιες ενεργειακές καλλιέργειες, την οινοποιία καθώς και την κτηνοτροφία (γαλακτοβιομηχανίες) οδηγεί στην άμεση πρόσδεση και υποταγή των μικροαγροτών και εργατοαγροτών στο μεταποιητικό κεφάλαιο. Η παραγωγή διαμέσου συμβολαίων που αφορούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και τον όγκο της παραγωγής εξαφανίζει και τα τελευταία ίχνη ανεξαρτησίας του αγρότη και αυξάνει την εκμετάλλευσή του από το κεφάλαιο.
Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων ειδικά μετά το 1990 επηρέασε κάθε πλευρά της αγροτικής παραγωγής. Σημαντικές δραστηριότητες συνεταιρισμών και του υπουργείου Γεωργίας καταργήθηκαν ή πέρασαν άμεσα στο κεφάλαιο, όπως εγγειοβελτιωτικά έργα, μηχανήματα, σποροπαραγωγή, πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων. Άλλες δραστηριότητες, που έμπαιναν φραγμός στα κέρδη του κεφαλαίου ουσιαστικά καταργήθηκαν, π.χ. σποροπαραγωγή. Μεγάλο ρόλο στην προώθηση των αναδιαρθρώσεων έπαιξε και η μετατροπή της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας σε καθαρά εμπορική τράπεζα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Παράλληλα, το καθεστώς της κοινωνικής ασφάλισης (ΟΓΑ) καθώς και η προστασία της γεωργικής παραγωγής (ΕΛΓΑ) λειτουργούν πλέον με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Πώς συνέβαλλε σε αυτές τις διαδικασίες η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ο προϋπολογισμός συνολικά της ΕΕ αποτελεί το 1% του ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος και διατηρείται σχετικά σταθερός σαν ποσοστό εδώ και 30 χρόνια. Ένα αρκετά ενδιαφέρον σημείο όσον αφορά την αστική προπαγάνδα είναι το γεγονός ότι έχει διαμορφώσει το στερεότυπο ότι αυτά που παίρνουμε είναι κάτι σαν χάρισμα και ότι αυτός ο προϋπολογισμός δεν προκύπτει από τη φορολογία των λαών της Ευρώπης. Από τον προϋπολογισμό της ΕΕ στην αρχική περίοδο της ΚΑΠ, το 75% κατευθυνόταν στην αγροτική παραγωγή. Σήμερα η ΚΑΠ αντιστοιχεί στο 45% με στόχο το 35% το 2013. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ΚΑΠ ήταν επικεντρωμένη στην οργάνωση των γεωργικών αγορών και στη στήριξη των τιμών των προϊόντων, όπου κυριαρχούσαν οι άμεσες ενισχύσεις με βάση το προϊόν (ανά στρέμμα, ανά κιλό ή ανά ζώο).
Η ΚΑΠ αυτής της περιόδου κυρίως στόχευε: Πρώτο, να τροφοδοτήσει το αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα με φθηνές πρώτες ύλες και να εξασφαλίσει τιμές πώλησης που να δυναμώνουν την κερδοφορία του, ώστε να ενισχυθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη.
Δεύτερο, να στηρίξει τις εξαγωγές των ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και να διευρύνει την ενιαία εσωτερική αγορά, ενισχύοντας τη θέση και την κερδοφορία των μεγαλοκαπιταλιστών αγροτών, εμποροβιομηχάνων, πολυεθνικών κ.λπ. Δεν είναι τυχαίες οι ποσοστώσεις που επιβλήθηκαν στα προϊόντα, ώστε και διοικητικά να είναι κατοχυρωμένη η θέση των βιομηχανιών γάλακτος και κρέατος της Γερμανίας. Στην ουσία, οι ποσοστώσεις στην αγροτική παραγωγή αντανακλούν τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις της ΕΕ, με όφελος βέβαια πάντα για τις ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου.
Τρίτο, να διευκολύνει την «ορθολογική» καπιταλιστική ανάπτυξη της υπαίθρου στη νότια Ευρώπη, όπου μετά την είσοδο της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, βρέθηκαν στην ΕΕ εκατομμύρια μικροαγρότες. Ταυτόχρονα, αποσκοπούσε στην προώθηση των κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου.
Πρέπει να επισημανθεί ότι καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ έπαιξαν οι διαπραγματεύσεις στα πλαίσια της GATT (σήμερα Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις μετά το 1993 σημαδεύονται από τη συμφωνία του γύρου της Ουρουγουάης (1994), όπου τα γεωργικά προϊόντα εντάσσονται στους βασικούς κανόνες φιλελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου, όπου έπρεπε σταδιακά να μειωθούν τα επίπεδα στήριξης και προστασίας του γεωργικού τομέα. Οι Αμερικανοί και οι υπόλοιποι (Καναδάς, Αυστραλία) δεν μπορούσαν να ανεχτούν στήριξη του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος της ΕΕ σε βάρος του δικού τους και απαιτούσαν να φιλελευθεροποιηθεί το εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΕΕ υποχώρησε χωρίς να πάρει ανταλλάγματα σε άλλους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής. Η γεωργική συμφωνία στο πλαίσιο του γύρου της Ουρουγουάης είχε 6ετή ορίζοντα (1995-2000).
ΚΑΠ και ΕΣΠΑ υπέρ μεγάλου κεφαλαίου

Με την ατζέντα 2000 ανοίγει ένας νέος κύκλος, όπου καταργείται σταδιακά η ενίσχυση των αγροτικών προϊόντων και ταυτόχρονα η ΚΑΠ σπάει σε δύο πυλώνες και μεταφέρονται χρήματα από τις άμεσες ενισχύσεις των αγροτών στον πυλώνα της «αγροτικής ανάπτυξης». Γίνεται στροφή δηλαδή στην προώθηση αναδιαρθρώσεων όχι μόνο στενά στην αγροτική παραγωγή, αλλά γενικότερα στην περιφέρεια, ώστε να δημιουργήσουν τις υποδομές καπιταλιστικής ανάπτυξης της περιφέρειας και να διευκολύνουν τη συγκράτηση του αποδεσμευμένου αγροτικού δυναμικού στην ύπαιθρο. Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι διαδοχικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις που συντελούνται με τον «Καποδίστρια» και στη συνέχεια με τον «Καλλικράτη» και αφορούν ιδιαίτερα την επαρχία. Η σχέση μεταξύ των δύο πυλώνων προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 80% για τον πρώτο πυλώνα και 20% για το δεύτερο. Είμαστε στην χρονική περίοδο των περίφημων πλέον ΕΣΠΑ και των επιλέξιμων δαπανών, όπου δεσμεύονται μεγάλα ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό και μαζί με τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις κατευθύνονται στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση της υπαίθρου και για άμεσες ενισχύσεις στο κεφάλαιο (εθνικοί δρόμοι, επιχειρηματικές δραστηριότητες κ.λπ.).
Τα «επιλέξιμα» για την ΕΕ έργα και δαπάνες δεν πρόκειται ποτέ να είναι έργα για τη λαϊκή κατοικία, την κατασκευή υποδομών για δωρεάν και αποκλειστικά δημόσια παιδεία, υγεία, πρόνοια, φτηνές και ασφαλείς συγκοινωνίες, αλλά μόνο έργα που εξυπηρετούν την ενιαία καπιταλιστική αγορά της ΕΕ, τις υποδομές που είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Η διανομή των επιλέξιμων δαπανών θα αποτελέσει και το εκτροφείο των σκανδάλων που κατά καιρούς ξεσπούν. Έτσι η ίδια η λειτουργία της ΕΕ οξύνει την ανισόμετρη ανάπτυξη, επιδεινώνει τους όρους ανάπτυξης των λιγότερο αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών σε όφελος των ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων. Η λεγόμενη «πολιτική συνοχής» της ΕΕ δεν μπορεί να περιορίσει και πολύ περισσότερο να εξαλείψει την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των χωρών, μεταξύ των περιφερειών των χωρών και στο εσωτερικό των κλάδων παραγωγής.
Είναι απορίας άξιο ότι ακόμα και δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά αρνούνται να δουν τη βαθύτερη ταξική διάσταση των διάφορων ΕΣΠΑ και άλλων προγραμμάτων. Την επιλογή των προτεραιοτήτων και των κριτηρίων των επιλέξιμων δαπανών αυτών των προγραμμάτων την αντιμετωπίζουν με έναν ουδέτερο αταξικό τρόπο. Η πιο απλή εξήγηση φαίνεται να είναι η κοινωνικο-ταξική τους σύνθεση και η διασύνδεσή τους με τις ευρωπαϊκές πολιτικές.

Επιδοτήσεις υπέρ καπιταλιστικής γεωργίας
ΑΝΑΓΚΗ Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ

Το 2003 επί προεδρίας Σημίτη στην ΕΕ αποφασίστηκε η τελευταία μεταρρύθμιση της ΚΑΠ η οποία οδήγησε σε ριζικές μεταβολές και ισχύει μέχρι το 2013. Η πιο βασική μεταβολή της τελευταίας αναθεώρησης σε σχέση με τις επιδοτήσεις ήταν η θέσπιση της Ενιαίας Αποδεσμευμένης Ενίσχυσης (ΕΑΕ) στη θέση των προηγούμενων άμεσων και έμμεσων ενισχύσεων. Η ΕΑΕ περιλαμβάνει το σύνολο των άμεσων ενισχύσεων που εισέπραξε κάθε παραγωγός για μία συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς. Η περίοδος αναφοράς είναι κατά κανόνα η τριετία 2000-2002. Η καταβολή της ΕΑΕ δεν συνδέεται ούτε με το είδος ούτε με την ποσότητα της καλλιέργειας. Καταβάλλεται υπό τη μορφή ατομικών δικαιωμάτων πληρωμής. Περιττό να λεχθεί ότι η μη αναπροσαρμογή των επιδοτήσεων μέχρι και το 2013 οδηγεί σε συνεχή απαξίωσή τους.
Βάσει του κανονισμού 1782/2003 τα μέλη της ΕΕ έχουν τη δυνατότητα να παρακρατούν μέχρι 10% του συνολικού ποσού των ενισχύσεων που αντιστοιχεί σε κάθε τομέα προϊόντος προκειμένου αυτό να διατίθεται για τη χορήγηση ενισχύσεων στον ίδιο τον τομέα για συγκεκριμένους τύπους καπιταλιστικής γεωργίας ή για τη βελτίωση της ποιότητας και της εμπορίας προϊόντων ή για την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι ενισχύονται η βιολογική ελαιοκαλλιέργεια, τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) κ.λπ. Από εδώ απορρέει όλη η κινητικότητα γύρω από τέτοια προϊόντα. Είναι το λεγόμενο «πράσινο κουτί», όπου οι επιδοτήσεις και οι ενισχύσεις κρίνονται ουδέτερες ή επηρεάζουν ελάχιστα το διεθνές εμπόριο. Όπως λέει και ο Εδουάρδο Γκαλεάνο «οι νέοι τεχνοκράτες του περιβάλλοντος πολλαπλασιάζονται σαν τα κουνέλια. Έχουν τον υψηλότερο δείκτη γεννητικότητας παγκοσμίως. Οι ειδήμονες γεννούν ειδήμονες κι ακόμη περισσότερους ειδήμονες κι όλοι τυλίγουν το θέμα με το πέπλο της ασάφειας».
Στις 12 Οκτωβρίου παρουσιάστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ μετά το 2013. Στις προτάσεις αυτές είναι σαφής η τάση μείωσης των γεωργικών δαπανών στο 30% του προϋπολογισμού της ΕΕ. Επίσης οι δαπάνες αυτές θα κατανέμονται σε πολύ περισσότερους αγρότες, αφού πλέον έχουν εισχωρήσει στην ΕΕ οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες με εκατομμύρια αγρότες. Ακόμα περισσότερο είναι ανοικτή η συζήτηση σύμφωνα με την οποία οι επιδοτήσεις θα πρέπει να δίνονται στους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, με αποτέλεσμα να πεταχτούν άμεσα εκτός γεωργικής δραστηριότητας οι εργατοαγρότες. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις θα αποτελούνται από τρία τμήματα. Μία βασική ενίσχυση η οποία θα αποδίδεται στους ενεργούς αγρότες εντός μιας περιφέρειας, με συνέπεια πλέον στο επίπεδο χώρας η επιδότηση για την ίδια καλλιέργεια πιθανότατα δεν θα είναι ίδια. Μια συμπληρωματική πράσινη ενίσχυση και μία συγχρηματοδοτούμενη για περιοχές με φυσικούς περιορισμούς.
Οι εξελίξεις αυτές νομίζουμε ότι κάνουν φανερό ότι η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικά σήμερα, την περίοδο της πιο βαθιάς κρίσης του συστήματος, μόνο αίμα και δάκρυα έχει να δώσει για τους μικρούς αγρότες και τους εργαζόμενους συνολικά. Όμως η λύση δεν είναι η επιστροφή σ’ έναν καπιταλισμό χωρίς ΕΕ. Εξάλλου, τέτοιον είχαμε και τον ζήσαμε. Η δεκαετία του ’60, των εκατοντάδων χιλιάδων κατεστραμμένων μικροαγροτών που οδηγήθηκαν στη μετανάστευση, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ενδεχομένως κομμάτια της αστικής τάξης, που καταστρέφονται σήμερα να επιθυμούν κάτι τέτοιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμηθεί ο αγώνας ενάντια στην ΕΕ και για την έξοδο από αυτήν στο όνομα μάλιστα μιας πούρας αντικαπιταλιστικής πάλης. Ίσα-ίσα σήμερα βασικός κρίκος της αντικαπιταλιστικής πάλης πρέπει να είναι η έξοδος από την ΕΕ. Ένας κρίκος και με σημαντική διεθνιστική διάσταση, αφού η άνοδος της αντιΕΕ πάλης μπορεί να συμβάλλει στη διάλυση αυτού του ιμπεριαλιστικού μηχανισμού.
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι τίθεται επί τάπητος το θέμα μιας άλλης οργάνωσης της παραγωγής καθώς και ο δρόμος προς αυτήν.