Την προηγούμενη Κυριακή
έδρασε ο δαίμων του ηλεκτρονικού Τύπου
κι έτσι αντί να στείλω το κείμενο που
είχα ετοιμάσει –και το οποίο αναφερόταν
στην περίφημη έκφραση του Αντρέ Μπρετόν
(«Καταφάσκω για να έχω την ηδονή να
εκτεθώ»)– έστειλα ένα κείμενο δοκιμή,
με ασκήσεις σκέψεων, που δεν είχα καν
ολοκληρώσει. Έτσι με τον τίτλο του σωστού
κειμένου (Επαγγελθείσα ηδονή) δημοσιεύτηκε
άλλο. Αλλά όπως ήρθαν τα πράγματα, οφείλω
να συνεχίσω το διάλογο με τον εαυτό μου
(και όχι μόνο), συνεχίζοντας με το λάθος
(ή συνεχίζοντας το λάθος;).
Του Θανάση Σκαμνάκη
Αν δυο ευχές μπορούσαμε
να κάνουμε πριν και μετά τις εκλογές
για τον ΣΥΡΙΖΑ, σαν ένα παιχνίδι μεταφυσικό
ή σαν παραμύθι υποθέσεων με ρεαλιστικές
παραμέτρους, προκαλείται (και ως πρόσκληση
και ως πρόκληση) η εύλογη απορία: Αν
είναι να καθορίζεται από άλλους το
παιχνίδι τότε τι χρειαζόμαστε εμείς;
Αν εμείς γινόμαστε παρατηρητές των
γεγονότων και απλώς ευχέτες ήρωες του
παραμυθιού, γιατί μας χρειάζεται κι
εμάς το παραμύθι; Κι αν οι ενδιάμεσες
προτάσεις, που ακούγονται εύκολες και
εν γένει εφικτές, είναι όντως έτσι ή
έστω ένας καλός τρόπος για να εκκινήσουμε
κατακτώντας τις απώτερες, γιατί να μη
γυρίσουμε στη λογική της συγκρότησης
«ρεαλιστικών» σχημάτων με ενδιάμεσους
στόχους, ενδιάμεση ιδεολογία και
ενδιάμεση συνείδηση (ήδη κάποιοι όμοιοί
μας το έχουν κάνει σημειώνοντας επιτυχίες
κι άλλοι το θέτουν με επιτακτικό τρόπο)
χωρίς να σπαταλιόμαστε σε κόπους για
την εκπόνηση του κομμουνιστικού
προγράμματος, χωρίς αγωνία να πείσουμε
τους πρωτοπόρους εργάτες να το αποδεχθούν
και να το υποστηρίξουν, χωρίς τους
κινδύνους κοινωνικών συγκρούσεων και
χωρίς μεγάλα προσωπικά ρίσκα; Αν αυτός
ο ενδιάμεσος, είναι ένας εύκολος δρόμος
για την ευημερία των ανθρώπων και για
τη σταδιακή απελευθέρωσή τους, γιατί
να ματώνουμε χτυπώντας στους τοίχους
των κοινωνικών μας φυλακών, προσπαθώντας
να ανοίξουμε ρωγμές;
Η αλήθεια είναι πως
συχνά υποκύπτουμε, καθένας με τον τρόπο
του, σε μια αντίληψη ιδιοκτησίας των
ιδεών και των κομμάτων και των κινημάτων
(μικρών ή μεγάλων) και ξεχνάμε ή
παραβλέπουμε, τις αναγκαιότητες.
Υποβιβάζουμε το συμφέρον της τάξης και
υπερτονίζουμε το συμφέρον του φορέα,
κόμματος, σχηματισμού κ.λπ. Όπως είναι
επίσης αλήθεια, πως το ίδιο συχνά
βουλιάζουμε μπροστά στο μέγεθος της
δυσκολίας. Αλλά την εποχή που οι άνθρωποι
εξοικειώνονται με το ελάχιστο –το κάθε
φορά και πιο ελάχιστο– που αναζητούν,
κι όχι αδικαιολόγητα, μια μηδαμινή
ελπίδα να βολέψει την αγωνία τους, είναι
όσο ποτέ αναγκαίοι εκείνοι που θα
μιλήσουν πειστικά, σοβαρά και σε βάθος
για το κομμουνιστικό όλον, όχι ως
αναγκαιότητα της ιστορίας αλλά ως
δυνατότητα και διεκδίκηση του παρόντος.
Και εν τέλει, αυτό είναι για μας το
ουσιαστικό ερώτημα. Και ...το αληθινό
παραμύθι!