Γκρεμίζεται μεθοδικά
το «γαλλικό όνειρο» που υπερασπιζόταν
ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κατά
την προεκλογική του εκστρατεία και τη
θέση του παίρνει, εξίσου μεθοδικά, ο
εφιάλτης της «δημοσιονομικής προσαρμογής»,
της «συγκράτησης δαπανών», της «μείωσης
του ελλείμματος» και των «διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας».
Του Νικήτα Γεράνη
Η προετοιμασία των
Γάλλων εργαζομένων για την προσγείωση
στη «σκληρή πραγματικότητα» ξεκίνησε
με τη δημοσίευση έκθεσης του γαλλικού
Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σύμφωνα με αυτήν,
η Γαλλία έχει θα χρειαστεί εξοικονόμηση
της τάξης των 6-10 δισ. ευρώ για εφέτος,
και άλλα 33 δισ. το 2013, προκειμένου να
μειώσει το έλλειμα στο 4,5% φέτος και στο
3% του χρόνου – χωρίς να λαμβάνονται
υπόψη τα σχέδια του Ολάντ για επιπλέον
δαπάνες. Μάλιστα, όπως τόνισε ο πρόεδρος
του γαλλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου,
Ντιντιέ Μιγκό, αν η ανάπτυξη δεν φτάσει
το 1%, τα ποσά που θα απαιτηθούν θα είναι
ακόμη μεγαλύτερα. Ο Μιγκό εστίασε τα
«πυρά» του στις δαπάνες του γαλλικού
κράτους, οι οποίες ανέρχονται στο 56% του
γαλλικού ΑΕΠ και είναι οι υψηλότερες
στην ΕΕ, με εξαίρεση τη Δανία. Το επόμενο
έτος είναι «κρίσιμο» για την ήδη
«εύθραυστη» αξιοπιστία της Γαλλίας
στις διεθνείς αγορές, ανέφερε με νόημα
ο Μιγκό, προσθέτοντας ότι η χώρα βρίσκεται
σε «ζώνη κινδύνου» και οποιαδήποτε
παρέκκλιση από τους στόχους μείωσης
τους ελλείμματος θα βάλει τη χώρα στον
φαύλο κύκλο του δημόσιου χρέους. Μάλιστα,
τόνισε ότι ακόμη και αν αυξηθεί η
φορολογία, οι «προσπάθειες» θα πρέπει
να εστιάσουν στη «μείωση των δαπανών».
Με άλλα λόγια στη μείωση των δημοσίων
υπαλλήλων και κυρίως στην κατεδάφιση
του γαλλικού κοινωνικού κράτους.
Ο Μιγκό όμως δεν εξαντλεί
εκεί την επίθεσή του. Το «άλλο μεγάλο
πρόβλημα της γαλλικής οικονομίας» είναι
λέει –μαντέψτε– η ...ανταγωνιστικότητα,
δηλαδή, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο Έλληνας
εργαζόμενος, οι μισθοί, οι συλλογικές
συμβάσεις και εν γένει τα εργασιακά
δικαιώματα. Και πράγματι, ο Γάλλος
πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
κάλεσε σε μειώσεις μισθών προκειμένου
να μειωθεί το εργατικό κόστος και να
μικρύνει το χάσμα ανταγωνιστικότητας
μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Άλλωστε,
πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
κάνει λόγο για ανάγκη μεγαλύτερης
«ελαστικότητας» της εργασίας.
Σε δραματικό τόνο ο
Μιγκό ανέφερε ότι «καλύτερα να γίνει
μία προσπάθεια σήμερα, παρά αύριο, γιατί
αύριο θα είναι πιο δύσκολη, πιο επίπονη
και κυρίως θα επιβληθεί απ’ έξω».
Ανατριχιαστικές απειλές προς τον γαλλικό
λαό, που για εμάς τους Έλληνες δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία τι σημαίνουν στην πράξη.
Πράγματι, συνεχίζοντας
στο κλίμα του Μιγκό, ο Γάλλος πρωθυπουργός
Μαρκ Ερώ δεσμεύτηκε στον στόχο της
μείωσης του ελλείματος στο 3% το 2013.
Χαρακτήρισε «συντριπτικό» το δημόσιο
χρέος στο 90% του ΑΕΠ και τόνισε ότι δεν
θα είναι αυτός που θα αφήσει μία τέτοια
κληρονομιά στα παιδιά και στα εγγόνια
του. Σίγουρα προσπαθεί να εξασφαλίσει
τα παιδιά και τα εγγόνια του, καταδικάζοντας
στη φτώχεια και την αφόρητη εργασία ή
την ανεργία τα παιδιά και τα εγγόνια
της εργατικής τάξης – ας μας επιτραπεί
να σχολιάσουμε.
Το πρόβλημα, όπως
επισημαίνει και ο νεοφιλελεύθερος
Εκόνομιστ αυτής της εβδομάδας, είναι
ότι ο Γάλλος Πρόεδρος Φ. Ολάντ εκλέχτηκε
με εντολή να βάλει τέλος στη λιτότητα
στην Ευρώπη, τη στιγμή που πάντα σύμφωνα
με τον Εκόνομιστ, δεν είχε προειδοποιήσει
τους Γάλλους για το δημοσιονομικό
κίνδυνο που απειλεί τη γαλλική οικονομία.
Όπως ξεδιάντροπα επισημαίνει το ίδιο
περιοδικό, κάποιοι σοσιαλιστές ελπίζουν
να δικαιολογήσουν τη στροφή πολιτικής
του Ολάντ με το επιχείρημα ότι η τωρινή
σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν είχε πάρει
είδηση το μέγεθος της δημοσιονομικής
ζημιάς που άφησε πίσω της η προηγούμενη
κυβέρνηση. Ασφαλώς, εμείς οι Έλληνες
μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι
τουλάχιστον στο συγκεκριμένο ζήτημα
είμαστε ...χρόνια μπροστά από τους
Γάλλους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να
προτείνουμε ανεπιφύλακτα τον Γιώργο
Παπανδρέου και τη συμμορία του ως
σύμβουλο του Γάλλου προέδρου, προκειμένου
να του δώσει ιδέες για το πώς θα
πραγματοποιήσει την προεξοφλημένη
μεταστροφή του στη γνωστή κατεύθυνση
επέλασης κατά της εργατικής τάξης και
των μεσαίων στρωμάτων. Όσο για τις
υποσχέσεις του Ολάντ για φορολόγηση
των πλουσίων και των επιχειρήσεων, το
βρετανικό νεοφιλελεύθερο περιοδικό,
προκειμένου να μην τις χλευάσει ανοικτά
και πανηγυρικά, απλώς τις χαρακτηρίζει
ανεπαρκείς.
Αλλά και η χθεσινή Λε
Μοντ, σε άρθρο με τίτλο «η κυβέρνηση
προσπαθεί να προστατεύσει την ανάπτυξη»,
υπογραμμίζει ότι η γαλλική κυβέρνηση
δεν έχει περιθώρια αντιμετώπισης της
κρίσης με τα σοσιαλδημοκρατικά εργαλεία
της υποτίμησης και της τόνωσης της
ζήτησης, σε ένα διεθνές περιβάλλον
ύφεσης και στο πλαίσιο του ευρώ.
Προκειμένου να μην πειραχτούν οι
κοινωνικές δαπάνες, αναφέρει η εφημερίδα,
θα πρέπει να αυξηθούν τουλάχιστον για
ένα διάστημα φόροι όπως ο ΦΠΑ και η
Γενικευμένη Κοινωνική Εισφορά (CSG). Όπως,
όμως, υπονοείται από την παραπάνω φράση,
οι κοινωνικές δαπάνες θεωρούνται εμπόδιο
στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Συνεπώς δεν πρέπει να υπάρχει καμία
αυταπάτη για την πορεία που θα ακολουθήσει
η γαλλική κυβέρνηση, ανεξάρτητα από την
επικοινωνιακή τακτική που θα επιλέξει
για να τη δικαιολογήσει. Η πραγματικότητα
είναι λιτότητα, περικοπές, κατεδάφιση
του κοινωνικού κράτους, μείωση του
εργατικού εισοδήματος, γενικευμένη και
βίαιη επίθεση κατά της εργατικής τάξης
και των εργαζόμενων στρωμάτων.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι
και η νεολαία θα πρέπει να βγάλουν
συμπεράσματα από τη στροφή αυτή προς
την άγρια λιτότητα και της Γαλλίας, όπως
και της Γερμανίας, όπως έγραψε το Πριν
την προηγούμενη εβδομάδα. Ανεξάρτητα
από το μέγεθος της οικονομίας, το μέγεθος
της διαφθοράς, το έλλειμμα ή το πλεόνασμα,
σε ολόκληρη ανεξαιρέτως την Ευρώπη
εξαπολύεται η ίδια επίθεση στην εργατική
τάξη. Και αυτό διότι η κρίση είναι διεθνής
και είναι του καπιταλισμού. Δεν οφείλεται
σε κάποια λαμόγια ή στην απληστία των
«γκόλντεν μπόις», αλλά στο ίδιο το
σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής.
Οι δυνάμεις της ελληνικής Αριστεράς
που καλλιεργούσαν ελπίδες στους Έλληνες
εργαζόμενους για τον Ολάντ θα πρέπει
να κάνουν αυτοκριτική ενώπιον του
αριστερού αντιμνημονιακού κινήματος.
Το έδαφος για την πανευρωπαϊκή ένωση
του εργατικού κινήματος για την απόκρουση
της κοινής επίθεσης, στη βάση των κοινών
συμφερόντων της εργατικής τάξης ωριμάζει.