Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ανατροπή των εκβιασμών και της μνημονιακής πολιτικής


Το μέλλον θα κριθεί στους δρόμους και όχι στους διαδρόμους

Οι υστερικές κραυγές της τρόικας και του αστικού Τύπου περί «ναυαγίου» της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών, όπως και οι μύδροι κατά του «ανεύθυνου» Α. Σαμαρά, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κρύψουν από τα μάτια του λαού το γεγονός ότι το «πλοίο της αγάπης» μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ, Ντόρας και πιθανόν Φ. Κουβέλη, ναυπηγείται με δυσκολίες μεν, αλλά μεθοδικά πίσω από τις κουρτίνες του Προεδρικού Μεγάρου. Η τρόικα και οι αδίστακτοι τραπεζίτες, φυσικά και τα θέλουν όλα, εδώ και τώρα.



ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΚΟΥ


Ωστόσο, το μείζον ζήτημα που διακυβεύεται αυτή τη στιγμή, αυτό για το οποίο το ΔΝΤ, η ΕΕ, η ΕΚΤ, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εκβιάζουν ωμά, στυγνά και κυνικά, είναι το ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων και των εργαζόμενων σε αυτές, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, καθώς και η μοιρασιά αναμεταξύ τους.

Και σε αυτό το μείζον ζήτημα, όπως γράφει ρητά η Καθημερινή, o Α. Σαμαράς συμφώνησε στην «τοποθέτηση στελεχών κοινής αποδοχής για την υλοποίηση των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας». Και συμπληρώνει: «Στο σημείο αυτό κατεγράφη και ένα από τα λίγα σημεία σύγκλισης, με τον πρόεδρο της ΝΔ να αποδέχεται τον ορισμό τους μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής». Φυσικά, το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ΕΚΤ, θέλουν να πάρουν αυτοί το μερίδιο του Λέοντος και σφίγγουν την τανάλια, απαιτώντας Επιτροπή που να μην ελέγχεται ούτε καν από το ελληνικό κοινοβούλιο!
Το εργατικό λαϊκό κίνημα και η Αριστερά, μέσα στη γενικότερη πάλη για κατάργηση του πρώτου Μνημονίου (μαζί με όλα τα μέτρα του) και για να μην περάσει το δεύτερο Μνημόνιο, πρέπει, αυτή τη στιγμή, να σηκώσει πολύ ψηλά το μέτωπο κατά των ιδιωτικοποιήσεων! Και είναι απορίας άξιον, το ότι τα δυο αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα, άφησαν στο απυρόβλητο αυτή την άμεση, εξαιρετικά σημαντική πολιτική αιχμή. Απαιτείται από ολόκληρη την Αριστερά, η ανάδειξή του και η συνεισφορά του καθενός στη δημιουργία ενός εργατικού και λαϊκού μετώπου κατά των ιδιωτικοποιήσεων. Οι δυνατότητες είναι μεγαλύτερες για μια σοβαρή επιτυχία σε αυτό το μέτωπο, επειδή τα πρώτα, βαθιά ρήγματα στην εργατική και συνδικαλιστική βάση του ΠΑΣΟΚ δημιουργούνται ακριβώς εδώ.

Το δεύτερο, μεγάλης σπουδαιότητας ζήτημα είναι η απόκρουση της ιδεολογικής τρομοκρατίας που ασκείται πάνω στην πολιτική διεκδίκηση της εξόδου της χώρας από το ευρώ στο πλαίσιο μιας ρήξης, ακόμη και εξόδου από την ΕΕ. Τα «διλήμματα» πέφτουν σαν πύραυλοι, με σημαντικότερο όλων το πλαστό, αποπροσανατολιστικό και τρομοκρατικό «επιχείρημα», πως «εάν βγούμε από το ευρώ δεν θα έχουμε να πληρώσουμε μισθούς, συντάξεις και θα χαθούν όλες οι καταθέσεις». Αηδίες! Και μόνο η άμεση παύση πληρωμών του χρέους προς τους τοκογλύφους των τραπεζών, μέτρο που θα συνδυάζεται με την έξοδο από το ευρώ, σημαίνει ότι τα περίπου 60 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού που πηγαίνουν για τόκους και χρεολύσια του χρέους κάθε χρόνο, αρκούν και με το παραπάνω για να πληρώνονται μισθοί και συντάξεις και μάλιστα με αυξήσεις! Δεύτερο, η άμεση εθνικοποίηση και κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, θα δεσμεύσει όλα τα κεφάλαια και θα εγγυηθεί τις καταθέσεις, κοινωνικοποιώντας τα 100 περίπου δισ. που πήραν οι κρατικοδίαιτοι τραπεζίτες. Τρίτο, η όποια υποτίμηση της δραχμής θα πρέπει να συνοδευτεί με μια ένταση της ταξικής πάλης για ανάλογη και μεγαλύτερη αύξηση μισθών και συντάξεων, με γενικευμένη μείωση του ημερήσιου, εβδομαδιαίου και διά βίου χρόνου εργασίας, μαζί με μια αποφασιστική στροφή προς σταθερές εργασιακές σχέσεις.

Ωστόσο, το ζήτημα μιας μαζικής κίνησης υπέρ της εξόδου από το ευρώ και ρήξης με την ΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας θα δρα και η άποψη για αντικαπιταλιστική, διεθνιστική αποδέσμευση από την ΕΕ, είναι τεράστιο πεδίο στο οποίο πρέπει να συμβάλει άμεσα η Αριστερά. Και σε αυτό το μέτωπο καλούνται να συμβάλουν (και όχι να «καπελώσουν»), πέρα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η οποία ήδη κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, και το ΚΚΕ και τα τμήματα εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν αντι-ΕΕ θέσεις, αλλά και πολλές ακόμη δυνάμεις. Θα ήταν, όμως, τεράστιο λάθος, να οικοδομηθεί μια κίνηση «κορυφών», έξω από τις ζωντανές, μαχόμενες δυνάμεις του λαϊκού κινήματος, που πρέπει οι ίδιες να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους.

Πέρα από αυτές τις δύο σπουδαίες αιχμές, η απότομη, βαθύτερη αντιδραστική στροφή, μπροστά στην οποία βρισκόμαστε, απαιτεί τη συμβολή της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, στη δημιουργία ενός μαζικού μετώπου αγώνα, νίκης και ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεων που τη διαχειρίζονται. Απαιτείται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η άρση κάθε εμποδίου για την έναρξη των διαδικασιών της πρώτης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, οι οποίες θα επεξεργαστούν μια πολιτική πρόταση συμβολής σε ένα τέτοιο μέτωπο. Ο κοινοβουλευτικός εκλογικός προσανατολισμός και η διεκκίκηση είτε «αριστερών» είτε «λαϊκών» διακυβερνήσεων, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και του ΚΚΕ (ολόκληρος ο Ριζοσπάστης «μυρίζει» εκλογικό προσανατολισμό), δεν προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στο μαζικό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην Πορτογαλία, ο ανάλογος (απο)προσανατολισμός, έθεσε τις εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις σε ύφεση, ενώ τα δημοψηφισματικά ποσοστά και των δυο αριστερών σχηματισμών της χώρας, δείχνουν εκλογική μείωση. Αντίθετα, τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν συμβάλουν με την κοινή δράση σε μια τέτοια κατεύθυνση, θα βοηθήσουν σε μια νικηφόρα αντεπίθεση και σε μια νέα αυτοπεποίθηση του λαϊκού κινήματος.

Σε κάθε περίπτωση, το λαϊκό κίνημα πρέπει να απορίψει στην πράξη όλα τα τρομοκρατικά διλήμματα, χρησιμοποιώντας, εκτός από επιχειρήματα και τη δύναμη του αγωνιστικού μαζικού εκβιασμού, με όλα τα όπλα που έχει στη φαρέτρα του: Από την κατάληψη των πλατειών, τις διαδηλώσεις και τα μπλόκα, μέχρι τις απεργίες διαρκείας και τις καταλήψεις. Εξαιρετικά κρίσιμη από αυτή τη σκοπιά, είναι ο ρόλος του συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων και ο γενικότερος συντινοσμίς των αγωνιζόμενων ομοσπονδιών του Δημόσιου τομέα και των ΔΕΚΟ.