Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Λουτσιάνο Βασαπόλο: «Ευρώ, το σούπερ - μάρκο»


Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ρώμης Sapienza και σε πολλά ακόμη πανεπιστήμια της Λατινικής Αμερικής, σύμβουλος πολλών αριστερών κυβερνήσεων στην αμερικανική υποήπειρο και συγγραφέας περισσότερων από 50 βιβλίων, ο Λουτσιάνο Βασαπόλο παρόλ’ αυτά ορίζεται ως μαχόμενος κομμουνιστής και συνδικαλιστής, καθώς συμμετέχει με πρωτοπόρο τρόπο στην οργάνωση Δίκτυο Κομμουνιστών (Rete dei communisti) και τα συνδικάτα βάσης USB. Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο Η αφύπνιση των γουρουνιών ο λόγος γίνεται για τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα και Ισπανία, το αρκτικόλεξο των οποίων σχηματίζει την καθόλου τιμητική λέξη ...γουρούνια (PIIGS). Η πρόταση που καταθέτει ο Λουτσιάνο Βασαπόλο ξεκινάει από την έξοδο από το ευρώ και την δημιουργία μιας εναλλακτικής οικονομικής ένωσης που θα έχει και το δικό της νόμισμα. Στην αφετηρία όμως κάθε επεξεργασίας βρίσκεται ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της υπό εξέλιξη κρίσης.

Επιμέλεια: Λεωνίδας Βατικιώτης


– Το είδος, η προέλευση και οι συνέπειες αυτής της κρίσης δεν είναι λεπτομέρειες. Με μαρξιστικούς όρους, τρία είδη κρίσεων προσδιορίζονται και αναλύονται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η προσωρινή κρίση, η διαρθρωτική και η συστημική. Σήμερα πολλοί άνθρωποι μιλούν για μια συστημική κρίση, αλλά πολύ λίγοι γνωρίζουν τι πραγματικά είναι. Όταν εμείς οι μαρξιστές αναλυτές την περιγράφαμε χρόνια πριν, στη δεκαετία του ’90, κανείς δεν μας έδωσε σημασία.

Ποιες είναι οι ουσιαστικές διαφορές;

– Η προσωρινή ή συγκυριακή κρίση πρέπει να θεωρείται «φυσιολογική», όπως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν είναι ισορροπημένος ή συνεχώς αυξάνεται ποσοτικά. Ο Μαρξ είχε απόλυτο δίκιο όταν προσδιόριζε τις κρίσεις ως εσωτερικές φάσεις του κύκλου σε ένα μη ισορροπημένο οικονομικό και παραγωγικό πρότυπο. Έτσι δημιουργούνται φάσεις υπερπαραγωγής. Σε αυτήν την κατάσταση, παραγωγικές δυνάμεις πρέπει να καταστραφούν, όπως το πλεονάζον υλικό, τεχνολογικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και επίσης εργατικό δυναμικό. Αυτός είναι ο μόνος καπιταλιστικός τρόπος για την επίτευξη συνθηκών μεγέθυνσης που μπορούν να δημιουργήσουν «ικανοποιητικά» ποσότητα και ποσοστό κέρδους, μέσω από την επένδυση της υπεραξίας σε μια νέα διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η μεγάλη κρίση του 1929 ήταν πράγματι διαρθρωτική, καθώς το διεθνές κεφάλαιο χρειαζόταν ένα νέο και διαφορετικό πρότυπο συσσώρευσης. Εκείνη η κρίση ονομάστηκε «χρηματοπιστωτική» κρίση, αλλά στην πραγματικότητα, ήταν μια βαθιά κρίση του θεμελιωδών μακροοικονομικών καπιταλιστικών μεγεθών. Λύθηκε με την εισαγωγή του φορντισμού και του τεϊλορισμού και από το κεϋνσιανό μοντέλο στήριξης της ζήτησης, μέσω μιας μαζικής παρέμβασης του Δημοσίου. Οι δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες αυξήθηκαν, αν κι αυτό δεν σήμανε αυτόματα κοινωνικές δαπάνες.


– Η πραγματική λύση επήλθε με τον στρατιωτικό κεϋνσιανισμό, που έφθασε στο αποκορύφωμά του με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μετέπειτα μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Οι ΗΠΑ έγιναν ο νέος παγκόσμιος ηγέτης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι ΗΠΑ μπορούσαν να το κάνουν αυτό ενισχύοντας το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμά τους ενώ προετοιμάζονται για πόλεμο. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν υπέστησαν κάποια ζημιά στη χώρα τους, επένδυσαν τους συσσωρευμένους πόρους στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση, μέσω μιας μαζικής δημόσιας παρέμβασης του Σχεδίου Μάρσαλ. Έτσι, οι ΗΠΑ πέτυχαν το πρότυπο ανάπτυξής τους να βασίζεται κυρίως στις εισαγωγές κι επίσης στο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, τόσο το εγχώριο όσο και το διεθνές. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε μια ποσότητα νομισμάτων και ομολόγων που υπερέβαινε σημαντικά τον πλούτο που παραγόταν στις ΗΠΑ, επιβάλλοντας τους κανόνες της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς.
Οι πιστώτριες χώρες αγόρασαν έτσι αμερικανικό νόμισμα σε ένα άκρως «δολαριοποιημένο» κόσμο. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, τα δολάρια που κυκλοφορούσαν παγκόσμια ήταν τουλάχιστον έξι φορές περισσότερα από τον παραγόμενο πλούτο των ΗΠΑ και οι ΗΠΑ ήταν αναπόφευκτα υποχρεωμένες να απορρίψουν τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς, διατηρώντας έτσι τη διακριτική ευχέρεια για μια περαιτέρω ανάπτυξη του προτύπου που στηριζόταν στις εισαγωγές και το χρέος και το οποίο επιβλήθηκε στον κόσμο, είτε με την πολιτική και το εμπόριο ή με την πολιτικο-στρατιωτικό επεκτατισμό.

Εν τω μεταξύ, το παγκόσμιο πλαίσιο αλλάζει...

Δύο νέοι διεθνείς ανταγωνιστές εισήλθαν στη διεθνή σκηνή, συγκεκριμένα οι ηττημένοι του πολέμου, η Ιαπωνία και η Γερμανία. Επέλεξαν ένα λιγότερο επιθετικό καπιταλιστικό μοντέλο για την εγχώρια ανοικοδόμηση και ενίσχυσή τους, εντελώς διαφορετικό από αυτό των ΗΠΑ. Αυτό το σχέδιο βασίστηκε κυρίως σε μια ισχυρή και προηγμένη βιομηχανική υποδομή, με στόχο την εξαγωγή εμπορευμάτων με ανταγωνιστικούς όρους και με σημαντικό μερίδιο στις δημόσιες επιχειρήσεις. Αυτό το μοντέλο υποστηρίχθηκε από μια συμφωνία με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, με βάση ένα πιο κοινωνικό καπιταλισμό σε σύγκριση με τον πιο άγριο των ΗΠΑ ή τον αγγλοσαξονικό. Το μοντέλο της Ρηνανίας - Ιαπωνίας όπως ονπμάστηκε, δημιούργησε ένα ισχυρότερο εγχώρια βιομηχανικό σύστημα με συγκριτικά υψηλότερες αμοιβές και λιγότερες κοινωνικές συγκρούσεις. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα για τις ΗΠΑ, που διεξήγαν έναν κερδοσκοπικό πόλεμο κατά του νομίσματος και της παραγωγής της Ιαπωνίας. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία συνέχισε τη βιομηχανική ανάπτυξή της, με σημαντικές εξαγωγές. Για να διατηρήσει αυτό το ρυθμό, η Γερμανία χρειαζόταν ένα ισχυρό νόμισμα και ευρωπαϊκή νομισματική και εμπορική ζώνη υπό γερμανική ηγεσία. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, οι εσωτερικοί ανταγωνιστές έπρεπε να εξαλειφθούν, μέσω της αποβιομηχάνισης και να γίνουν εξαρτώμενοι από τις γερμανικές εξαγωγές. Αυτή ήταν η αρχή της τρέχουσας συστημικής κρίσης.
Το τέλος των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς, το 1971, σηματοδοτεί την έναρξη της τρέχουσας συστημικής κρίσης, καθώς το διεθνές κεφάλαιο δεν ήταν σε θέση να εισαγάγει ένα νέο πρότυπο συσσώρευσης. Ως αποτέλεσμα, δεν έγινε κατορθωτή η συνολική αύξηση όχι μόνο της ποσότητας της υπεραξίας, αλλά ούτε και των επιθυμητών ποσοστών κέρδους για τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός οξύνθηκε, στη νέα φάση της παγκοσμιοποίησης: Σε αυτή τη νέα καπιταλιστική σκηνή, αυτό που πραγματικά είναι η παγκοσμιοποιημένο είναι η εντυπωσιακή επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η συστημική καπιταλιστική κρίση χρειάζεται τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση για την ανάπτυξη των περιοριστικών οικονομικών πολιτικών για τη μείωση της άμεσης και έμμεσης αναδιανομής και των συντάξεων, ενώ προσπαθούν να αυξήσουν το ποσό των εισροών και συνεπώς, να εξισορροπήσουν την αυξανόμενη τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Έτσι, η εισβολή στις νέες αγορές επιχειρήθηκε μέσω νέων ιμπεριαλιστικών σχεδίων, τόσο από τις ΗΠΑ όσο κι ευρω-γερμανικά, που διέθεταν πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπέστησαν απομάκρυνση της βιομηχανίας ή απλώς αποβιομηχανοποίηση, με τον επανασχεδιασμό του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, αναπτύσσεται η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη φάση της παγκοσμιοποίησης, ξεκινώντας από τις βίαιες απορυθμίσεις των αγορών, με την εξάλειψη του ρόλου του κράτους στην οικονομία και με ένα παγκόσμιο πρότυπο ανταγωνισμού που βασίζεται σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στο κόστος εργασίας. Ταυτόχρονα, η παραγωγή απομακρύνεται (προς χώρες χαμηλού εργατικού κόστους όπου ακόμη και η εξειδικευμένη εργασία δεν έχει δικαιώματα, εκμηδενίζοντας έτσι τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της Γερμανίας), εξωτερικεύεται, ιδιωτικοποιείται και οι πόροι στρέφονται σε έναν επιθετικό και αποσταθεροποιητικό χρηματοπιστωτικό τομέα, που προσπαθεί με τα έσοδα να καταφέρει ό,τι δεν μπορεί με το κέρδος.
Το γερμανικό μάρκο δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό από μόνο του, χωρίς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οικονομικού και εμπορικού πόλου για να ανταγωνίζεται με το δολάριο, επιτρέποντας έτσι στη Γερμανία να γίνει ο νέος ηγέτης της διεθνούς καπιταλισμού. Εν ολίγοις, η κατασκευή του ευρώ στην Ευρώπη και ο συναφής ευρωπαϊκός ιμπεριαλιστικός πόλος, ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’70.

Έτσι, το ευρώ έχει στην πραγματικότητα αντικαταστήσει το μάρκο;

– Η οικοδόμηση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου έχει τις απαρχές του στις ανάγκες διεθνούς ανταγωνισμού της Γερμανίας. Έτσι το ίδιο το ευρώ πρέπει να θεωρηθεί ως ένα είδος «σούπερ μάρκου»: Ως δεδομένο έτσι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών δεν καθορίστηκαν από τον σχετικό τους πλούτο, αλλά από τις πολιτικές, οικονομικές ανταγωνιστικές ανάγκες της Γερμανίας. Γι’ αυτό στην Ιταλία, για παράδειγμα, η αγοραστική δύναμη των μισθών μειώθηκε απότομα στο μισό, με αποτέλεσμα να μπορείς να αγοράσεις με ένα ευρώ (το οποίο κλείδωσε με ισοτιμία 1.936 λιρών) περίπου ό, τι θα μπορούσες να αγοράσεις με 1.000 λίρες λίγους μήνες νωρίτερα. Η οικοδόμηση του ευρω-γερμανικού πόλου χρειάστηκε ένα νέο ευρωπαϊκό καταμερισμό της εργασίας, στον οποίο οι νότιες χώρες της Μεσογείου έγιναν εισαγωγικές περιοχές: Πρόσφατα στοιχεία (Απρίλιος 2012) αναφέρουν ότι το 45% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται στη ζώνη του ευρώ. Με αυτό τον τρόπο, η Γερμανία μπορεί να λύσει τις ανάγκες του ανταγωνισμού, δημιουργώντας ένα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα. Αυτό με τη σειρά του επενδύεται, είτε αγοράζει το εμπορικό έλλειμμα άλλων χωρών, μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες της Μεσογείου. Το γερμανικό πλεόνασμα δημιουργείται από το πρότυπο των εξαγωγών της, το οποίο κερδίζει από τις εισαγωγές των άλλων χωρών. Αυτές στη συνέχεια, αποβιομηχανοποιούνται και αναγκάζονται να βυθιστούν όλο και βαθύτερα στο χρέος. Στο τέλος, το γερμανικό οικονομικό πλεόνασμα μπορεί να εξασφαλίσει έσοδα από την αγορά κρατικών ομολόγων των PIIGS. Το οικονομικό πλεόνασμα δεν μπορεί να μείνει μη επενδεδυμένο, έτσι η Γερμανία αγοράζει δημόσιο χρέος από τις χώρες των PIIGS.

Είναι το δημόσιο χρέος το βασικό πρόβλημα;

Στην πραγματικότητα, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα εκτός ελέγχου είναι το ιδιωτικό χρέος, κυρίως το χρέος των τραπεζών και των εταιρειών, ενώ το δημόσιο χρέος δεν δημιουργήθηκε από τις υψηλές κοινωνικές δαπάνες. Για παράδειγμα, στην Ιταλία το δημόσιο χρέος δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’70 από τις επιλογές των κυβερνήσεων. Δέχτηκαν ένα πολύ υψηλό επίπεδο της φοροδιαφυγής για πολιτικούς λόγους, ενώ έδιναν χρήματα στις επιχειρήσεις μέσω της παροχής κινήτρων, φορολογικών απαλλαγών, δαπανών για υποδομές δεν κτίστηκαν ποτέ ή άλλων που αποδείχτηκαν άχρηστες. Σκεφτείτε επίσης όλα αυτά τα χρήματα που καταβάλλονται στο οργανωμένο έγκλημα, στους πολιτικούς και στη διαφθορά. Δημόσια δαπάνη, πράγματι, αλλά όχι κοινωνική, με στόχο να στηρίξει ένα σύστημα εξουσίας αποτελούμενο από επιχειρηματίες και πολιτικούς.
Έτσι, το δημόσιο χρέος υπονομεύει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα αποφάσεων του κάθε κράτους και δημιουργεί το ευρωπαϊκό υπερεθνικό κράτος, το ευρωπαϊκό πολιτικό υπερ-κράτος, που τελικά θα επιβεβαιώσει με έλλειμμα δημοκρατίας τον ηγετικό ρόλο της υπερ-Γερμανίας.
Τα σχέδια της ΕΚΤ για τα PIIGS στοχεύουν να οικοδομήσουν αυτή την Ευρώπη. Η ΕΚΤ κάνει σε αυτές τις χώρες ό,τι έκανε το ΔΝΤ στη Λατινική Αμερική με τα σχέδια λιτότητάς της: Ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κοινωνικών δαπανών, περικοπές αναδιανεμητικών πολιτικών και επισφαλείς θέσεις εργασίας για τους νέους και τους όχι και τόσο νέους. Όμως, η τρέχουσα κρίση υπερπαραγωγής στρέφεται εναντίον του ευρωπαϊκού υπερ-κράτους, με μια συνθήκη υπο-κατανάλωσης που παράγεται από τη μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων. Η λιτότητα δεν μπορεί να πάει μαζί με την ανάπτυξη. Οι περιοριστικές πολιτικές στοχεύουν μόνο στην ταξική πάλη ενάντια στο κίνημα της εργατικής τάξης, και τελικά αποδυναμώνουν τον ρόλο των εθνικών κρατών με την συρρίκνωση των δημόσιων οικονομικών.
Προφανώς δεν υπάρχουν οικονομικές λύσεις για τη συστημική κρίση. Τα προβλήματά της δεν μπορούν να επιλυθούν δίνοντας στην ΕΚΤ το ρόλο του τελικού δανειστή (σήμερα η ΕΚΤ δανείζει χρήματα στις τράπεζες με επιτόκιο 1%, ενώ τα ομόλογα του Δημοσίου αποδίδουν 6%) ή επιτρέποντας την έκδοση ευρωομολόγων, όπως πολλά αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα ζητούν, μαζί με κεϋνσιανούς οικονομολόγους, οι οποίοι συνεχίζουν να αυτοαποκαλούνται μαρξιστές. Σε αυτή την πορεία, μοιάζουμε με κατάδικους που δένουν τον κόμπο στο σχοινί της κρεμάλας τους και το γνωρίζουν. Μια συστημική κρίση του διεθνούς κεφαλαίου δεν επιτρέπει απίθανες και παρωχημένες κεϋνσιανές οικονομικές λύσεις με στόχο την επίτευξη του αδυνάτου: Λιτότητας και πολιτικών ανάπτυξης. Οι πολιτικές αυτές είναι οικονομικά παράλογες, και πολιτικά και οικονομικά ανέφικτες.

Στα βήματα της ALBA για μια εναλλακτική ένωση των μεσογειακών χωρών

Έτσι, προτείνετε πολιτική λύση;

– Η απόφαση κομμάτων όπως του Δημοκρατικού να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Μόντι, είναι αυτοκτονική και ιστορικά, οικονομικά και πολιτικά οπισθοδρομική, συγκρινόμενη ακόμα και με κάποιους δεξιούς οικονομολόγους και πολιτικούς, υποστηρικτές του Μπερλουσκόνι ή και ...χειρότερων. Το να θυσιαζόμαστε στη Γερμανία και να ελπίζουμε να γίνουμε δεκτοί μεταξύ των ισχυρών, αφού πρώτα βάλουμε τους εργαζομένους να πληρώσουν για την κρίση δεν ωφελεί. Αυτό που τούτη η κυβέρνηση των καθηγητών, των βιομηχάνων και των υπηρετών της Εκκλησίας κάνει σε βάρος των εργαζομένων ούτε καν ο Μπερλουσκόνι δεν τόλμησε ποτέ να κάνει, κι αυτό επειδή είμαστε εντελώς κάτω από την εξουσία της γερμανικής αστικής τάξης. Οι οικονομικές πολιτικές των τελευταίων μηνών μπορεί να είναι το θεμέλιο του νέου ευρωπαϊκού κράτους για τα επόμενα 30 χρόνια. Ωστόσο, τώρα προετοιμάζεται μια ισχυρή κοινωνική σύγκρουση...

Στο νέο πεδίο ταξικών συγκρούσεων, πώς βλέπετε το ρόλο της Ελλάδας;

– Μια νίκη των ταξικών αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα θα μπορούσε να δώσει μια ισχυρή ώθηση στην κοινωνική σύγκρουση που μαίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η ταξική Αριστερά στην Ελλάδα, με τον απαραίτητο βασικό ρόλο του ΠΑΜΕ και των πρωτοβάθμιων σωματείων θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού κοινωνικού αγώνα κατά της τρόικας και των πολιτικών του ευρώ.
Οι Έλληνες σύντροφοι θα πρέπει να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη μιας συνολικής πολιτικής λύσης για ολόκληρο το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, ξεκινώντας από τα PIIGS, με στόχο την έξοδο από την Ευρώπη του ευρώ επάνω σε ένα ταξικό πλαίσιο, ένα δρόμο αγώνα και οργάνωσης για το συντονισμό σε τακτικά θέματα και ένα νέο κοινωνικό και συνδικαλιστικό ρόλο. Όλα αυτά σε μια στρατηγική προοπτική μιας ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής αλλαγής. Για να το κάνουμε αυτό χρειάζεται μια νέα πολιτική πορεία, πέρα από τις οικονομικές συμβατότητες, ακόμα και τις φαινομενικά κοινωνικές, θέτοντας τον εαυτό μας έξω από την ιμπεριαλιστική Ευρώπη του ευρώ και ξεκινώντας να ψηλαφίζουμε από το μηδέν την οικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού χώρου.
Ξεκινώντας από τη μεσογειακή Ευρώπη, ένα ισχυρό και οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης πρέπει να επιβάλει μια ισχυρή και εκτεταμένη φορολογία του κεφαλαίου, μια πραγματική ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, ένα καθολικό εγγυημένο εισόδημα, δωρεάν βασικές υπηρεσίες για όλους, ένα δημόσιο σύστημα στέγασης, εγγυημένους μισθούς για όλους τους εργαζόμενους. Στον πυρήνα αυτής της πρότασης πρέπει να είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών, με στόχο τον κοινωνικό έλεγχο στις πιστωτικές ροές, που θα πρέπει να κατευθύνονται σε κοινωνικά χρήσιμες επενδύσεις, για την εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων και την κρατικοποίηση όσων έχουν πληγεί από την κρίση.
Οι χώρες που συμμετέχουν στην ένωση ALBA της Λατινικής Αμερικής (Βολιβία, Κούβα, Ισημερινός, Νικαράγουα, Βενεζουέλα κ.ά.) αποτελούν ένα θετικό παράδειγμα. Εκεί η τάση αντιστράφηκε με την εκδίωξη των καπιταλιστικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ, την εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων όπως οι επικοινωνίες, η ενέργεια, οι μεταφορές, με ισχυρές κοινωνικές επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν από την Τράπεζα του Νότου (Banco del Sur).
Στις χώρες μας, θα πρέπει να προωθήσουμε αγώνες και λύσεις με στόχο να ανατραπεί η ταξική ισορροπία δυνάμεων, μέσω ενός νέου τακτικού και στρατηγικού προγράμματος. Εάν μία χώρα βγει από το ευρώ μόνη της, θα δεχθεί σοβαρή επίθεση από τη διεθνή κερδοσκοπία, με αποτέλεσμα να διαλυθούν κι οι τελευταίες πιθανότητες για μια αυτοδύναμη ανάπτυξη.
Σε περίπτωση που νικήσει η ελληνική Αριστερά, θα πρέπει να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στο ευρωπαϊκό κίνημα της εργατικής τάξης και να οικοδομήσει μια ευρύτερη αντι-καπιταλιστική εναλλακτική ζώνη. Εκεί το πρόβλημα του χρέους θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την άρνηση πληρωμής των τραπεζών και διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Με αυτό τον τρόπο μια ολόκληρη περιοχή και πολλές χώρες θα είναι σε θέση να αποκτήσουν το δικό τους νόμισμα και το δικό τους αναπτυξιακό πρότυπο έξω από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τις έννοιες του κέρδους. Στο βιβλίο μας με Il Risveglio dei maiali – PIIGS (Η αφύπνιση των γουρουνιών - PIIGS) προτείνουμε το νόμισμα Libera, ένα κοινό νόμισμα για την περιοχή ALIAS, που θα συμπεριλαμβάνει τις μεσογειακές χώρες τόσο της Ευρώπης όσο και της Αφρικής και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Φαντάζει ένα σχέδιο ουτοπικό, το όνειρο κάποιων μαρξιστών ονειροπόλων...

– Η κρίση του κεφαλαίου είναι βαθιά και συστημική. Σύντομα μάλιστα πρόκειται να μετατραπεί σε μια πρωτοφανή κοινωνική κρίση. Η ιστορία δεν προχωράει με γραμμικό τρόπο, αλλά πηγαίνει με ρήγματα και άλματα, σύμφωνα με τις μεταβλητές της κοινωνικής πάλης. Η κοινωνική σύγκρουση βασίζεται σε νέες και πιο πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις, που μπορούν να αλλάξουν τις σχέσεις εξουσίας και πρέπει να στοχεύουν προς όφελος της εργατικής τάξης. Χρειάζεται ικανότητα στην τακτική, αλλά χωρίς συμβιβασμούς με το κεφάλαιο ή την αποδοχή ενός (πρακτικά αδύνατου) ρόλου συνδιαχειριστή της κρίσης. Έχουμε πολλά παραδείγματα: Από το εναλλακτικό αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό σχέδιο των χωρών της ALBA, μέχρι πιο ήπιες λύσεις μόνο για το θέμα του χρέους, όπως στην Ισλανδία, που υιοθέτησε μια γενναία επιλογή αρνούμενη να πληρώσει το δημόσιο χρέος στις αγγλικές και ολλανδικές τράπεζες και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πληρώνοντας όμως τους μικρούς αποταμιευτές. Η Λατινική Αμερική γνώρισε προγραμματισμένες στάσεις πληρωμών, όπως στην Αργεντινή, που θεωρήθηκε «νεκρή» στην αρχή του αιώνα και ακολούθησε το δικό της εσωτερικό πρότυπο ανάπτυξης, αποφεύγοντας τα νύχια της διεθνούς κερδοσκοπίας. Σήμερα η Αργεντινή είναι μια αναδυόμενη οικονομική δύναμη. Για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε χρειάζεται ένα σπάνιο μίγμα στη σημερινή Ιταλία και την Ευρώπη: Η πολιτική γενναιότητα μιας ταξικής Αριστεράς που θα ενταχθεί στην πάλη για μια σοσιαλιστική εναλλακτική λύση.