Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Νεοφιλελευθερισμός και κράτος


Κατά την ανάδυση και κυριαρχία του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου ή ολοκληρωτικού καπιταλισμού, το κράτος δεν αποτέλεσε εμπόδιο ή εχθρό του όπως μπορεί κάποιος να υποθέσει. Αντίθετα, ως όργανο ταξικής κυριαρχίας επέτρεψε να συντελεστούν όλες εκείνες οι προσαρμογές στην πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία που κρίθηκαν αναγκαίες.

Του Δημήτρη Γρηγορόπουλου


Δεν υπάρχει «επιτελικό κράτος»

Ο «αντικρατισμός» είναι το ιδεολόγημα που κυρίαρχα προβάλλουν οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού. Διατείνονται ότι το κράτος συνεχώς επεκτείνει την παρέμβασή του στην οικονομία, ενώ από τη φύση του είναι ανίκανο να αναπτύξει επιχειρηματικότητα και ότι με την πελατειακή δομή και λειτουργία του οδηγεί σε δυσβάσταχτες σπατάλες, απομυζώντας την ικμάδα του ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας ελλείμματα και χρέη. Αυτή η άποψη αναπαράγει μια κλασική ιδεαλιστική άποψη χεγκελιανής προέλευσης, σύμφωνα με την οποία το κράτος δημιουργεί (καθορίζει) την κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Ο Κ. Μαρξ ήδη από τη Γερμανική ιδεολογία απέδειξε ότι το κράτος «είναι η απατηλή μορφή των κοινών συμφερόντων, που κάτω απ’ αυτή διεξάγονται οι πραγματικοί αγώνες των διαφόρων τάξεων ανάμεσά τους».

Η ιδιοτυπία του νεοφιλελευθερισμού σε διάκριση από την κλασική αστική αντίληψη της ουδετερότητας του κράτους (κράτος δικαίου) έγκειται στη σύλληψη του κράτους ως οντότητας με ιδιαίτερα συμφέροντα, τα οποία προωθεί εις βάρος της κοινωνίας των ιδιωτών. Η αποστολή αυτού του ιδεολογήματος είναι διττή: Αφενός, να συγκαλύψει ότι γενεσιουργός αιτία της κρίσης και των περιπλοκών της είναι η εγγενής παθογένεια του καπιταλισμού, αφετέρου, να «κατασκευάσει» έναν «εχθρό», που θα θεωρηθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος της κρίσης, απενοχοποιώντας την αστική τάξη. Κηρύσσοντας σταυροφορία κατά του «κρατισμού» και των «κρατιστών», η άρχουσα τάξη επιχειρεί να αρθρώσει την αστική παγκοινωνική ηγεμονία (το κράτος είναι η αιτία της κακοδαιμονίας της κοινωνίας) και να ηγεμονεύσει έτσι σε μια κοινωνία που καταδυναστεύει! Το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα συμπυκνώνεται στην απαίτηση για «μικρότερο, ευέλικτο, επιτελικό κράτος».

Στην πραγματικότητα, αυτή η θέση εκφράζει την απαίτηση των τραπεζών και των μονοπωλίων της εποχής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού για κατοχύρωση από το κράτος απόλυτης ασυδοσίας στη δράση τους. Συγκεκριμένα: Το αίτημα για «μικρότερο» κράτος υπονοεί την παράδοση του δημόσιου πλούτου στο κεφάλαιο, την κατακρήμνιση και των στοιχειωδών δομών πρόνοιας, τη διόγκωση της σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, την ελευθερία των απολύσεων και αντίστροφα όμως, την πρωτοφανή ενίσχυση των διαστάσεων και του έργου του κατασταλτικού μηχανισμού (πρώτη αναλογικά η Ελληνική Αστυνομία στην Ευρώπη) και τη συγκρότηση αντιδραστικού νομοθετικού πλαισίου. Ο όρος «ευέλικτο» κράτος εννοεί την απαλλαγή του κρατικού μηχανισμού από τις συντεχνίες, το μικροκομματισμό, το λαϊκισμό, τη «σοβιετικού» τύπου γραφειοκρατία, τη συνδικαλιστική ασυδοσία. Προβλήματα λειτουργίας και δομής το αστικό κράτος έχει πολλά.

Είναι οξύμωρο όμως να μεταμφιέζονται σε κατηγόρους οι πολιτικές δυνάμεις που έχτισαν αυτό το κράτος για να εξυπηρετήσουν την άρχουσα τάξη. Από την άλλη, αυτή η γενικευμένη επίθεση επιδιώκει να πλήξει τα συμφέροντα και τους αγώνες (άλλο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία –που αυτοί εξέθρεψαν– και άλλο ο συνδικαλισμός). Επιτελικό κράτος, τέλος, με την έννοια της ορθολογικής ρύθμισης, δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό και ιδιαίτερα στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της απόλυτης σχεδόν υποταγής στο κεφάλαιο. Υπάρχει μόνο με την έννοια του συντονισμού των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι κυρίαρχο ρεύμα στην αστική οικονομική σκέψη και πολιτική από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Παρά την ιδεοληπτική εχθρότητα προς την κεϋνσιανή διαχείριση και τη σοσιαλδημοκρατία, που οι ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού λόγω «κρατισμού» τη συνάπτουν μάλλον με τον μαρξισμό και το σοσιαλισμό, είναι μια μορμή ρύθμισης των σχέσεων των μονοπωλίων με το κράτος, όπως και η κεϋνσιανή ρύθμιση. Η διαφορά έγκειται κυρίως στην απαίτηση από το νεοφιλελευθερισμό μεγαλύτερης ελευθερίας, δηλαδή ασυδοσίας για το μεγάλο κεφάλαιο στον οικονομικό τομέα (επιδοτήσεις, φόροι, μισθοί), στον κοινωνικό (αποικοδόμηση του κράτους πρόνοιας) και στον πολιτικό (ενίσχυση της καταστολής για την εξουδετέρωση των αντιδράσεων). Ο νεοφιλελευθερισμός ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με την κεϋνσιανή αντίληψη της μόνιμης και συστηματικής παρέμβασης του κράτους στην κοινωνία. Παρά την αντιπαλότητά τους και οι δύο μορφές ρύθμισης αποσκοπούν στη σωτηρία και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Εξάλλου, η αδυναμία ηγεμονίας του καθαρού νεοφιλελευθερισμού και η κοινωνική αναλγησία του, οδηγεί με αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στον αστικό ιδεολογικοπολιτικό χώρο, σε συγκλίσεις ή σε «μίγματα πολιτικών». Τέτοια υβριδική ιδεολογική έκφραση αποτελεί ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, συγκερασμός της ελευθερίας (ασυδοσίας) της αγοράς και της κοινωνικής –υποτίθεται– προστασίας (επίσημη ιδεολογία της ΝΔ). Παρόμοια εγχειρήματα αναλαμβάνονται και στο ρεφορμιστικό χώρο. Η ΔΗΜΑΡ και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονται («παγώνουν» κατά τον ΣΥΡΙΖΑ) την εφαρμοζόμενη πολιτική της λιτότητας και της δημοσιονομικής εξισορρόπησης, προβάλλοντας (ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ) σε διακηρυκτικό επίπεδο κάποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις κεϋνσιανού τύπου.

Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, από μειοψηφικό ιδεολογικοπολιτικό και οικονομικό ρεύμα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, επιβάλλεται δυναμικά με πρωτοπόρους τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν. Στην επιβολή του συντέλεσε ένα πλέγμα παραγόντων: Μείωση του ποσοστού κέρδους οφειλόμενη στην αύξηση του μεταβλητού κεφαλαίου, λόγω αύξησης των ονομαστικών μισθών και στη διεύρυνση του κράτους-πρόνοιας, η επέκταση του κράτους και η ένταση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, ο στασιμοπληθωρισμός, οι νίκες του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (Βιετνάμ), η ανάπτυξη του αριστερού κινήματος (Μάης ’68, φοιτητικό κίνημα στις ΗΠΑ) αλλά και η πετρελαϊκή κρίση του 1973, η αρχόμενη υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ως διέξοδος πλεονάζοντος κεφαλαίου. Αυτοί οι παράγοντες ενισχύουν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αντεπίθεση του κεφαλαίου για να αλλάξει σαφώς τον συσχετισμό εις βάρος της εργατικής τάξης, μειώνοντας μονεταριστικά τον πληθωρισμό και τα ελλείμματα (περιορισμός μισθών και κοινωνικών δαπανών), απορρυθμίζοντας την προστασία της εργασίας, αυξάνοντας έτσι όχι μόνο τη σχετική αλλά και την απόλυτη υπεραξία. Ακόμη, με τις εκτεταμένες αποκρατικοποιήσεις, την ένταση της προνομιακής αντιμετώπισης του κεφαλαίου από το κράτος (επιδοτήσεις, δάνεια χαριστικά, φοροαπαλλαγές, φοροδιαφυγή), την επιχειρηματική δραστηριοποίηση (παράγωγα) του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που εξελίχτηκε ραγδαία σε κυρίαρχο βραχίονα του συστήματος και ταυτόχρονα σε παράγοντα υπονόμευσής του.

Στην ανάδυση και κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου και ολοκληρωτικού καπιταλισμού το κράτος δεν αποτελεί εχθρό του, όπως αυτός ισχυρίζεται. Αφού πρόκειται για αλλαγή διαχείρισης και όχι ασφαλώς για επανάσταση, που απαιτεί συντριβή του κράτους, το αστικό κράτος, με ορισμένες αναπροσαρμογές, κάλλιστα υπηρετεί τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Μάλιστα, η επιβολή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με εξωοικονομική βία (παράνομοι εκβιασμοί σε βάρος των εργαζομένων), αντιδραστικό νομικό πλαίσιο (κατάργηση δικαιωμάτων, λιτότητα, φόροι, απολύσεις, τρομοκρατία, καταστολή κινητοποιήσεων) αλλά και η πρωτοφανής σε έκταση και ασυδοσία διάθεση των κρατικών επιχειρήσεων και του δημόσιου πλούτου στην αδηφαγία του κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου και τέλος, η προκλητική μεταφορά πλούτου από την κοινωνία σε αυτό (αύξηση υπεραξίας, φορολογική ασυδοσία, δωρεάν χρήμα κ.ά.), απαιτούν για τη διασφάλιση μιας τέτοιας πολιτικής την πολύ στενή διαπλοκή και τη σχεδόν απόλυτη χειραγώγηση του κράτους από το μεγάλο κεφάλαιο, εθνικό και διεθνικό. Το κράτος στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση όχι μόνον δεν δημιουργεί προσκόμματα στη δραστηριότητα του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά από γενικός καπιταλιστής μετατρέπεται σε γενικό καπιταλιστή της μονοπωλιακής και χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας. Η σχετική αυτοτέλειά του απ’ αυτήν έχει συρρικνωθεί. Δεν προστατεύει τους μικρομεσαίους αλλά ούτε και τις πιο αδύναμες μερίδες της αστικής τάξης, που στην κρίση μαζικά καταστρέφονται. Ούτε ασφαλώς απλώνει ένα στοιχειώδες δίχτυ προστασίας στα λαϊκά στρώματα από την επίθεση της κεφαλαιοκρατίας. Στη νεοφιλελεύθερη - ολοκληρωτική μορφή ρύθμισης των σχέσεων κράτους - μονοπωλίων διαμορφώνεται μια σχέση σχεδόν ολοκληρωτικής υποταγής του κράτους σε αυτά. Πρόκειται για στενή συνύφανση, συσσωμάτωση (corpus) των δύο πόλων, που είναι χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών συστημάτων. Αυτή η σχέση πιστοποιείται όχι μόνον από την αναντίρρητη συμμόρφωση του κράτους στις επιταγές του κεφαλαίου, αλλά και από την άμεση επέμβαση οργάνων του στη δημόσια ζωή (ΣΕΒ, ΙΟΒΕ), την επάνδρωση κορυφαίων θέσεων της κρατικής ιεραρχίας από εκπροσώπους της τραπεζικής ιδίως ολιγαρχίας, την άμεση και κυριαρχική επέμβαση του ξένου παράγοντα (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΔΝΤ) για την προστασία των δανειστών και γενικά των μεγάλων συμφερόντων με την επιβολή αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων.

Η πιο κραυγαλέα απόδειξη υπηρεσίας του κράτους στο μεγάλο και δη στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είναι η επιχείρηση σωτηρίας τους μετά την κρίση του 2008. Τεράστια ποσά δαπανήθηκαν –και δαπανώνται– από τα κράτη, για να σωθούν οι τράπεζες από την πτώχευση, που οι ίδιες προκάλεσαν με τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τους (τοξικά παράγωγα - επισφαλή δάνεια). Πακτωλός ευρώ στον βωμό των τραπεζών, που ακόμη όμως νοσούν, όπως αποδεικνύεται από τα υψηλά επιτόκια δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας παρά τις οικονομικές ενέσεις στην τελευταία ευρωσύνοδο. Το δημόσιο χρέος που ταλανίζει πολλές ευρωπαϊκές χώρες δημιουργήθηκε από την «κοινωνικοποίηση» της ζημιάς των τραπεζών. Η δυναμική παρέμβαση του κράτους διέψευσε όχι μόνον την κλασική αντίληψη της αυτόματης ρύθμισης της αγοράς (Α. Σμιθ) αλλά και τη νεοφιλελεύθερη «αντικρατιστική» ιδεοληψία. Η ακραία υποταγή του κράτους στις τράπεζες κραυγαλέα εκδηλώθηκε με την εξασφάλιση 50 δισ. ευρώ που χρεώθηκε το ελληνικό κράτος για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το PSI που υπέστησαν. Απεναντίας, έμειναν ακάλυπτα χάνοντας τα μισά από τα αποθεματικά τους, μετά το υποχρεωτικό μάλιστα PSI στο οποίο υποβλήθηκαν, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, ο ΕΟΤ, δημόσιοι οργανισμοί, αλλά και απλοί ιδιώτες. Δόθηκαν υποσχέσεις από τον Βενιζέλο για κάποια ρύθμιση, αλλά έμειναν υποσχέσεις...

Καθοριστικό ρόλο στην όξυνση της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας διαδραμάτισε η ανισόμετρη ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η αυταρχική δράση των πολιτικών οργάνων της σε βάρος της χώρας μας. Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός με τα πανίσχυρα μονοπώλια της ΕΕ οδήγησε στη συντριβή παραδοσιακών κλάδων, στη μετανάστευση επιχειρήσεων ιδίως στα Βαλκάνια. Παράλληλα, οι ποσοστώσεις στον αγροτικό τομέα και η αντιπαραγωγική χρήση των επιδοτήσεων μετέτρεψαν τη χώρα μας από εξαγωγό σε εισαγωγέα αγροτικών προϊόντων. Ο κατακλυσμός της χώρας μας από βιομηχανικά προϊόντα της Γερμανίας και των βορείων εκτίναζε το εμπορικό έλλειμμα της χώρας μέσα σε μια δεκαετία από την ένταξή μας στην ΕΕ, στο 11%. Το εμπορικό έλλειμμα, η φοροδιαφυγή, η πτώση της παραγωγής, αλλά και η έντεχνη προσφορά χαμηλών επιτοκίων από τη Γερμανία εκτίναξαν στα ύψη το δανεισμό της χώρας από τις άφρονες αστικές κυβερνήσεις. Η ΕΕ με τον αντιδραστικό πολιτικό μηχανισμό της σε συνέργεια με τους οικονομικούς δολοφόνους του ΔΝΤ, μας μετέτρεψε σε υποζύγια, για να εξασφαλιστεί με το αίμα του ελληνικού λαού η απομύζηση υπέρογκων τόκων από τους τοκογλύφους (μόνον για τόκους εισπράττουν από τη χώρα μας, περίπου 13 δισ. ευρώ το χρόνο) αλλά και για να αποτελέσουμε το δακτυλοδεικτούμενο πειραματόζωο, για να εξασφαλίσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί δημοσιονομική πειθαρχία.

Η πειθήνια υποταγή του αστικού κράτους στους επικυρίαρχους των Βρυξελλών πανηγυρικά επιβεβαιώνεται από το σχέδιο εκποίησης της κρατικής και δημόσιας περιουσίας. Με περισσό θράσος χαρακτηρίζουν αξιοποίηση την εκποίησή της, ενώ είναι νομοθετημένη η ενθυλάκωση του όποιου τιμήματος για την αποπληρωμή των τοκογλύφων. Η εθελουδουλία της πολιτικής ηγεσίας έχει και άλλες παραμέτρους. Οι δημόσιες επιχειρήσεις θα πουληθούν στην τωρινή χρηματιστηριακή τιμή τους, αντί πινακίου φακής δηλαδή. Και το πιο εξοργιστικό, που και ο σοβαρός πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ το επικαλέστηκε ως τεκμήριο του εθνικού ελέγχου των επιχειρήσεων: Το Δημόσιο θα διατηρήσει τον έλεγχο των δικτύων, σε ΔΕΗ, ΟΣΕ, ΕΥΔΑΠ κ.ά., ενώ οι «επενδυτές» θα αναλάβουν την εμπορική εκμετάλλευσή τους. Δηλαδή, οι ιθαγενείς θα αναλάβουν την πολυέξοδη συντήρηση των δικτύων, ενώ οι αγοραστές τη σίγουρη και υψηλή κερδοφορία, απαλλαγμένη και από έξοδα συντήρησης, την εκμετάλλευση του ρεύματος, του νερού, της μεταφοράς! Από τη δεκαετία του ’80 η ηγεσία του τέως δικομματισμού δρέπει δάφνες για την πατριωτική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Από τις προβληματικές, που το ΠΑΣΟΚ χρηματοδότησε με τον ιδρώτα του ελληνικού λαού, ως τον ΟΤΕ και την Ολυμπιακή, που το κράτος γενναιόδωρα φορτώθηκε τα χρέη τους, για να τις παραδώσει αγνές και άμωμες στο κεφάλαιο. Ο λαός γρηγορεί. Δεν μπορούν να πουλήσουν ούτε με τον κλασικό τρόπο ούτε με κοινοπραξίες αυτό που δεν τους ανήκει...

Με το βλέμμα στη ...Νορβηγία ο ΣΥΡΙΖΑ

Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιτίθεται λάβρος κατά της τρικομματικής και απειλεί τους υπουργούς που θα υπογράψουν για τις ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και με παραπομπή στη δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα συγκλίνει στρατηγικά με την κυβέρνηση, διαφοροποιούμενος απλώς στη μεθοδολογία των ιδιωτικοποιήσεων. Συγκεκριμένα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε μια επίδειξη «υπεύθυνης» αντιπολίτευσης (συμπολίτευσης τελικά), ζητώντας «τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών» συναινεί στις ιδιωτικοποιήσεις με το ρεφορμιστικό ψιμύθιο της κοινοπραξίας. Για του λόγου το αληθές: Τσίπρας (ΝΕΤ 12/7): «Για παράδειγμα, μοντέλο αξιοποίησης είναι σε κατάσταση καπιταλισμού κι αυτό, στη Νορβηγία, όπου ο δημόσιος πλούτος αξιοποιείται σε συνέργεια με ιδιώτες». Παρεμφερείς ήταν οι τοποθετήσεις του Γ. Δραγασάκη (Real News 8/7): «Αντιπαραθέτουμε μια πολιτική αξιοποίησης του δημόσιου πλούτου, με νέα εργαλεία, όπως αναπτυξιακές κοινοπραξίες με συμμετοχή του Δημοσίου όσο και ιδιωτικών φορέων του εσωτερικού και του εξωτερικού» και του Δ. Παπαδημούλη (ρ/σ Βήμα FM): «Αντίθετα, προτείνουμε την αξιοποίηση με κοινοπραξίες που ελέγχονται από το Δημόσιο ή ιδιώτες».

Η «κοινοπραξία» είναι το φύλλο συκής. Στις κοινοπραξίες και τα ΣΔΙΤ τη διαχείριση ελέγχει ο ιδιώτης, αλλιώς δεν συμμετέχει στον συνεταιρισμό. Εξάλλου και η ΝΔ μιλάει για αξιοποίηση ευφημιστικά των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και όχι για ξεπούλημα.
Ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της σύμπραξης επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα, που αναφέρεται στα κέρδη των ιδιωτών: «Γι’ αυτό σας μίλησα και για την ανάγκη διεθνών κοινοπραξιών, που θα φέρουν χρήματα και επενδύσεις, αλλά ταυτόχρονα θα αποκομίσουν και κέρδος διαχρονικά... ή έστω προοπτικά». Θα έρθουν χρήματα και επενδύσεις από το εξωτερικό, αλλά θα αποκομίσουν κέρδη, θα έχουν την προοπτική κερδών.

Πάντως, είτε σε ιδιωτική επιχείρηση αποκλειστικά πουληθεί δημόσια περιουσία είτε σε συνεταιρισμό Δημόσιου και ιδιωτικής επιχείρησης, για ιδιωτικοποίηση θα πρόκειται της μιας ή της άλλης μορφής, που τα κέρδη της θα είναι εξασφαλισμένα. Είναι ακόμη άξιο προσοχής ότι στις ιδιωτικοποιήσεις η αντιπαράθεση εστιάζεται στο τίμημα και όχι στις παραγωγικές σχέσεις, ότι δηλαδή ανοίγονται νέα πεδία δράσης για το μεγάλο κεφάλαιο και ότι ενισχύεται η κερδοφορία και ο παρασιτισμός του, αφού βασίζεται και αξιοποιεί επενδύσεις και υποδομές, που έχουν δημιουργηθεί με τον ιδρώτα του ελληνικού λαού. Όπως είπε αποκαλυπτικά ο Δ. Παπαδημούλης, «είμαστε αντίθετοι με το ξεπούλημα μπιρ παρά και όπως όπως»... Από αυτή τη δήλωση δύο συμπεράσματα συνάγονται: Ότι το κριτήριο για την ιδιωτικοποίηση είναι απλώς το τίμημα και όχι η ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, της κερδοφορίας και της κυριαρχίας τους και ότι η ιδιωτικοποίηση δεν αποκλείεται, αν δεν είναι ευτελής η αποτίμηση της δημόσιας περιουσίας (μπιρ παρά).

ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ
Όργανο ελέγχου για κάθε υπηρεσία

Ο πολίτης στο συγχρωτισμό του με το Δημόσιο και τις υπηρεσίες του έχει αρνητικές προσλαμβάνουσες. Η κακή οργάνωση και δυσλειτουργία των υπηρεσιών, η μείωση του προσωπικού και των αποδοχών του, οδηγεί στη μείωση της αποδοτικότητάς του. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με τα προβλήματά τους προκαλεί αγανάκτηση στους πολίτες, που συχνά στρέφουν την οργή τους κατά των υπαλλήλων, έστω κι αν αυτοί δεν φταίνε. Την αρνητική τους διάθεση οξύνει και ο κοινωνικός αυτοματισμός, που συστηματικά καλλιεργεί το σύστημα κατά των δημοσίων υπαλλήλων για τη δήθεν προνομιακή θέση που κατέχουν. Στα πιο συντηρητικά στρώματα των πολιτών μπορεί η κυβερνητική προπαγάνδα να αλιεύσει πρόθυμους ακροατές που λόγω της αντίδρασης προς το Δημόσιο να συναινέσουν στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων («αφού, έτσι κι αλλιώς, είναι άχρηστες»). Γενικότερα, οι μνημονιακές δυνάμεις θα επιδιώξουν τη συμμαχία ή την ανοχή στρωμάτων που μπορεί, χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, να πιστέψουν ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει από την εξοικονόμηση κάποιων χρημάτων. Μια αριστερή προσέγγιση στο θέμα δεν πρέπει να μένει καθηλωμένη στο ύψος του τιμήματος ή σε μια πιο συμφέρουσα μορφή ιδιωτικοποίησης (κοινοπραξία), γιατί έτσι νομιμοποιεί, έστω υπό όρους, την πολιτική της εκποίησης. Πρέπει τεκμηριωμένα να προβάλλεται η υποβάθμιση των υπηρεσιών της ιδιωτικοποιημένης υπηρεσίας, που θα θέλει να μειώσει το κόστος, οι κίνδυνοι για την υγεία και την ασφάλειά του πολίτη, οι απολύσεις και η άνοδος των τιμών. Παράλληλα, πρέπει να προβάλλεται ο στόχος του ριζικού εκδημοκρατισμού που θα βελτιώνει τις συνθήκες και για τους εργαζόμενους και για τους συναλλασσόμενους. Η ορθολογική και δημοκρατική λειτουργία και οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών εξυπηρετεί το καθολικό συμφέρον.

Ο δημόσιος τομέας είναι οργανωμένος με αναξιοκρατικά κριτήρια και στεγανά. Η ανάδειξη των στελεχών γίνεται με κομματικά - πελατειακά κριτήρια. Οι εξουσίες συγκεντρώνονται στα ηγετικά κλιμάκια κάθε τομέα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε αυτό το επίπεδο χωρίς καμιά συμμετοχή ακόμη και των έμπειρων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αποξενώνονται απ’ αυτή τη διαδικασία, παθητικοποιούνται, αδιαφορούν. Γι’ αυτό, επιβάλλεται ο εκδημοκρατισμός του Δημοσίου. Νευραλγικής σημασίας είναι η θεσμοθέτηση οργάνων ελέγχου για την υπηρεσία γενικά και για τον κάθε τομέα, η εκλογή αντιπροσώπων (με δυνατότητα ανάκλησής τους) στα όργανα διοικητικά και αντιπροσωπευτικά. Όλοι οι εργαζόμενοι θα ενημερώνονται για τα προβλήματα της υπηρεσίας, έτσι θα ζωογονείται το ενδιαφέρον για τη δουλειά και τις υποχρεώσεις τους. Γενική συνέλευση των εργαζομένων πρέπει να αποφασίζει για τα θέματα του προσωπικού και άλλα ευρύτερα.

Η δημοκρατική λειτουργία, ταυτόχρονα, θα αποτελεί φραγμό στις αυθαιρεσίες της διορισμένης διοίκησης και της κυβέρνησης. Θα υπερασπίζει δυναμικά τα συμφέροντα των εργαζομένων και των πολιτών.

Βέβαια, εκδημοκρατισμός σε μια δημόσια επιχείρηση ή οργανισμό δεν σημαίνει και τον έλεγχό της από τους εργαζόμενους. Αυτό ισχυρίζεται η ρεφορμιστική αντίληψη της βαθμιαίας κατάκτησης της εξουσίας, που είναι όμως αδύνατη χωρίς επαναστατική αναμέτρηση. Σημαίνει όμως άσκηση σημαντικής επιρροής στη λειτουργία και τις αποφάσεις της υπηρεσίας, σταδιακό απεγκλωβισμό από τη διορισμένη διοίκηση.

Η ρουτίνα και η ανευθυνότητα θα αποτελούν παρελθόν. Η παραγωγικότητα και η ποιότητα υπηρεσιών θα αναβαθμίζεται. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, οι εργαζόμενοι θα διαμορφώνουν την αντίληψη ότι η υπηρεσία τους ανήκει στους ίδιους και στον λαό, όχι στο κράτος ή σε κάποιον ιδιώτη, ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να καρπώνονται τους καρπούς του μόχθου τους και όχι κάποιος καπιταλιστής που ενδιαφέρεται μόνο για τα κέρδη. Σταδιακά, θα συνειδητοποιούν ότι για να λειτουργεί η επιχείρησή τους δημοκρατικά προς όφελος των ίδιων και της κοινωνίας, είναι αναγκαία η εγκαθίδρυση ενός κοινωνικού συστήματος που στηρίζεται σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις και που λέγεται σοσιαλισμός.