Η ταράτσα, το «λιακωτό»
κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη συλλογική
μας μυθολογία. Ήταν η υπόσχεση ότι η
βροχή δεν θα έμπαινε μες στο σπίτι, όπως
συνέβαινε με τα ξεχαρβαλωμένα κεραμίδια.
Ήταν ο τόπος για το άπλωμα της μπουγάδας,
για τα μπουκάλια με το βύσσινο που
λιαζόταν για να γίνει λικέρ. Ο τόπος της
εφηβικής ονειροπόλησης, το κρυφό
καπνιστήριο, το δίχως φυλλώματα δάσος
με τις τηλεοπτικές κεραίες.
Της Μαριάννας Τζιαντζή
Στις μέρες της ανέμελης
φτώχειας και της αφόρητης ζέστης, η
ταράτσα γινόταν ένας υπαίθριος ομαδικός
κοιτώνας από όπου δεν έλειπαν και τα
παραστρατήματα. Πόθοι στις κουρελούδες,
παράτολμα ερωτικά ρεσάλτα με μάρτυρες
τα μανταλάκια – άφθονες είναι οι
πιπεράτες ιστορίες στο αστυνομικό
δελτίο ή στα χρονογραφήματα της εποχής.
Όλα αυτά και πολλά άλλα
ήταν η ταράτσα, όμως κανείς δεν φαντάστηκε
ότι, σε ειρηνική περίοδο, η ταράτσα του
σπιτιού μας μπορεί να γίνει πεδίο
ανάπτυξης πυραύλων. Γιατί αυτό συμβαίνει
τώρα στο Λονδίνο, όπου τοποθετούνται
συστοιχίες πυραύλων εδάφους - αέρος
στις στέγες δύο πολυώροφων πολυκατοικιών
με σκοπό την αντιμετώπιση πιθανού
τρομοκρατικού πλήγματος στη διάρκεια
των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ο ίδιος ο πολιτισμός
που αποθεώνει την «ιδιωτικότητα», το
δικαίωμα της ελεύθερης και απαραβίαστης
ιδιωτικής ζωής (παράλληλα, βέβαια, με
την παρακολούθηση των ατομικών
μετακινήσεων και της τηλεφωνικής και
ηλεκτρονικής επικοινωνίας) τώρα ποδοπατά
την έννοια του οικογενειακού ασύλου
και μετατρέπει μια αμιγή περιοχή
κατοικίας σε εμπόλεμη ζώνη. Αυτή την
εβδομάδα το Ανώτατο Δικαστήριο της
Βρετανίας απέρριψε την προσφυγή που
είχαν κάνει την άνοιξη οι «πυραυλοπαθείς»
οι οποίοι υποστήριξαν ότι η ύπαρξη
στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε κτίριο
κατοικιών αποτελεί παραβίαση της
ευρωπαϊκής συνθήκης περί ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.
Ελεύθεροι σκοπευτές
και πεζοναύτες στο λιακωτό, υποβρύχιοι
καταστροφείς στο μπαλκόνι, πύραυλοι
και πολυβολεία στην ταράτσα – ούτε στην
Αλβανία του Εμβέρ Χότζα δεν συνέβαιναν
αυτά.
«Το σπίτι μου, το κάστρο
μου»; Όχι πια. Στον ακήρυχτο παγκόσμιο
κοινωνικό πόλεμο, που βαφτίστηκε «πόλεμος
κατά της τρομοκρατίας», το ιερό και
απαραβίαστο «σπίτι μου σπιτάκι μου»
θυσιάζεται στο βωμό όχι ενός «μικρότερου
κράτους» αλλά ενός θηριωδέστερου
κράτους, όπου η Ασφάλεια και η Δημοκρατία
υποτίθεται ότι αλληλοαποκλείονται.
Ούτε βιολιστής στη
στέγη, λοιπόν, ούτε μπουγάδα, ούτε
στρωματσάδα, μόνο πόλεμος στη στέγη.