Στο πλαίσιο του
εσωοργανωτικού και δημόσιου διαλόγου
που διεξάγεται στο ΝΑΡ για το αποτέλεσμα
των εκλογών και τα καθήκοντα της επόμενης
μέρας, πέντε μέλη της Πολιτικής Επιτροπής
του ΝΑΡ κατέθεσαν κείμενο, το οποίο έχει
ήδη κοινοποιηθεί στην οργάνωση. Στο
φύλλο του Πριν δημοσιεύεται το μέρος
που αφορά τους πολιτικούς και κοινωνικούς
συσχετισμούς.
Γράφουν οι: Αλέκος Αναγνωστάκης,
Χρήστος Καυκιάς, Πάνος Κοσμάς, Κώστας
Μάρκου, Παναγιώτης Φραντζής
Με τις εκλογές στις 17
Ιουνίου κλείνει ένας πολιτικός κύκλος
στην εξέλιξη στη σφοδρή διαπάλη που
διεξάγεται για ποιος θα χρεωθεί τα βάρη
της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης που
στη χώρα μας εκδηλώνεται με υπεροξυμένο
τρόπο. Η εικόνα του πολιτικού συστήματος
επαληθεύει πως στην εξέλιξη και στο
τέλος τέτοιου είδους διεθνών ιστορικών
κρίσεων του καπιταλισμού, μέσα από
απρόσμενα και απροσδόκητα επεισόδια
και εξελίξεις, τα πάντα αλλάζουν. Ήδη ο
κλασικός δικομματισμός (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχει
δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Από το 85% και πάνω
που συγκέντρωναν τα δύο αυτά αστικά
κόμματα το 2004, περιορίζονται στο 42% ενός
μειωμένου επιπλέον εκλογικού σώματος
κατά 1.200.000 λόγω της αυξημένης αποχής
(σε σχέση πάντα με το 2004).
Το σύνολο των αστικών
πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ανεξάρτητοι
Έλληνες, Δράση, Δημοκρατική Αριστερά)
δεν ξεπερνά το 53% (μαζί με το ειδικό
φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, το 60%). Το
αστικό πολιτικό μπλοκ εμφανίζεται
διαιρεμένο, Δράση, Ανεξάρτητοι Έλληνες,
ακροδεξιά. Επιπλέον, εμφανίζεται ένα
αστικό αντιμνημονιακό κόμμα, οι
Ανεξάρτητοι Έλληνες, που παρουσιάζει
μια σχετική αντοχή εκφράζοντας την
αντίθεση στο Μνημόνιο που διακατέχει
ένα σημαντικό τμήμα δεξιών ψηφοφόρων.
Το κόμμα αυτό προβάλλει μια αντιμνημονιακή
στάση, ιδιαίτερα από την άποψη των
ζητημάτων κατάργησης της εθνικής
κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή δεν
θίγει τον οικονομικό πυρήνα της ασκούμενης
πολιτικής (παραμονή στο ευρώ,
νεοφιλελευθερισμός).
Η βρυξελλιώτικη,
συστημική, νεοναζί Χρυσή Αυγή αποτελεί
μέρος του ευρύτερου αστικού συστήματος,
γέννημα της πολιτικής του και της κρίσης
της αστικής δημοκρατίας. Είναι η δύναμη
κρούσης σε βάρος της Αριστεράς και του
κινήματος, της επίθεσης του κεφαλαίου,
ελληνικού και ξένου (καμία μεγάλη ξένη
πρεσβεία δεν διαμαρτυρήθηκε για όσα
λέει και κάνει) μπροστά στις μεγάλες
κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται.
Η παρουσία της εδραιώνει ένα νεοφασιστικό
ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία, με
ισχυρή κοινωνική βάση, τα φοβισμένα
μικρομεσαία στρώματα, λούμπεν αλλά και
προλεταριάτο που εξαθλιώνεται.
Με τις εκλογές το αστικό
πολιτικό σύστημα πήρε τελικά ανάσα.
Απετράπη –με στήριξη από τη ΔΗΜΑΡ– η
κατεδάφισή του. Κέρδισε χρόνο και έθεσε
ξανά το ερώτημα: Θα περάσει η απογοήτευση
και η παραίτηση στην εργατική τάξη, τη
νεολαία και τα πληττόμενα στρώματα ή η
εργατική και λαϊκή αντίσταση θα
ξαναζωντανέψει με νέους όρους;
Η Αριστερά στην Ελλάδα
παρουσιάζει μια πολιτική δράση που
δυσκολεύει δίχως όμως να αναχαιτίζει
ή να ανατρέπει την προωθούμενη κανιβαλική
αστική πολιτική. Στην ουσία –παρά
επιμέρους προσπάθειες– δυσκολεύεται
να προσεγγίσει το δομικό χαρακτήρα της
καπιταλιστικής κρίσης. Άρα να προβάλλει
τις αντίστοιχες δομικές απαντήσεις που
απαιτούνται. Αλλά και όταν καθυστερημένα
το αντιλαμβάνεται, εξακολουθεί να δρα
με καθυστερούμενες μικροαλλαγές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ περικλείει
δυνάμεις του κλασικού οπορτουνισμού
και του αστικού εκσυγχρονισμού, δυνάμεις
κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής
αναφοράς. Περιορίζεται σε μια
μεταρρυθμιστική λογική καλύτερης
διαχείρισης που συνοδεύεται κατά
διαλείμματα με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό
λόγο. Αλλάζει όμως, στο πλαίσιο της ίδιας
διαχειριστικής στρατηγικής, λίγο πριν
της εκλογές με την πολιτική της αριστερής
κυβέρνησης, στην ουσία με το «αναθέστε
μου και εγώ μπορώ», μετατοπιζόμενος σε
μια καθαρή φιλοΕΕ και φιλοευρώ στάση
και ταυτόχρονη υποχώρηση του Αριστερού
Ρεύματος και συνιστωσών. (Το ζήτημα της
κυβέρνησης συνδέεται με ένα θελκτικό
κομμουνιστικό πρόγραμμα στον 21ο αιώνα.
Συμπυκνώνει όλο το στρατηγικό πρόβλημα
της Αριστεράς και χρήζει ξεχωριστής
αντιμετώπισης).
Ο δρόμος της επαναστατικής
Αριστεράς, ο δρόμος στον οποίο η εργατική
τάξη παίρνει μαζί της τη μάζα των
μισοπρολεταριακών στοιχείων του
πληθυσμού για την απόκρουση και συντριβή
της αντιλαϊκής επίθεσης και της αστικής
βίας, για τη θετική εξουδετέρωση της
αστάθειας των μικροαστών, με επιδίωξη
να οδηγήσει το εργατικό κίνημα ως την
επανάσταση και τον κομμουνισμό και ο
δρόμος ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο
δρόμο που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύο
διαφορετικές τακτικές που δεν
συμψηφίζονται.
Το ΚΚΕ πλήρωσε τη στάση
του απέναντι στον «υπαρκτό σοσιαλισμό»,
την ανυπαρξία στην ουσία μετωπικής
πολιτικής, τη μεταφορά όλων των ζητημάτων
μετά, στην ασαφή λαϊκή εξουσία και λαϊκή
οικονομία. Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ
το εκλογικό αποτέλεσμα εκπέμπει ένα
σοβαρό σήμα κινδύνου για το παρόν και
το μέλλον του ίδιου του εγχειρήματος.
Παρόλο που επιχειρούν μια σε βάθος
προσέγγιση της κρίσης, εντούτοις φαίνεται
πως τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο
της ασκούμενης πολιτικής καθώς και στην
καθημερινή πρακτική αδυνατούν να
χαράξουν μια ικανή και θελκτική στρατηγική
πολιτική πρόταση.
Στο τέλος αυτής της
συνταρακτικής πενταετίας και ειδικά
στο τέλος των διπλών εκλογών του Μαΐου
- Ιουνίου του 2012, μεγάλο κομμάτι των
λαϊκών και εργατικών δυνάμεων στράφηκε
απότομα στην Αριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αγνόησε τα διαρκή και αλλεπάλληλα
εκβιαστικά διλήμματα διεθνών
ιμπεριαλιστικών κέντρων και εγχώριων
αστικών μηχανισμών.
Ένα υψηλό ποσοστό δεν
ψήφισε με κριτήριο τον φόβο. Αν σκεφτούμε
πόσο καλλιεργείται ο φόβος από το
στρατόπεδο των κυρίαρχων και πόση
σημασία έχει για τη μη αμφισβήτηση της
πολιτικής τους, αντιλαμβανόμαστε την
ουσία αυτού του γεγονότος. Το εκλογικό
σώμα εμφανίζει μια σοβαρή διαφοροποίηση
υπέρ της Αριστεράς, υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, στα
μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα τους
εργατικούς δήμους, στους εργαζόμενους
του ιδιωτικού τομέα, στους μισθωτούς
του Δημοσίου, στους άνεργους, όπου ΝΔ
και ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν εξαιρετικά
χαμηλότερα ποσοστά. Το ίδιο φαινόμενο
παρουσιάζεται, σε αντίθεση με τα μαύρα
χρόνια της δεκαετίας του ’90, στη νεολαία.
(Τα ποσοστά της σε αυτούς τους χώρους
φτάνουν το 30%, 35% ή και 40%).
Πρόκειται επομένως για
σοβαρές προκλήσεις για την Αριστερά
και ειδικά την επαναστατική. Πρόκειται
για διαφιλονικούμενες ριζοσπαστικές
διαφοροποιήσεις απέναντι στη μέχρι
πρότινος συντριπτική αστική πολιτική
- πολιτιστική υπεροχή σε βάρος του
εργατικού κινήματος. Η αστική πολιτική
παντοδυναμία που σημαδεύει τη σημερινή
εποχή των νέων επαναστατικών προκλήσεων
αμφισβητείται από ένα ανερχόμενο,
πολυδαίδαλο ρεύμα πολιτικής
απονομιμοποίησης, αποσταθεροποίησης
και διεκδίκησης. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται
κυρίως με βάση την επιδείνωση της
κατάστασης της εργατικής τάξης, των
μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της
εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας,
τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες
και αντιφάσεις τους. Παραμένει το πιο
ελπιδοφόρο στοιχείο των εξελίξεων.
Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό
ρεύμα που αδυνατεί ακόμη να αναχαιτίζει
την ικανότητα του καπιταλισμού να
ανασυγκροτείται σε αντιδραστική
κατεύθυνση.
Στο κίνημα εμφανίζεται
με συνέχειες και κυρίως ασυνέχειες
ακριβώς γιατί λείπει η εργατική
επαναστατική πρωτοπορία που θα δίνει
συνέχεια, αποφασιστικότητα και βάθος.
Πολύ περισσότερο, το αντίστοιχο
αντικαπιταλιστικό βάθος και σύγχρονη
κομμουνιστική προοπτική. Γι’ αυτό και
τελικά ο κόσμος του αγώνα στρέφεται
προς αυτό που βλέπει μπροστά του ως
συγκεκριμένη απάντηση, μερικές φορές
και με επίγνωση πως μπορεί να είναι
αυταπάτη. Ακριβώς γι’ αυτό ξεκινά
αναγκαστικά από την πιο χαμηλή ιστορική
πολιτική βάση, από τον σε διαμόρφωση
ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα ρεύμα που τείνει να
διαχωρίζεται αλλά και να επανασυνδέεται
πολύπλευρα με την κυρίαρχη λογική του
κοινωνικού τρόμου, των ατομικών λύσεων,
της πολιτικής προσαρμογής, χειραγώγησης
και ανασύνθεσης του αστικού συστήματος.
Ένα ρεύμα που διαθέτει υπέρτερη
αντικειμενική προοπτική με βάση την
απογείωση των θεμελιακών αντιθέσεων
και σχετικών αδιεξόδων του καπιταλισμού,
τις εκρηκτικές ανάγκες και τις μεγάλες
δυνατότητες μιας εξαιρετικά πρωτότυπης
εποχής.
Η τωρινή συνισταμένη
αυτού του ελπιδοφόρου αντιφατικού
ρεύματος είναι η διατηρούμενη στρατηγική
και πολιτική ανεπάρκεια του ταξικού
εργατικού κινήματος και των αριστερών
πρωτοποριών, παρόλα τα βήματα και παρόλες
τις διαφορές τους.
Τα εκλογικά ποσοστά,
στο πλαίσιο των γενικότερων συσχετισμών
εντός της Αριστεράς, αποτυπώνουν μια
πολιτική νίκη της ιδιότυπης ρεφορμιστικής,
κοινοβουλευτικής Αριστεράς επί της
αντικαπιταλιστικής και επί της Αριστεράς
της κομμουνιστικής αναφοράς. Δημιουργεί
επομένως μια νέα πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα σηματοδοτεί
το πέρασμα σε μια συγκυρία εύθραυστης
πολιτικής σταθερότητας. Μεσοπρόθεσμα,
σε συνδυασμό με την όξυνση της κρίσης
και τη συνέχιση της επίθεσης σε βάρος
των λαϊκών στρωμάτων, οδηγούμαστε σε
πολιτική αστάθεια άγνωστης διάρκειας
και έκβασης, τόσο στο αστικό πολιτικό
σύστημα όσο και εντός της Αριστεράς.
Η ρευστότητα των
πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών
στηριγμάτων στα διάφορα στρώματα και
τάξεις της κοινωνίας θα διατηρηθεί, οι
μετακινήσεις και οι αναζητήσεις θα
είναι συνεχείς μέχρι να διαμορφωθεί,
ανάλογα με το ποια θα είναι η πορεία και
της κρίσης και η έξοδος από αυτήν, ένα
νέο περιβάλλον κοινωνικής και επομένως
και πολιτικής σχετικής σταθερότητας.
Μέχρι τότε, εφόσον μια συνολική, σύγχρονη
πολιτική πρόταση αντικαπιταλιστικής
τακτικής, επανάστασης και εργατικής
εξουσίας προς τον κομμουνισμό δεν
εμφανιστεί, το κοινωνικό σώμα θα κινείται
προς τις πολιτικές επιλογές που επιλύουν
την κυρίαρχη αντίφαση της κάθε συγκυρίας
με τον πιο εύκολο, δηλαδή φαινομενικά
εφικτό και πιθανόν λιγότερο ριζοσπαστικό
τρόπο.
Η συγκρότηση επομένως,
με πυρήνα μια σύγχρονη κομμουνιστική
οργάνωση - συμβολή στο κομμουνιστικό
κόμμα, στον 21ο αιώνα ενός μαζικού
αριστερού, αντικαπιταλιστικού πόλου
με τη συμβολή των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ,
το διάσπαρτο αντικαπιταλιστικό δυναμικό,
το αντικαπιταλιστικό δυναμικό του
ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΑΑ που θα υπερνικούν το
δέος απέναντι στην ΕΕ, καθώς και με
δυνάμεις του ΚΚΕ που κατανοούν το
αδιέξοδο της ασκούμενης πολικής του
είναι το δύσκολο αλλά ιστορικά αναγκαίο
εγχείρημα που θα μπορέσει να ανοίξει
νικηφόρους δρόμους για την εργατική
τάξη συμπαρασύροντας και την υπόλοιπη
Αριστερά.