Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Για μια επαγγελθείσα ηδονή (στη σωστή εκδοχή)


Η ατυχία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν επέτρεψε τη δημοσίευση αυτού του κειμένου πριν δυο βδομάδες. Σήμερα ελπίζω να βρει το δρόμο προς τη δημοσιοποίηση.

Του Θανάση Σκαμνάκη


Πριν από πολλά χρόνια –πάνε τριάντα, πάνε πιο πολλά;– διάβασα σ’ ένα βιβλίο για τον Αντρέ Μπρετόν, την ψυχή του κινήματος των σουρεαλιστών, πως όταν αποφάσισε να ενταχθεί στο κομμουνιστικό κίνημα, είπε και έγραψε: «Καταφάσκω για να έχω την ηδονή να εκτεθώ». Κι επειδή με τους ποιητές φτιάχνεις το παραμύθι της ζωής σου, και δεν ξεμπλέκεις απ’ αυτό όσα χρόνια να περάσουν, καταφάσκω κι εγώ, και εκτίθεμαι σαράντα χρόνια τώρα, αναζητώντας αυτή την επαγγελθείσα (και απαγγελθείσα) ηδονή. Πλην όμως, οφείλω να το εξομολογηθώ, και χωρίς παράπονο, δεν την έχω βρει ακόμη. Κάποια ίχνη ανακαλύπτω μερικές φορές, κάποιους υπαινιγμούς ή ανεπαίσθητα νοήματα μιας καλής τύχης, αλλά δεν μου κάνουν για ό,τι έχω φανταστεί. Και το τελευταίο πράγμα που θα ισχυριστώ ποτέ είναι πως οι ποιητές λένε ψέματα. Οπότε συνεχίζω ερευνώντας, ακόμα κι αν χρειάζεται να περιφέρομαι «από βυθό σ’ άλλο βυθό», όπως λέει κι ο δικός μας ποιητής.

Κι αν επιλέγω να εξηγήσω για τον εαυτό μου –τι νόημα έχει η προσωπική εξομολόγηση σε μια εποχή συλλογικών αμφιβολιών;– είναι γιατί μου φαίνεται πως καθένας μας τώρα καλείται να βρει τη θέση του (ή για να το πω αλλιώς, να πάρει θέση), στο σημερινό σκοτισμένο, κλυδωνιζόμενο κι ελπιδοφόρο κόσμο.

Όπου διασταυρώνονται αναζητήσεις και περίπλοκες τροχιές, όπου επαναπροσδιορίζονται ζωές κι ελπίδες, όπου ανατρέπονται τα προηγούμενα δεδομένα, όπου το προφανές δεν είναι το αληθινό, η εικόνα αποκρύπτει το περιεχόμενο και το επίκαιρο συσκοτίζει το διαρκές και μελλοντικό. Όπου καλούμαστε να ξαναϋφάνουμε τον μύθο της ζωής μας, μεγάλοι πια για να το κάνουμε χωρίς υψηλό ρίσκο και μεγάλο κόστος (και με τις σχετικές δόσεις «ρεαλισμού» και «μετριοπάθειας», τους «αναγραμματισμούς ηλικίας»), να ξαναθέσουμε τους όρους –και την επιμονή– της στράτευσής μας, να αφαιρέσουμε τα ψιμύθια από τα πρόσωπά μας, να ξαναδούμε την εικόνα μας σαφή, μολυσμένη από τόσες δημόσιες αμαρτίες, αλλά ειλικρινή και εξακολουθητικά (α-;)βέβαιη. «Εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει…», που φιλοδοξήσαμε και φιλοδοξούμε να συντελέσουμε και στο αντίστροφο, δηλαδή στο πλάσιμο του κόσμου. Χωρίς μικρούς υπολογισμούς και κινδυνεύοντας να μην γνωρίσουμε την ανύψωση στη δόξα μιας μεγάλης ηδονής (όπως την υποσχέθηκε ο Μπρετόν). Χωρίς «την ιδιοτέλεια να καρπωθούμε το αίμα των άλλων» και τα μερίδια της εξουσίας τους. Χρήσιμοι ωστόσο.

Τώρα, μας ξαναδοκιμάζουν τα γεγονότα.