Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ύμνος στο Μνημόνιο οι προγραμματικές


Το πραγματικό και παράλληλα άκρως νεοφιλελεύθερο πρόσωπό της αποκάλυψε η συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ στη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Βουλή, όπου και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης με τις 179 ψήφους των βουλευτών των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης.

Του Κυριάκου Νασόπουλου


Αγνοώντας πλήρως τις προεκλογικές του δεσμεύσεις περί επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου, μόλις είκοσι μέρες μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς, εμφανίστηκε μνημονιακότερος των μνημονιακών και στην πράξη έδωσε το έναυσμα για μια νέα σφοδρή επίθεση ενάντια στον λαό και το κίνημα. «Επαναδιαπραγμάτευση αποτελεί η επίτευξη των στόχων του Μνημονίου», επισήμανε στην ομιλία του, πετώντας από πάνω του μια και καλή τον αντιμνημονιακό του μανδύα, χάρη στον οποίο σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να κερδίσει και τις εκλογές.

Στο πλάι του βέβαια είχε και τους συνοδοιπόρους του στη συγκυβέρνηση, που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον ακραίο αντεργατικό χαρακτήρα της εξαγγελθείσας κυβερνητικής πολιτικής. Ο Ευ. Βενιζέλος στην ομιλία του τόνισε πως «οι προγραμματικές δηλώσεις αποτελούν θεσμική ευκαιρία διαμόρφωσης της αναγκαίας εθνικής συναίνεσης», ενώ ο Φ. Κουβέλης δεν δίστασε να κάνει λόγο για «κυβέρνηση που προωθεί προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός παρουσίασε λοιπόν το αντιδραστικό πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών της κυβέρνησης, που προβλέπει την επιτάχυνση της κυβερνητικής πολιτικής με αποκλειστικό στόχο την επίτευξη των μνημονιακών στόχων. Παράλληλα όμως, προχώρησε και ένα βήμα παρακάτω, καθώς εμφανίστηκε θιασώτης μιας ακόμη πιο αντιλαϊκής πολιτικής, ανακοινώνοντας την υλοποίηση αντιδραστικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων που δεν πηγάζουν μέσα από το Μνημόνιο.

Ανακοίνωσε μια αντιλαϊκή λαίλαπα, πάντα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τρόικας και του ντόπιου κεφαλαίου, με αρχικό και παράλληλα βασικό πυλώνα της, τις άμεσες και επιθετικές αποκρατικοποιήσεις. Τους αμέσους επόμενους μήνες λοιπόν, η κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ φιλοδοξεί να ξεπουλήσει σε εξευτελιστικές τιμές τον δημόσιο πλούτο της χώρας στο ιδιωτικό κεφάλαιο, βγάζοντας στο σφυρί όλο το φιλέτο των δημόσιων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΟΣΕ, κ.ά.), χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Γι’ αυτό άλλωστε έχει στηθεί ήδη και μια ολόκληρη προπαγάνδα από κυβερνητικούς φορείς και τα ΜΜΕ να πειστεί ο λαός για τη αναγκαιότητα των αποκρατικοποιήσεων, που θα σώσουν δήθεν τα κρατικά ταμεία από ετήσια ελλείμματα εκατομμυρίων ευρώ και θα φέρουν την ανάπτυξη.

Από την πρώτη στιγμή που ο Α. Σαμαράς ανέβηκε στο βήμα της Βουλής, θέλησε να διαλύσει τις όποιες αυταπάτες θα μπορούσε να έχει ακόμα κάποιος περί του αντιμνημονιακού χαρακτήρα της κυβέρνησης. Και το έπραξε με ξεκάθαρο και απόλυτο τρόπο. «Δεν θέλουμε να αλλάξουμε τους στόχους. Πρέπει να αλλάξουμε όσα εμποδίζουν να τους επιτύχουμε. Αυτό είναι το αντικείμενο της επαναδιαπραγμάτευσης. Ζητάμε τροποποιήσεις του προγράμματος, ιδιαίτερα στα σημεία εκείνα που επιτείνουν την ύφεση, ακριβώς για να πετύχουμε τους στόχους μας».

Σκιαγράφησε έτσι τους δύο βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους θα βαδίσει η νέα κυβέρνηση. Πιστή εφαρμογή και υλοποίηση των μέτρων των μνημονίων και άμεση απόσυρση του όποιου αιτήματος επαναδιαπραγμάτευσης.

Και μετά πέρασε στο αμέσως επόμενο βήμα. Βγάζοντας εθνικιστικές κορόνες και προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει την αγανάκτηση των πολιτών απέναντι στις συνεχείς αντιλαϊκές απαιτήσεις των εκπροσώπων της τρόικας, θέλησε να απαγκιστρώσει την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής από τις δεσμεύσεις των μνημονίων. Πίσω βέβαια από την προσπάθεια αυτή, δεν κρυβόταν τίποτα άλλο παρά μόνο το καμουφλάρισμα ακόμα πιο αντιδραστικών μέτρων σε βάρος του λαού. «Δεν επαιτούμε βοήθεια, δεν εκλιπαρούμε για ελαφρύνσεις», κραύγαζε από το βήμα της Βουλής ο Α. Σαμαράς. «Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε μια σειρά από μεγάλες διαρθρωτικές και μεταρρυθμιστικές τομές, όχι γιατί μας τις ζητά η τρόικα, αλλά γιατί πρέπει να τις κάνουμε. Γι’ αυτό θα προωθήσουμε και τις αποκρατικοποιήσεις που δεν αποτελούν άμεσες συμβατικές μας υποχρεώσεις». Από ’δω το έφερε, από ’κει το πήγε, στις αποκρατικοποιήσεις αναφέρθηκε εκ νέου. Και εκεί είναι που βάλθηκε να αποπροσανατολίσει όλο τον κόσμο, προσπαθώντας να πείσει πως η εκποίηση του εθνικού πλούτου είναι βασική προϋπόθεση, άκουσον άκουσον, για την ανάπτυξη. Τη στιγμή που είναι ξεκάθαρο πως οι ιδιωτικοποιήσεις στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο στην κερδοφορία του κεφαλαίου σε ζωτικούς τομείς, όπως η ενέργεια και οι συγκοινωνίες, με τη ΔΕΗ, τον ΟΣΕ, τα λιμάνια κ.ά. να βγαίνουν στο σφυρί.

«Δεν είναι ξεπούλημα της Ελλάδας η αξιοποίηση της περιουσίας της για να αποφύγουμε την πτώχευση. Οι αποκρατικοποιήσεις θα γίνουν για να μειωθούν κάποτε οι φόροι, να αυξηθούν οι συντάξεις και να βρουν δουλειά χιλιάδες άνθρωποι με καλούς μισθούς». Δεν δίστασε μάλιστα να χρεωθεί προσωπικά την υπόθεση των ιδιωτικοποιήσεων όταν απαντώντας στην επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ που μίλησε για ποινικές ευθύνες, είπε χαρακτηριστικά: «Είχαν το θράσος να μας πουν ότι θα ματαιώσουν τις αποκρατικοποιήσεις. Αφήστε τα παλιά και βαριά λόγια. Εμένα πρώτον θα βάλετε φυλακή».

Πέραν τώρα των ιδιωτικοποιήσεων που με τόση σθεναρότητα υπερασπίστηκε ο Α. Σαμαράς, στην ομιλία του δεν είχε να επιδείξει κάτι άλλο το σημαντικό. Άλλωστε, εκκρεμεί και η αξιολόγηση της πορείας υλοποίησης του Μνημονίου από τους εκπροσώπους της τρόικας το επόμενο διάστημα, που στο όνομα της καθυστέρησης του προγράμματος θα επιχειρήσει να περάσει νέα αντιλαϊκά μέτρα. Οι βασικοί τώρα υπουργοί της κυβέρνησης, που θα κληθούν να υλοποιήσουν το αμέσως προσεχές διάστημα την κεντρική πολιτική επιλογή των ιδιωτικοποιήσεων έδειξαν να εναρμονίζονται πλήρως με τα λεγόμενα του πρωθυπουργού.

Ο υπουργός Οικονομικών παρουσίασε ένα πρόγραμμα για 15 άμεσες αποκρατικοποιήσεις δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων (Κρατικά Λαχεία, ΔΕΠΑ, Ελληνικό, ΛΕΣΦΑ κ.ά.), ενώ παράλληλα επανέλαβε πως δεν πρόκειται να τεθεί μονομερώς από την πλευρά της κυβέρνησης το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου. «Για να διαπραγματευτείς πρέπει το έτερο μέλος να θέλει να διαπραγματευτεί», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ιδιαίτερη έμφαση ο υπουργός Οικονομικών έδωσε στην περίπτωση της ΔΕΗ, κάνοντας λόγο για την ανάγκη απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, ενώ πρόσθεσε πως αποτελεί άμεση κυβερνητική προτεραιότητα και η παραχώρηση των λιμανιών, των αεροδρομίων και των μαρίνων σε ιδιώτες, βαφτίζοντας μάλιστα το ξεπούλημα της ακίνητης δημόσιας περιουσίας, αξιοποίηση. Τέλος στην ομιλία του, ανέφερε πως εξετάζεται ακόμα και η παραχώρηση περιφερειακών δημόσιων νοσοκομείων στο όνομα της οικονομικής ενίσχυσης του ΕΣΥ!

Ακόμη βασιλικότερος του βασιλέως, παρουσιάστηκε ο υπουργός Ανάπτυξης και Υποδομών, Κ. Χατζηδάκης, που άλλωστε έχει δώσει προ πολλού τα διαπιστευτήριά του, καθώς επί των ημερών του στο υπουργείο την περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή, είχε γίνει και η πώληση της Ολυμπιακής στον Βγενόπουλο. «Η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του ΟΣΕ αποτελούν πρώτες μας προτεραιότητες», τόνισε στην ομιλία του. Επίσης δεσμεύτηκε για την άμεση επιτάχυνση του ΕΣΠΑ αλλά και τη θέσπιση οικονομικών ζωνών με ειδικό φορολογικό καθεστώς. Την επόμενη μέρα μάλιστα, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, έσπευσε να κάνει ακόμα πιο σαφείς τις προθέσεις του: «Θα πολιτευτώ σαν να είναι η τελευταία μου θητεία. Όλα τα άλλα με αφήνουν παγερά αδιάφορο».

Από την πλευρά του, ο υπουργός Εργασίας, Ι. Βρούτσης, ανακοίνωσε μόνο την επέκταση του επιδόματος ανεργίας για ένα ακόμη χρόνο, μίλησε για νέο γύρο ενοποιήσεων ασφαλιστικών ταμείων και παρέπεμψε ...στον διάλογο των κοινωνικών εταίρων το θέμα της αποκατάστασης του κατώτερου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειας. Νέες περικοπές κονδυλίων ανακοινώθηκαν στους τομείς της υγείας και της παιδείας από τους αρμόδιους υπουργούς, ενώ αίσθηση προκάλεσε η «ανακάλυψη» του υπουργού Δημοσίας Τάξης πως «την διετία 2010-12 το 51,66% των δραστών είναι αλλοδαποί έναντι μόλις 14,25% των Ελλήνων, ενώ το υπόλοιπο 33,87% παραμένει αδιευκρίνιστο».

Σε ό,τι αφορά τώρα τους άλλους δυο εταίρους της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευ. Βενιζέλος, έκανε λόγο για την ανάγκη εθνικής συναίνεσης, η οποία και σύμφωνα με τον ίδιο μεταφράζεται στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. «Το μέγεθος της κρίσης και η ανάγκη να διασφαλιστεί η συστράτευση των πολιτικών δυνάμεων και η ενότητα της κοινωνίας επέβαλε και επιβάλλει τη λύση της διακυβέρνησης εθνικής συνευθύνης», σχολίασε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα όμως, προσπάθησε να παίξει και το παιχνίδι των εντυπώσεων για καθαρά εσωκομματικούς λόγους, στην προσπάθειά του για την ανασύσταση του ΠΑΣΟΚ. Εξαπέλυσε για ακόμη μια φορά σφοδρή επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώντας τον πως «καιροφυλαχτεί περιμένοντας της αποτυχία της χώρας και υπομονεύει συστηματικά το έργο της κυβέρνησης». Παράλληλα, για τον ίδιο λόγο πάλι προσπάθησε να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τη στάση της κυβέρνησης στο θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου, στοχοποιώντας τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος είχε δηλώσει στο περιθώριο του Γιούρογκρουπ πως «δεν υπάρχει θέμα επαναδιαπραγμάτευσης, καθώς το πρόγραμμα έχει εκτροχιαστεί». Με τον τρόπο αυτό, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, επιχείρησε να κρύψει την πλήρη ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με την ΝΔ, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «με την ΝΔ δεν ταυτιζόμαστε αξιακά και προγραμματικά αλλά συνεργαζόμαστε στην κυβέρνηση λόγω εθνικού καθήκοντος».

Από την πλευρά του τώρα ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Φ. Κουβέλης, φρόντισε να προσφέρει απλόχερα το αριστερό άλλοθι που αναζητούσε ο Α. Σαμαράς. Στην ομιλία του κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων, χαρακτήρισε το πρόγραμμα της κυβέρνησης «ρεαλιστικό και προοδευτικό με την ουσιαστική σημασία των λέξεων». Πρόσθεσε δε επίσης αναφερόμενος στις κυβερνητικές εξαγγελίες αλλά και στις ιδιωτικοποιήσεις πως «η κυβέρνηση προωθεί την αναδιοργάνωση του κράτους, τις στρατηγικές επιλογές της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας στη βιομηχανία, την ενέργεια, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες και τον πρωτογενή τομέα».

Κάλυψε την κυβέρνηση ακόμα και στο περιβόητο θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου, με την τοποθέτησή του πως «η κυβέρνηση αυτή αποτελεί τη δυνατότητα για να μείνει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αναδιαπραγμάτευση δεν θα γίνει σε μια στιγμή, είναι μια επίπονη και συνεχής διαδικασία». Προχώρησε ακόμα και στην ανοικτή υποστήριξη του Μνημονίου, τονίζοντας πως «δεν υπάρχει άλλος δρόμος κι όποιος νομίζει ότι η μονομερής καταγγελία είναι διέξοδος, κάνει λάθος», ενώ αναφερόμενος σε μέτρα του Μνημονίου μίλησε για «αλλαγές που έπρεπε να γίνουν». Στο τέλος μόνο, προσπαθώντας να κρατήσει τις εσωκομματικές ισορροπίες, καθώς ήδη υπάρχουν διαφοροποιήσεις στελεχών που διαφωνούν με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση, θέλησε να χαράξει κάποιες διαχωριστικές γραμμές. «Η ΔΗΜΑΡ αναλαμβάνει στο ακέραιο την ευθύνη της συμμετοχής της στην κυβέρνηση, επιλογή που δεν είναι αβασάνιστη. Η συμμετοχή της σε αυτήν αποτελεί δύναμη για την επαναδιαπραγμάτευση», τόνισε και πρόσθεσε «η ψήφος εμπιστοσύνης δεν είναι εφάπαξ, αλλά μια καθημερινή παρακολούθηση της αμοιβαίας σχέσης εμπιστοσύνης».

ΣΥΡΙΖΑ: Η ...συνεπής ευρωπαϊκή δύναμη

Στη δική του ομιλία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας, επέλεξε να παίξει το παιχνίδι των εντυπώσεων, με κινήσεις άνευ σοβαρής πολιτικής ουσίας απέναντι στην σφοδρή αντεργατική επίθεση που εξήγγειλε ο Αντ. Σαμαράς.

Θέλησε με άλλα λόγια να δομήσει για τον ΣΥΡΙΖΑ το προφίλ της υπεύθυνης αντιπολίτευσης, που είναι έτοιμη όταν κληθεί να κυβερνήσει να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και την προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου. «Προετοιμαζόμαστε για να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση του τόπου όταν κλείσει η σύντομη μνημονιακή παρένθεση της συγκυβέρνησής σας», σχολίασε χαρακτηριστικά. Παράλληλα, ανεβάζοντας τους τόνους για τις ιδιωτικοποιήσεις, προσπάθησε να προσεταιριστεί τον ρόλο του γνήσιου εκφραστή των λαϊκών συμφερόντων και της μοναδικής δύναμης που μπορεί να τις σταματήσει, υποβαθμίζοντας την ανάγκη ύπαρξης ισχυρού εργατικού κινήματος.

Στο θέμα του Μνημονίου, ο Αλ. Τσίπρας, «ξέχασε» να κάνει κάποια αναφορά στην προεκλογική του θέση περί κατάργησής του, επιλέγοντας να εγκαλέσει την κυβέρνηση μονάχα για το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης και τους χειρισμούς του υπουργού Οικονομικών. Έκανε ξεκάθαρο πως ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει και μάλιστα φανατικά την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατηγόρησε την κυβέρνηση πως ο δρόμος που επιλέγει είναι «ο βέβαιος δρόμος απομάκρυνσης της χώρας από την ευρωζώνη, ο δρόμος της ευρωπαϊκής απομόνωσης, ο δρόμος της μη διαπραγμάτευσης». Αναφερόμενος δε στην παρουσία της κυβέρνησης στην τελευταία σύσκεψη του Γιούρογκρουπ, έσπευσε να προσθέσει πως «στη μάχη των μαχών, εμείς αρνηθήκαμε να μπούμε στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και εξαιρέθηκε η πιο υπερχρεωμένη χώρα της ευρωζώνης από την προσωρινή έστω δημοσιονομική ανάσα της απευθείας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας».

Απέναντι στο τσουνάμι των ιδιωτικοποιήσεων που εξήγγειλε τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών, η απάντηση του Αλ. Τσίπρα περιορίστηκε στη μελλοντική αναζήτηση ποινικών ευθυνών, χωρίς να επικεντρωθεί στην προσπάθεια μπλοκαρίσματός τους με δυναμικούς, μαζικούς, εργατικούς αγώνες. «Όσοι μέσα στη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων δεν υπερασπιστούν το δημόσιο συμφέρον θα είναι υπόλογοι έναντι στο λαό και θα λογοδοτήσουν για τη λεηλασία», ανέφερε σε μια χαρακτηριστική αποστροφή του λόγου του.

Μάλιστα, θέλησε για ακόμη μια φορά να τονίσει τη φιλοΕΕ κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό σχολίασε πως η δημόσια περιουσία προστατεύεται από το άρθρο 345 της συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, περισσότερο για εσωκομματικούς λόγους, προσπάθησε να δείξει πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί καθαρά και μόνο κοινοβουλευτική δύναμη αλλά συνδέεται με τους εργατικούς αγώνες, σχολιάζοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ ανά πάσα στιγμή θα είναι μέσα στη Βουλή αλλά κυρίως έξω από αυτήν, μαζί με τα δίκτυα αλληλεγγύης και αντίστασης».

Από την πλευρά της, η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, Αλ. Παπαρήγα, προσπάθησε στην ομιλία της να αδυνατίσει τη θέση περί διαπραγμάτευσης του Μνημονίου, που αποτελεί και βασικό πυρήνα αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Έκανε μάλιστα αναφορά για «αλληλοτροφοδοτούμενο δίπολο που δυσκολεύει τον ριζοσπαστισμό του λαού».

Συνέδεσε για ακόμη μια φορά το αίτημα για την κατάργηση του Μνημονίου με τη διαγραφή του χρέους και την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. «Μπορεί φιλολογικά κάποιος να αποδώσει τα πάντα στο Μνημόνιο, αλλά εμείς δεν συμφωνούμε με τη θέση ότι αυτό έφερε την ύφεση. Η κρίση έφερε το Μνημόνιο», τόνισε και πρόσθεσε: «Για μας, Μνημόνιο, χρέος και διαγραφή του και αποδέσμευση από την ΕΕ είναι πολιτικά αιτήματα τα οποία μπορεί να υιοθετηθούν εφόσον το αποφασίσουν ευρύτερες δυνάμεις εργαζομένων», είπε χαρακτηριστικά.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η Αλ. Παπαρήγα τόσο στις ιδιωτικοποιήσεις, μνημονεύοντας τον ΟΤΕ και το λιμάνι του Πειραιά, όσο και στις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν μπει μπροστά από την κυβέρνηση για να υλοποιηθούν το αμέσως προσεχές διάστημα. «Οι αποκρατικοποιήσεις και δημιουργούν νέα κέρδη για το κεφάλαιο και συνοδεύονται από καταστροφές. Εννοείται πως για μας θα είναι ένα βασικό μέτωπο πάλης, όχι βεβαίως και το μοναδικό, το αποκλειστικό», σχολίασε.

Από το τελευταίο κομμάτι της παραπάνω δήλωσής της, φανερώνεται και η πρόθεση του ΚΚΕ να δομήσει ένα μέτωπο πάλης πάνω στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι λόγω της καπιταλιστικής κρίσης και των αντιλαϊκών μέτρων του Μνημονίου. Στο επίκεντρο της τοποθέτησης της Αλ. Παπαρήγα βρέθηκαν η συνεχιζόμενη εξαθλίωση της πλειοψηφίας του λαού, ο εργασιακός μεσαίωνας που έχει παγιωθεί στους χώρους δουλειάς και η ανελέητη φοοεπιδρομή με τα συνεχή φορολογικά χαράτσια. Έκανε εκτενή αναφορά στην παντελή αδυναμία του λαού να πληρώσει τους φόρους, προτείνοντας το αφορολόγητο να πάει στα 20.000 ευρώ, προσθέτοντας πως «φοροφυγάδες θα γίνουμε όχι από ιδεολογία αλλά από αδυναμία». Παράλληλα, προειδοποίησε ότι πολύ σύντομα τόσο ο ΟΑΕΔ όσο και το ΙΚΑ θα βρεθούν σε αδυναμία καταβολής των επιδομάτων και των συντάξεων.