Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Για μια αντικαπιταλιστική επαναστατική απάντηση


Mετά τις εκλογές και παρά τις διαφορετικές ή και αντιφατικές εκτιμήσεις για το νέο συσχετισμό που διαμορφώνεται στο τέλος της πρώτης «μνημονιακής διετίας», όλες οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς συμφωνούν σε δύο βασικές διαπιστώσεις.

Του Μιχάλη Ρίζου


Πρώτο, ότι μπαίνουμε σε μια νέα φάση ταξικών συγκρούσεων και κοινωνικής πόλωσης, σε ένα τοπίο πρωτόγνωρης πολιτικής βαρβαρότητας από το αστικό και υπερεθνικό (βλέπε ΕΕ και ΔΝΤ) κράτος. Και δεύτερο, ότι η αντισυστημική Αριστερά μπορεί να εξελιχτεί είτε σε πρωταγωνιστή μιας μεγάλης ιστορικής ανατροπής είτε σε θλιβερό κομπάρσο, διαχειριστή και διαπραγματευτή της αθλιότητας του λαού για «τριάντα αργύρια» εξουσίας ή κοινοβουλευτικών θέσεων (το παράδειγμα της ΔΗΜΑΡ, και όχι μόνο, είναι χαρακτηριστικό).

Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία είναι καθοριστικό, συνολικά για την ταξική πάλη, το πώς θα τοποθετηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και όλες οι πτέρυγες της μαχόμενης Αριστεράς απέναντι σε θεμελιώδη, αν όχι υπαρξιακά, ζητήματα φυσιογνωμίας, στρατηγικής και πολιτικής γραμμής. Ανεξάρτητα καλού ή κακού εκλογικού αποτελέσματος, όποιος θέλει να δει κατάματα την πραγματικότητα, οφείλει να παραδεχτεί ότι το ερώτημα «πώς και πότε θα νικήσουμε το αντίπαλο;» παραμένει δυσεπίλυτο και η προγραμματική απάντησή του είναι ελάχιστα συγκροτημένη τουλάχιστον στις πρωτοπόρες δυνάμεις της εργατικής τάξης και των κινημάτων, πολύ περισσότερο σε μαζική λαϊκή βάση.

Το έλλειμμα αυτό δεν απαντιέται με «κόλπα», κοινοβουλευτική γυμναστική ή ασκήσεις τακτικής, ούτε φυσικά με φυγή από την άμεση, αδυσώπητη πραγματικότητα της εργασιακής λεηλασίας σε ιδεολογισμούς ή πολιτικάντικους σχεδιασμούς επί χάρτου. Ειδικά για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ποιότητα του δυναμικού που διαθέτει, το οποίο και μέσα στις ανησυχίες του κόσμου είναι και με τις «προτάσεις εξουσίας» δεν συμβιβάζεται εύκολα, η πορεία της από εδώ και πέρα, αλλά και η ουσιαστική (και όχι τυπική) ύπαρξή της θα κριθεί κατά τη γνώμη μας από τους παρακάτω παράγοντες.

Πρώτο, από την επιμονή και σύγχρονη τεκμηρίωση της αντικειμενικής αναγκαιότητας - δυνατότητας του επαναστατικού δρόμου για την εργατική διέξοδο από την κρίση του πιο βάρβαρου καπιταλισμού στην ιστορία. Μπροστά στις αφόρητες πιέσεις για τη ματαιότητα ή την ανυπαρξία (λίγο πολύ μας λένε ότι είναι στα μυαλά μας) του «άλλου δρόμου», έξω από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, την ιδιοκτησία του κεφαλαίου, τον ανταγωνισμό και τους πιστωτές - ληστές, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κατακτήσει την ηγεμονία της επαναστατικής αντίληψης για την αλλαγή αυτού του κόσμου. Σε πείσμα των τακτικίστικων προτάσεων για επαναδιαπραγμάτευση (με τον αστικό και επιχειρηματικό κόσμο του Στουρνάρα και της τρόικας!) του Μνημονίου και της επίθεσης. Σε κόντρα με την εξαπάτηση της εργατικής συνείδησης από τη ρεφορμιστική Αριστερά για φιλολαϊκές λύσεις εντός της ΕΕ και του ευρώ (η αντιμνημονιακή πάλη θα μας διατηρήσει στην ευρωζώνη, ενώ η εφαρμογή του Μνημονίου θα μας βγάλει, ισχυρίζονται οι του ΣΥΡΙΖΑ). Απέναντι σε όλα αυτά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να επιμείνει στη γραμμή της συνολικής ανατροπής ως άμεσου δρόμου συγκρότησης λαϊκής πλειοψηφίας για την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση της εποχής μας. Με την αναγκαία ενότητα των υπαρκτών, σε όλο το φάσμα της Αριστεράς, επαναστατικών δυνάμεων και τη συνολική διαφοροποίηση από τον ρεφορμισμό.

Δεύτερο, από την παραπέρα εμβάθυνσή μας στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα που θα αντικαταστήσει τον υπαρκτό καπιταλισμό. Παράλληλα, η συζήτηση, κριτική και επιστημονική τεκμηρίωση για τα αίτια της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν είναι συζήτηση ούτε του χτες ούτε το αύριο, αλλά του σήμερα. Το είδαμε στις εκατοντάδες εξορμήσεις και συγκεντρώσεις όλο αυτό το δίμηνο, όπου χιλιάδες αγωνιστές μας ρωτούσαν να τους περιγράψουμε το δικό μας σχέδιο, τις δυσκολίες και τις δυνατότητές του, την προοπτική του και τους δρόμους επιβολής του. Ένα τέτοιο προγραμματικό βήμα αξίζει όσο χίλιες προτάσεις τακτικών συγκολλήσεων, μεταβατικών στόχων (που γίνονται όλο και πιο μίνιμουμ) ή σημείων συμπόρευσης με τη διαχειριστική Αριστερά.

Τρίτο, από τη διαπίστωση (και γόνιμη αυτοκριτική για τις ανεπάρκειές μας σε αυτό ειδικά το ζήτημα) ότι η αντικαπιταλιστική ανατροπή θα έρθει με πολιτικούς όρους, με πολιτικό εργατικό κίνημα που θα προσεγγίσει και θα ξεκαθαρίσει τη στάση του «απέναντι στο νόμο», δηλαδή την εξουσία. Κίνημα που δεν θα διστάζει να κάνει πράξη το «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και όχι του Μνημονίου και της δανειακής σύμβασης». Που θα διακηρύσσει πως πρέπει «να πάρουμε από τα κέρδη και την ιδιοκτησία τους και όχι να σώσουμε την τράπεζα και την επιχείρηση για να έχουμε δουλειά». Πώς όμως θα συγκροτηθεί ένα τέτοιο κίνημα όταν η Αριστερά (και τμήματα της αντικαπιταλιστικής) εξαντλεί την πάλη του λαού για την ανατροπή, σε «κυβερνητικοποίηση» του κινήματος (ως ...ανώτατο στάδιο της κοινοβουλευτικοποίησης); Όταν το βασικό μοτίβο σε όλες τις αριστερές κυβερνητικές εκδοχές είναι η συμπόρευση (δηλ. ο εγκλωβισμός) της δράσης των εργαζομένων στη στήριξη των «αλλαγών» που θα πραγματοποιούν οι αριστεροί υπουργοί (ή των νομοσχεδίων που θα καταθέτουν οι αριστεροί βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και όχι η αυτοτελής συγκρότηση της εργατικής πολιτικής σε πρόγραμμα και όργανα επιβολής της θέλησης και των αναγκών τους; Όταν παζαρεύει με την εξουσία, την εκλιπαρεί και τη διαχειρίζεται ή απειλεί με δικαστικές προσφυγές (από τα αστικά δικαστήρια!) την κυβέρνηση για τις ιδιωτικοποιήσεις αντί να προωθεί την αγωνιστική απάντηση και να οικοδομεί μέσα από σκληρές συγκρούσεις τους θεσμούς μιας δημοκρατικής, εργατικής συγκρότησης που θα κλονίζουν την αστική κυριαρχία; Που στις κρίσιμες στιγμές της μάχης θα ζητάει εκλογές και θα καταθέτει σχέδια νόμου κατά των μνημονίων αντί να οξύνει την ταξική πάλη με πολιτικό κίνημα ανατροπής;

Τέταρτο, από τη μαζική, ενωτική επικοινωνία με τον κόσμο του αγώνα και τα μάχιμα αριστερά πολιτικά ρεύματα, με την αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής φυσιογνωμίας, τον πόλο και το μέτωπό της. Όχι με τον κατακερματισμό της σε ενδιάμεσα μέτωπα (ενιαία, λαϊκά, αριστερά) δήθεν επίδρασης σε διαφοροποιήσεις, που στην πράξη τη μετατρέπουν σε πασαδόρο και δωρητή σώματος της μεγάλης αριστερής παράταξης (δηλ. του ΣΥΡΙΖΑ) και οδηγούν κατευθείαν σε μετακομίσεις στη ροζ πολυκατοικία.

Πέμπτο, από την υπεράσπιση και ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, τη σύνδεσή του με τα άμεσα λαϊκά προβλήματα. Που δεν θα προσαρμόζεται ανάλογα με το συνομιλητή, το χώρο και τη συγκυρία. Που θα προβάλλεται και θα παλεύεται ενιαία και όχι βήμα - βήμα ή επιλεκτικά. Στο οποίο π.χ. η συνολική μάχη κατά της ΕΕ δεν θα υποβαθμίζεται σε ρήξη με το ευρώ ή η διαγραφή του χρέους σε λογιστικό έλεγχο του «άδικου τμήματός του». Που δεν θα είναι μόνο οικονομικό. Αλλά θα εμπεριέχει την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού, του ΝΑΤΟ και του πολέμου, θα τοποθετείται και κατά της σύγχρονης απολυταρχίας του εργοδότη, της καταπάτησης του δικαιώματος του λαού ν’ αποφασίζει ο ίδιος για τις τύχες του, της ευρωκηδεμονίας, της χούντας του αστικού συνασπισμού εξουσίας, της κρατικής και φασιστικής τρομοκρατίας.

Έκτο, από την εκπόνηση άμεσου σχεδίου για την επόμενη μέρα απέναντι στη μαύρη, τρικομματική συγκυβέρνηση. Σε κοινή δράση με όλες τις μαχόμενες δυνάμεις για το μπλοκάρισμα κάθε νέας αντιλαϊκής επέλασης, με την απειθαρχία απέναντι στη φοροληστεία, τις απολύσεις, τις ατομικές συμβάσεις ή τις συλλογικές συμβάσεις μείωσης του εισοδήματος, μαζί με την επιθετική διεκδίκηση για να έρθουν πίσω όσα μας κλέψανε από μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά δικαιώματα.
Με την συγκρότηση ενός ρεύματος μέσα στο κίνημα που θα πολιτικοποιεί σε αντικαπιταλιστική και αντι ΕΕ βάση τον αντιμνημονιακό αγώνα. Με αγωνιστικό μέτωπο ρήξης ανατροπής από τα κάτω και αριστερά.

Με πολιτικό συντονισμό σε προγραμματική βάση και κοινές πρωτοβουλίες όσων δυνάμεων διαφοροποιούνται από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Με άμεση προώθηση πρωτοβουλιών για ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό μέτωπο - πόλο της Αριστεράς, που θα συνενώσει - συσπειρώσει όλες τις αντικαπιταλιστικές, αντιΕΕ, αντιιμπεριαλιστικές, αντισυστημικές και αντιδιαχειριστικές δυνάμεις της Αριστεράς. Με πολιτική, στρατηγική συγκρότηση κρίσιμων δυνάμεων στο εργατικό κίνημα και στους βασικούς κλάδους.

Και τέλος, με δημοκρατική, μετωπική, πολυτασική, όχι διαπαραταξιακή συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Με πρώτο λόγο στις τοπικές και κλαδικές συνελεύσεις και επιτροπές της. Δεν πρέπει να συνεχιστεί η απαράδεκτη τακτική των διαφορετικών πρωτοβουλιών στο κίνημα, τα μέτωπα, τους αγωνιστικούς συντονισμούς. Δεν μπορεί στο εργατικό κίνημα να συνεχιστεί η ανοχή στη μνημονιακή ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (πάλι σε κοινή συγκέντρωση μαζί τους στη ΔΕΘ θα καλέσουν κάποιες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;) και οι συγκολλήσεις (ακόμα και εκλογικές με την Αυτόνομη Παρέμβαση) σε αρκετούς χώρους δουλειάς. Δεν μπορεί η αντιφασιστική δράση να περιορίζεται σε τυποποιημένες πρωτοβουλίες και συγκεντρώσεις «πλατιών αντιφασιστικών επιτροπών» (ακόμα και με ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) όταν η Χρυσή Αυγή φτιάχνει μαζικό ρεύμα και φυσιογνωμία στη νεολαία και την πιο φτωχή εργατική τάξη.

Ως ΝΑΡ θα δώσουμε όλες τις δυνάμεις για τη δυναμική ανάπτυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη μαζική αντικαπιταλιστική δράση και την προγραμματική της αναβάθμιση.