Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Το άλμα προς το συλλογικό

Των μαζικών αντιδικτατορικών εκδηλώσεων προηγήθηκε ένα πολιτιστικό αντάρτικο. Οι καλλιτέχνες, από τους πρώτους που κυνήγησε το καθεστώς των συνταγματαρχών, πρωταγωνίστησαν για την ανατροπή του πολιτισμού της σιωπηλής ατομικότητας. Στην υπόθεση αυτή ξεχωριστό ρόλο έπαιξε η ίδρυση του Ελεύθερου θεάτρου.




ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ




Μέσα στην ομάδα πολιτικοποιήθηκα. Ήμουν από μια οικογένεια που δεν είχε σχέση με την πολιτική. Πολιτικοποιήθηκα πραγματικά – ήταν και χούντα, μην το ξεχνάμε. Μ’ αρέσει η συλλογικότητα. Είναι μεγάλη ιστορία να μπορείς να είσαι με τους άλλους. Να μπορείς να μην υπάρχεις μερικές φορές, να υπάρχουν οι άλλοι. Να προσπαθείς να καταλάβεις γιατί σ’ το λέει αυτό ο άλλος και να μην τον παρεξηγείς... και να προχωράει». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Μηνάς Χατζησάββας τη συμμετοχή του σε αυτό το πείραμα που ονομάστηκε Ελεύθερο Θέατρο. Πέρασαν σαράντα χρόνια, αλλά έχουμε λόγους να το επαναφέρουμε στη συζήτηση.
Είμαστε στην εποχή της εξεγερμένης νεολαίας, της νεαρής διανόησης των πανεπιστημίων και των πολιτικοποιημένων εργατών. Στην εποχή των ευρηματικών συνθημάτων και των ευφάνταστων διαδηλωτών. Για πρώτη φορά διαμορφώνονται με το τραγούδι, το βιβλίο και την υψωμένη γροθιά χιλιάδες ενεργά πολιτικά υποκείμενα. Αυτό που έφερε ο γαλλικός Μάης στην ημερήσια διάταξη ήταν η ελκυστικότητα, η μαζική λατρεία της πολιτικής μέσω της συνάντησης της τέχνης και της πολιτικής δράσης έξω απ’ τα όρια τα καθεστωτικά: Στο χώρο ανάπτυξης του μαζικού κινήματος. Αυτού του μεγάλου πρωταγωνιστή της κοινωνικής αλλαγής.
Η νέα γραμμή στο ευρωπαϊκό θέατρο εκφράζεται από την ανάπτυξη ενός νέου τρόπου, με ανοιχτό ορίζοντα στο κοινωνικό σώμα. Απαιτώντας μια άλλη στάση και συνεργασία των ηθοποιών, αναζητώντας το συλλογικό κείμενο και την ομαδική σκηνοθεσία. Αυτές τις ιδέες θα ενστερνιστεί μια ομάδα αποφοίτων της δραματικής σχολής του Εθνικού στην καρδιά της δικτατορίας.
Όπως λέει ο Χατζησάββας, έτσι, σιγά σιγά πολιτικοποιήθηκαν συζητώντας για το θέατρο και έγιναν σπουδαίοι ηθοποιοί, γνωρίζοντας τον πολιτικό στίβο της αντίστασης, της ρήξης με το καθεστώς, της μεγάλης απελευθερωτικής προοπτικής. Μέλη παράνομων αριστερών οργανώσεων (ο Καμπερίδης και ο Κοτανίδης εντάχθηκαν στο ΕΚΚΕ) ή στην ευρύτερη επιρροή των επαναστατικών ιδεών, τους ενθουσιάζει η ιδέα μιας συλλογικότητας χωρίς αρχηγούς που θα κάνει θέατρο μιλώντας πολιτικά.
Η ομάδα ξεκινά με τρομερό κέφι το καλοκαίρι του 1970 τις πρόβες για την Όπερα του Ζητιάνου. Σκηνοθετεί ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια αναλαμβάνει ο Γιάννης Λεκκός και τη μουσική της παράστασης ο Θόδωρος Αντωνίου. Παίζουν: Κ. Αρζόγλου, Μ. Βασιλικιώτου, Α. Κυριαζάκη, Γ. Κοτανίδης, Υβ. Μαλτέζου, Α. Μιχαλιτσιάνου, Θ. Μπογιατζής, Π. Πολυκάρπου, Γ. Σαμπάνης, Χ. Σιμοπούλου, Μ. Τζιραλίδου, Κ. Τζούμας, Ν. Σκυλοδήμος, Μ. Χατζησάββας. Πρόκειται για μεγάλη ανατροπή σε αισθητικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Στην αρχή του έργου ορμούν από την πλατεία δύο γκάνγκστερ με πολυβόλα, σκοτώνουν ένα νεαρό, ο οποίος μετά σηκώνεται και όλοι μαζί τραγουδούν το τότε διαφημιστικό τζινγκλάκι «όλα πάνε καλά με κόκα - κόλα, όλα πάνε καλά…». Ακολούθησε Η ιστορία του Αλή Ρέτζο του Πέτρου Μάρκαρη (1971, 1972) μια παράσταση που στήθηκε βάσει του μπρεχτικού κανόνα και μάλιστα χωρίς σκηνοθέτη, με τα ονόματα των ηθοποιών να μπαίνουν με απλή αλφαβητική σειρά, χωρίς να αναφέρεται η διανομή των ρόλων. Ο κόσμος που παρακολουθεί και τις δύο παραστάσεις παραληρεί από ενθουσιασμό. Ήταν μια ρωγμή στον καταθλιπτικό ορίζοντα της χούντας με πολύ ευρύτερες σηματοδοτήσεις…
Τελικά, οι άνθρωποι που επιχείρησαν αυτό το πέταγμα προς το συλλογικό δοκίμασαν την πικρή γεύση της απογοήτευσης οδεύοντας προς τη δεκαετία του ’80. «Η βάρκα του έρωτα τσακίστηκε στα νερά της καθημερινότητας», όπως έγραφε ο Μαγιακόφσκι. Στο ζωτικό τους χώρο, εισέβαλαν οι βεντέτες και οι σκηνοθέτες αστέρες εδραιώθηκαν με τη βοήθεια και των μηχανισμών προώθησης στη διαμεσολάβηση. Κάπως έτσι φτάνουμε στις μέρες μας.
Σήμερα, η πραγματική απόσταση ανάμεσα στο μέγεθος του διανοούμενου καλλιτέχνη και σε αυτό του εργαζόμενου ανθρώπου κλείνει δραστικά όχι από την παρέμβαση ενός ανώτερου πολιτικού και πολιτιστικού ρεύματος –αυτό παραμένει ο μεγάλος απών– αλλά από τις ερπύστριες της οικονομικής χούντας που ισοπεδώνει το κοινωνικό σώμα. Σήμερα, που σε ολόκληρη την κοινωνική επικράτεια το ατομικό σύμπαν συρρικνώνεται, ανοίγει ο χώρος για νέα συλλογικά σχήματα.
Γι’ αυτό όταν ο Κοτανίδης δηλώνει αποχαιρετώντας τον παιδικό του φίλο για τη μεγάλη αλλαγή που προσδοκά «τη λέω και πάλι επανάσταση», δεν χειροκροτείται σαν γραφικό μαγνητόφωνο μιας άλλης εποχής αλλά ως ζωντανός λόγος που επικαλείται μιαν αδήριτη αναγκαιότητα, σαν «βραχνός προφήτης» του άμεσου μέλλοντος. Και εμείς ξέρουμε ότι μιλάει ο συλλογικός μας εαυτός, το εξεγερμένο υποσυνείδητο που συλλαμβάνει τη δυνατότητα για ένα νέο λόγο, για μια συγχώνευση τέχνης και πολιτικής, παραμυθιού και πραγματικότητας, χωρίς προηγούμενο. Είναι το αίτημα μιας ανατρεπτικής λαϊκής δημιουργικότητας που παραμερίζει τους εγωισμούς και τις μικρές στοχεύσεις, προς μια επανακατάκτηση του κόσμου και εξοικείωση με το Υψηλό, που μπορεί να εμπνεύσει ομάδες όσο και να διαμορφώσει σπουδαίες προσωπικότητες.
Τείνοντας προς αυτό, η εικόνα του εγχειρήματος εκείνου, που ονομάστηκε Ελεύθερο θέατρο στα 1970, θα έρχεται πιο κοντά και θα ξαναπαίρνει το ρεαλιστικό της μέγεθος που της στέρησε ο καιρός του ατομικού παραληρήματος και του μεταμοντέρνου πολιτιστικού προγράμματος.

0 Τοποθετησεις: