«Η διεύρυνση δεν είναι πια ορατή στο ραντάρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης»! Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνόψισε τις εντυπώσεις του ένας εκ των 27 Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών που πήραν μέρος στη σύνοδο της περασμένης Τρίτης, στις Βρυξέλλες, με αντικείμενο την περαιτέρω πορεία της διεύρυνσης – ένα ζήτημα που επρόκειτο να απασχολήσει στη συνέχεια και τη σύνοδο κορυφής. Κοινή ήταν η διαπίστωση ότι, μετά την είσοδο 10 νέων μελών το 2004 και την εσπευσμένη ένταξη Βουλγαρίας και Ρουμανίας το 2007, η περαιτέρω διεύρυνση παραμένει τοπίο στην ομίχλη, καθώς η οξύτητα της οικονομικής κρίσης και των δρακόντειων μέτρων λιτότητας καθιστά απαγορευτικό, επί του παρόντος, κάθε νέο βήμα.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Για να σώσουν τα προσχήματα, οι 27 δέχθηκαν ως υποψήφια για μελλοντική ένταξη χώρα το λιλιπούτειο Μαυροβούνιο και αποφάσισαν να συζητήσουν την υποψηφιότητα της επίσης μικροσκοπικής, πληθυσμιακά, Ισλανδίας. Ωστόσο, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» δεν ήταν άλλος από την Τουρκία των 78 εκατ. ψυχών. Και σ’ αυτό το μεγάλο πρόβλημα, όχι μόνο δεν σημειώθηκε η παραμικρή πρόοδος, αλλά ενισχύθηκε η αίσθηση ότι τα πράγματα οδεύουν προς επισημοποίηση του αδιεξόδου, η οποία γίνεται μάλιστα σχεδόν ταπεινωτική, καθώς εμφανίζονται με περισσότερες πιθανότητες να μπουν στην ΕΕ τα μικρά - ασταθή κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, παρά η Τουρκία.
Παρότι έχουν ήδη ιστορία πέντε χρόνων, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ένωσης με την Τουρκία βρίσκονται, πρακτικά, σε νεκρό σημείο και μόνο προσχηματικά συνεχίζονται, λόγω των βέτο που έχουν προβάλει για διάφορα κεφάλαια και για διαφορετικούς λόγους η Κύπρος και η Γαλλία. Οι όποιες ελπίδες της Άγκυρας να ξεκολλήσουν οι διαπραγματεύσεις εξέπνευσαν με την Έκθεση Προόδου που εγκρίθηκε προ ημερών, η οποία εκφράζει την απογοήτευση των Βρυξελλών για τα επίμαχα ζητήματα που συνδέονται με το Κυπριακό (τουρκικά στρατεύματα, αγνοούμενοι, μη άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών και αεροδρομίων στα σκάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας), αλλά και για τις παλινωδίες στο εσωτερικό μέτωπο του εκδημοκρατισμού (υπόθεση Εργκένεγκον, συνταγματική αναθεώρηση με το σταγονόμετρο κ.λπ.).
Φυσικά, η όψιμη ευαισθησία των Ευρωπαίων για το Κυπριακό είναι καθαρά υποκριτική. Η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο N. Σαρκοζί σε συνθήκες κρίσης δεν θέλει ούτε να συζητάει για την εξαιρετικά αντιδημοφιλή ένταξη της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά, η A. Μέρκελ, ακόμη κι αν ήθελε να ενδώσει στην πίεση των Φιλελευθέρων συμμάχων της, δεν θα διακινδύνευε για τα ωραία μάτια της Άγκυρας τη συμμαχία της με τη Γαλλία γύρω από τα εξαιρετικά φλέγοντα και επείγοντα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης (μηχανισμός «διάσωσης», «όχι» στο ευρω-ομόλογο κ.λπ.). Βεβαίως, το «φιλοτουρκικό» μπλοκ, με επικεφαλής τη Βρετανία, δίνει μάχη οπισθοφυλακών υπέρ της ένταξης, όπως έδειξε το κοινό άρθρο τεσσάρων υπουργών Εξωτερικών (Ιταλίας, Σουηδίας, Φινλανδίας, Βρετανίας) στην International Herald Tribune του Σαββατοκύριακου. Όλα δείχνουν, όμως, ότι δεν πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα.
Άλλωστε και από τη μεριά της Τουρκίας δεν είναι βέβαιο ότι η διάθεση για ένταξη είναι πλέον τόσο ισχυρή όσο ήταν μέχρι χθες. Το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν χρησιμοποιούσε την προοπτική της ένταξης ως «σκαλωσιά» για να οικοδομήσει την εξουσία του, εξοστρακίζοντας, στο όνομα του «εκδημοκρατισμού που επιβάλλει η ενταξιακή προοπτική μας» τους στρατιωτικούς και τους δικαστές. Τώρα που έχει εδραιώσει τη θέση του, η ένταξη –όπως και οι σκαλωσιές στις ολοκληρωμένες οικοδομές– δεν είναι πλέον απαραίτητη. Άλλωστε, οι Ευρωπαίοι θα βρουν τρόπο να αποζημιώσουν ικανοποιητικά – στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο– την Τουρκία. Αντίθετα, είναι η ελληνική αστική τάξη που θα βρεθεί μετέωρη, καθώς θα χάσει ένα βασικό μοχλό άσκησης πίεσης στην Άγκυρα, το επιχείρημα ότι ο δρόμος της για τις Βρυξέλλες περνάει από τη Λευκωσία και την Αθήνα.
0 Τοποθετησεις:
Δημοσίευση σχολίου