Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Για το Σικάγο του 21ου αιώνα, απάντηση στην κρίση του συστήματος


Ηταν στην καρδιά της πρώτης ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, της κρίσης του 1873-95 η στιγμή που το εργατικό κίνημα άλλαξε σελίδα και, με αιχμή τα τρία οκτώ του Σικάγο το 1886 έφερε στο προσκήνιο όχι μια οικονομίστικη και διαχειριστική - ρεφορμιστική γραμμή, αλλά μια ριζοσπαστική - απελευθερωτική λογική. Μια πολιτική λογική, που είχε στο επίκεντρό της το πρόβλημα της εκμετάλλευσης και του χρόνου εργασίας, όχι για να αμυνθεί απλώς απέναντι στις συνέπειες της τότε κρίσης ή για να παζαρέψει τα ψίχουλα που άφηνε στο διάβα του ο καπιταλισμός που περνούσε τότε από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού σε εκείνο του μονοπωλιακού καπιταλισμού - ιμπεριαλισμού, αλλά για να διεκδικήσει μια ριζική αλλαγή στη σχέση εκμετάλλευσης και στη σχέση μισθών - κερδών, από τη σκοπιά της κατάργησης τόσο της σχέσης εκμετάλλευσης όσο και του εμπορευματικού χαρακτήρα της εργατικής δύναμης.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ



Κι αν έμεινε στην ιστορία η Πρωτομαγιά του 1886, αν σημάδεψε το ρου του εργατικού κινήματος συνολικά –κι όχι μόνο του συνδικαλιστικού κινήματος– ήταν ακριβώς γιατί έφερε στο προσκήνιο μια νέου τύπου προλεταριακή απαιτητικότητα, μια νέα οπτική της εργατικής πάλης γύρω από το χρόνο και τη σχέση εργασίας, τη «μακριά σκιά» της οποίας θα τη συναντάμε πολλές δεκαετίες αργότερα.

125 χρόνια μετά κι εν μέσω μιας νέας ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, που μοιάζει σε πολλά, αλλά διαφέρει σε άλλα τόσα με εκείνη από την οποία «ανάβλυσε» το Σικάγο, ένα αμείλικτο ερώτημα τίθεται απέναντι στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά: Ποιο είναι το «πνεύμα» του Σικάγο σήμερα; Πώς εκφράζεται η πολιτική λογική που αποτυπώθηκε στα «τρία οκτώ» (οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ελεύθερη δραστηριότητα) το 2011, στις συνθήκες της κρίσης και της αντεργατικής στρατηγικής για την υπέρβασή της;
Η απάντηση του ερωτήματος αυτού δεν μπορεί να είναι μηχανιστική ή ανιστορική. Πρέπει, ασφαλώς, να πιάνει το «κόκκινο νήμα του Σικάγο», αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μεταλαμπαδεύει το πνεύμα του στο 2011, ίσως με άλλο «ένδυμα» και άλλα αιτήματα, σίγουρα όμως με το ίδιο πνεύμα και ανάλογες σημαίες. Τι σημαίνει αυτό; Ας δώσουμε ορισμένες μόνο πλευρές.

Πρώτον, η παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας έχει πολλαπλασιαστεί σε ασύλληπτο βαθμό – βοηθούντων και των νέων τεχνολογικών μέσων. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει η υλική δυνατότητα τα χρήσιμα και αναγκαία για την κοινωνία προϊόντα (κι όχι η υπερπληθώρα προϊόντων/εμπορευμάτων, πολλά από τα οποία είναι άχρηστα ή και καταστροφικά, που παράγουν η άναρχη καπιταλιστική παραγωγή και ο ανταγωνισμός των καπιταλιστών) να παραχθούν σε πολύ λιγότερο χρόνο, με πολύ μικρότερη δαπάνη ανθρώπινων εργατοωρών, με πολύ μικρότερο όγκο ανθρώπινης εργασίας. Και μάλιστα να παραχθούν για να ικανοποιήσουν τις βιολογικές, υλικές, πνευματικές, πολιτισμικές, ηθικές, περιβαλλοντικές ανάγκες όχι μόνο του τμήματος των εργαζομένων που διαμένει στον «αναπτυγμένο» δυτικό κόσμο αλλά και του τμήματος εκείνου που αποτελεί την αριθμητική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού και εν έτει 2011 στερείται και τα στοιχειώδη (καθαρό νερό, αποχέτευση, εμβόλια, τροφή, στέγη) και ζει με ημερήσια αμοιβή 1-2 ευρώ.

Δεύτερον, ο κοινωνικός πλούτος που παράγουν οι εργαζόμενοι του χεριού και του πνεύματος έχει επίσης εκτιναχτεί σε σχέση με το 1886. Ταυτόχρονα, βέβαια, έχει εκτιναχτεί σε δυσθεώρητα ύψη και η άνιση κατανομή του, καθώς μια ισχνότατη μειοψηφία κεφαλαιοκρατών, αστών, επενδυτών, τραπεζιτών, διαχειριστών κ.λπ. ιδιοποιείται τη συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα του πλούτου που παράγεται κοινωνικά. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα, αν αλλάξει ο τρόπος κατανομής του κοινωνικού πλούτου, αν αντιστραφεί το βέλος με το οποίο κινείται η σχέση μισθών-κερδών και, κυρίως, αν καταργηθεί η δυνατότητα ιδιοποίησης ξένης απλήρωτης δουλειάς που χαρακτηρίζει το σύστημα της μισθωτής εκμετάλλευσης, ο κόσμος της εργασίας να ζήσει πολύ καλύτερα και να καρπωθεί στο σύνολό του τον πλούτο (υλικό, πνευματικό κ.λπ.) που η δουλειά του δημιουργεί.

Τρίτον, η ανάπτυξη του καπιταλισμού μετά την κρίση του 1872-95 συνδέθηκε με τα πρώτα βήματα του «κράτους πρόνοιας» (Βίσμαρκ), με την αριθμητική αύξηση της μισθωτής εργασίας, με τεχνολογικές και άλλες αλλαγές που βελτίωναν –σχετικά πάντα– το επίπεδο ζωής των μισθωτών, με την πίστη ότι ο καπιταλισμός και η αγορά ταυτίζονται ή έστω συνδέονται με τη συνολική πρόοδο της κοινωνίας. Σήμερα η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Το «κράτος πρόνοιας» αποκαθηλώνεται, η ανεργία γιγαντώνεται (ιδιαίτερα η χρόνια και η ανεργία των νέων, ακόμη και των νέων επιστημόνων μεταπτυχιακού επιπέδου) η ελαστική και μερική απασχόληση αυξάνεται ραγδαία, η τυπική ή άτυπη παράταση του χρόνου εργασίας και η δεύτερη δουλειά (όταν βρίσκεται) σκαρφαλώνουν στα ύψη, ο δε καπιταλισμός, η αγορά, η ΕΕ και η «παγκοσμιοποίηση» γίνονται συνώνυμο όχι της συνολικής προόδου της κοινωνίας αλλά της άγριας λεηλασίας των εργατικών δικαιωμάτων και της φύσης. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει η ανάγκη αλλά και η δυνατότητα όχι μόνο για να μην κάνουμε πίσω από το οκτάωρο, αλλά για μια ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, στις επτά, τις έξι ή και λιγότερες ώρες ημερησίως, με παράλληλη αύξηση των αποδοχών, καθώς και για δραστική μείωση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης. Έτσι ώστε, να αντιμετωπιστούν η ανεργία και η παράταση του χρόνου εργασίας, να απαγορευτούν οι απολύσεις και οι ελαστικές μορφές εργασίας, να έχουν μόνιμη και σταθερή δουλειά όλοι οι εργαζόμενοι, ιδίως οι νέοι. Και να γίνει μέτρο του κοινωνικού πλούτου όχι ο χρόνος που δεσμεύεται εντός εργασίας, αλλά ο χρόνος που απελευθερώνεται για ελεύθερη πολιτισμική δραστηριότητα, ανάπαυση, αναψυχή, συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, κοινωνική συναναστροφή κ.λπ.            

Τέταρτο, χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η τυπική κυρίως υπαγωγή της χειρωνακτικής κατά βάση εργασίας στο κεφάλαιο και άρα η ένταξη στη σφαίρα της μισθωτής εκμετάλλευσης και της απόσπασης υπεραξίας του εργάσιμου κυρίως χρόνου. Χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι η πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο όχι μόνο της χειρωνακτικής αλλά και αρκετών στοιχείων της διανοητικής εργασίας και παράλληλα η πραγματική - ασφυκτική ένταξη στη σφαίρα της απόσπασης υπεραξίας - καπιταλιστικής κερδοφορίας ανώτερων στοιχείων της διανοητικής εργασίας (φαντασία, δημιουργικότητα, επινοητικότητα, επικοινωνία, ικανότητα συνεργασίας κ.λπ.), των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (παιδεία, υγεία, ασφάλιση, περιβάλλον), τμημάτων του μη τυπικά εργάσιμου χρόνου, αλλά και ευρύτερων πλευρών της ζωής και της καθημερινότητας των εργαζόμενων. Πράγμα που σημαίνει ότι το Σικάγο του 2011 δεν μπορεί να απαιτεί μόνο μείωση του κλασικού εργάσιμου χρόνου κι επιστροφή ενός μέρους του κλεμμένου χρόνου εργασίας (ως την κατάργηση της ίδιας της έννοιας του κλεμμένου χρόνου εργασίας), οφείλει παράλληλα να διεκδικεί την απελευθέρωση συνολικά του χρόνου ζωής και των δραστηριοτήτων κάθε ανθρώπου από την τυραννία του κέρδους και της εκμετάλλευσης, από τον κοινωνικά περιττό βραχνά της παραγωγής, πραγμάτωσης και ιδιοποίησης υπεραξίας.
Πέμπτο, ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποιεί κατά πολύ το σημερινό καπιταλισμό από εκείνον του 1886 είναι ότι σήμερα έχουν πληθύνει πρωτόγνωρα τα κοινωνικά άχρηστα, πλεονασματικά ή και επικίνδυνα προϊόντα ή μέθοδοι παραγωγής. Πλήθος οπλικών συστημάτων που σπέρνουν το θάνατο αλλά και αγροτικά προϊόντα που θάβονται αντί να διοχετεύονται στους λαούς που υποσιτίζονται, φάρμακα - μαϊμού αλλά και εμβόλια που δεν γίνονται, γεγονότα τύπου Φουκουσίμα και φαινόμενο θερμοκηπίου αλλά και φιλικές προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας που μένουν ανεκμετάλλευτες, διαφημιστική σπατάλη αλλά και αδυναμία ικανοποίησης στοιχειωδών βιοτικών αναγκών.

Σε έναν τέτοιο κόσμο, σε μια τέτοια κοινωνία, το σύγχρονο Σικάγο δεν μπορεί να γράφει στις σημαίες του μόνο «λιγότερες ώρες δουλειάς και καλύτερες αμοιβές». Οφείλει να προβάλει και μια άλλη κλίμακα αξιών και προτύπων για το τι και πώς παράγεται, για το τι είναι κοινωνικά χρήσιμο και αναγκαίο και τι όχι, για το τι συνάδει με τις ανθρώπινες ανάγκες και τη φύση και τι όχι, για το τι συμβάλλει στη συνολική πολιτισμική ανάπτυξη της ανθρωπότητας και τι όχι. Μόνο έτσι οι «ρωγμές του χρόνου» του σήμερα θα έχουν –τηρουμένων των αναλογιών– την ιστορική διαχρονική βαρύτητα που είχε το Σικάγο του 1886.