Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Η έμπρακτη δημοκρατία του συλλογικού αγώνα

Μαχόμενος λαός
  
Το κύμα της «βαθιάς κοινωνίας» που βγήκε στον αφρό ενός αγώνα διαρκείας και καταλαμβάνει κάθε μέρα την πλατεία Συντάγματος και τις πλατείες όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας, είναι αποτέλεσμα μιας συνισταμένης πολλαπλών δυνάμεων, που όμως, δεν υπόκεινται στους νόμους της νευτώνειας φυσικής, αλλά στους διαλεκτικούς νόμους της πάλης των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων μιας πρωτότυπης επαναστατικής εποχής χωρίς προηγούμενο.




ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΚΟΥ
  



Πολλοί μπλόγκερς διεκδικούν την πατρότητα του κινήματος και σίγουρα πολλοί αριστεροί πολλών δυνάμεων συνέβαλαν στην ιδέα της κατάληψης του Συντάγματος. Αλλά στην τελική της μορφή συμπυκνώνονται οι σκέψεις, οι πόθοι και κυρίως η δράση χιλιάδων, ίσως και εκατομμυρίων ανθρώπων, στην Ελλάδα, την Ισπανία, το Ουισκόνσιν και την Αίγυπτο. Υποκινητής αυτού του κινήματος δεν είναι κάποιο υποχθόνιο κόμμα, που μεταμφιεσμένο σε προβοκάτορα, κυνηγά τον Πεταλωτή και τους άλλους βουλευτές στις εκδηλώσεις. «Προβοκάτορας» είναι ο λαός και ο υποκινητής δεν είναι ένας, είναι πολλοί: Είναι τα φριχτά νέα μέτρα του Μνημονίου 2, που χτίζονται πάνω στη χρεοκοπία του Μνημονίου 1. Είναι η προοπτική της λιτότητας διαρκείας και της εξαθλίωσης χωρίς τέλος και έλεος. Είναι η βάναυση καταπάτηση των στοιχειωδέστερων ελευθεριών του λαού από μια αλαζονική κυβέρνηση. Είναι η ατιμωρησία των υπευθύνων που επιβραβεύονται κι από πάνω. Υποκινητής είναι το πληγωμένο εθνικό γόητρο ενός λαού από τους δυνατούς της ΕΕ και του ΔΝΤ. Είναι τα κλεμμένα απ’ το λαό λεφτά που είναι πολλά. Είναι η αναποτελεσματικότητα των προηγούμενων μορφών πάλης του εργατικού κινήματος. Είναι μια «ανάκαμψη» χωρίς ανάπτυξη και χωρίς δουλειά. Είναι η εξοργιστική συνέχιση της ίδιας πολιτικής που οδήγησε στην κρίση. Υποκινητής είναι η ζοφερή προοπτική μιας ιστορικής κρίσης ενός συστήματος που δεν έχει προοπτική.


Το «κίνημα των πλατειών» είναι ο μαχόμενος ελληνικός λαός που θέλει να δράσει, που θέλει να αγωνιστεί και που δεν βολεύεται πλέον με το ρόλο του παθητικού «αγανακτισμένου», όπως τον βάφτισαν τα μίντια και άλλοι συντηρητικοί, αντιγράφοντας τον ισπανικό λαό που βρίσκεται ένα βήμα πίσω. Το «κίνημα των πλατειών» είναι ο λαός που από αγανακτισμένος έγινε εξεγερμένος και ενωμένος σε ένα αυθόρμητο, πολυτασικό, πολύχρωμο ποτάμι, που θέλει να μετασχηματισθεί συνειδητά πασχίζοντας να ψηλαφίσει μια δημιουργική αλληλεπίδραση με τις παλιές και νέες πρωτοπορίες, αλλά κουβαλώντας και όλες τις παλιές του αμαρτίες. Είναι ο πρώην ή ακόμη και νυν πασόκος, είναι ο πρώην ή ακόμη και νυν νεοδημοκράτης που απεγκλωβίζονται από το κόμμα τους. Είναι ο λαός των συνδικάτων, της Αριστεράς και της αναρχίας όλων των αποχρώσεων, που απαιτεί το σεβασμό και θέλει την «άμεση δημοκρατία» και κυριαρχία πάνω στις συνθήκες του οικονομικού και πολιτικού αγώνα του. Που θέλει συνδικάτα και αριστερά κόμματα, τα οποία θα υπηρετούν τον αγώνα του και όχι το αντίστροφο. Που θέλει πολιτική γραμμή και όχι κομματική υπογραφή. Είναι ο μαχόμενος λαός που θέλει να είναι αυτός ο αρχηγός.

Και η φιλική στάση των μιντιαρχών; Μέσα σε λιγότερο από δέκα ημέρες, η στάση τους άλλαξε. Ο Γ. Πρετεντέρης, εκεί που αρχικά έβλεπε «λαμπερά πρόσωπα», άρχισε να βλέπει «φάτσες παραμορφωμένες από μίσος». Τι έγινε λοιπόν;

Οι κυρίαρχες δυνάμεις πίστεψαν ότι εάν βγει η τίγρη της λαϊκής οργής από το κλουβί της τηλεοπτικής και αστυνομικής τρομοκρατίας, θα ηρεμήσει και έτσι θα μπορούν να την κρατούν από το λουρί. Επιχείρησαν με αυτόν τον τρόπο, να ξεπλύνουν και να αναβαθμίσουν το ρόλο των μίντια, αλλά και να διορθώσουν κάπως το αυταρχικό πρόσωπο μιας αντιδημοκρατικής κυβέρνησης, παρεμβαίνοντας, ταυτόχρονα, πολιτικά εντός του κινήματος, με τη γραμμή του «ειρηνικού», του «ακομμάτιστου» και του «κοινωνικού αυτοματισμού» εναντίον των συνδικάτων. Και κυρίως, απαγορεύοντας στο λαό, μαζί με τους αυτόκλητους λογοκριτές της «πλατείας», να αποκτήσει τα δικά του συνθήματα και τα δικά του τραγούδια, να μιλήσει με τα δικά του λόγια. Ώστε να μείνει στο παθητικό «κλέφτες - κλέφτες» και να μην περάσει στο επιθετικό «φέρτε τώρα πίσω τα κλεμμένα». Να μείνει στο «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» και να μην περάσει στο «ο λαός στη Βουλή, απεργία γενική».

Κάποια τμήματα της Αριστεράς τα έχασαν μπροστά στον ελιγμό της αστικής τάξης. Άλλα κολάκευαν και κολακεύουν, μαζί με τα μίντια, τον «ακομμάτιστο» χαρακτήρα του κινήματος, χωρίς να καταλαβαίνουν τον κίνδυνο συμπόρευσης με την κύρια γραμμή του αντίπαλου, και άλλα κράτησαν και κρατούν από επιφυλακτική έως ανοιχτά εχθρική στάση, αφήνοντας την αστική τάξη να ποδηγετεί το κίνημα μακριά τους.

Ωστόσο, ένας λαός που βγαίνει στο δρόμο, έστω και μετά από μια υπερεικοσάχρονη αιχμαλωσία στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, δεν παύει να είναι επικίνδυνος. Αυτό αποδείχτηκε πολύ γρήγορα: Τα «ακομμάτιστα» συνθήματα συμπυκνώθηκαν στο καθόλου ακομμάτιστο «Πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω – ουστ!». H συνέλευση του Συντάγματος καλεί τα αγωνιζόμενα συνδικάτα να συμπαρασταθούν και ο «θεσμικός» χαρακτήρας του κινήματος άρχισε να χάνεται κάπου στα σκοτάδια του Εθνικού Κήπου, μαζί με τους φυγαδευμένους βουλευτές.
Η οργή, σε συνδυασμό με την αρχική «νομιμοποίηση» του αγώνα από την κυβέρνηση και τα μίντια, όπως ήταν φυσικό, έφερε στο πεζοδρόμιο πιο πλατιές λαϊκές δυνάμεις.  Ευρύτερα καταπιεσμένα τμήματα, τα μεσαία στρώματα της μικρής ιδιοκτησίας, ακόμη και τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης που καταστρέφονται από τις τράπεζες, βρήκαν τη δυνατότητα να εκφράσουν την οργή τους στις πλατείες, μαζί με τον M. Θεοδωράκη, με το «κλέφτες - κλέφτες», με τα σφυρίγματα και γιουχαΐσματα, στο «πάνω Σύνταγμα». Μορφές που δεν αντέχει ο Πρετεντέρης και οι 32 πνευματικοί ταγοί - λαγοί του συστήματος.

Ταυτόχρονα, τμήματα των νέων μεσαίων στρωμάτων, της μισθωτής διανόησης, που παίζουν το ρόλο του υπαξιωματικού στην παραγωγή και που βλέπουν να υποβαθμίζονται δραματικά σε ρόλο προλετάριου με πτυχίο, αισθάνονται πιο οικεία στην «κάτω πλατεία».
Τρίτο διακριτό κοινωνικό στρώμα που συμμετέχει και δίνει χρώμα στις κινητοποιήσεις είναι η «ιντερνετική» νεολαία και κυρίως το τμήμα εκείνο της σχετικά μορφωμένης, εργασιακής περιπλάνησης της ηλικίας των 25-35 ετών.

Ωστόσο, αυτός που δίνει τον τόνο σε όγκο και παρουσία, ειδικά στην Αθήνα, είναι η εργατική κοινωνική πλειοψηφία με όλα της τα στρώματα, παλιά και νέα, της χειρωνακτικής και της διανοητικής εργασίας. Η δε συνάντηση της εργατικής, μισθωτής πλειοψηφίας με τα καταπιεζόμενα στρώματα σε μια ανατρεπτική πολιτική προοπτική, μπορεί να δώσει στο σημερινό κίνημα και στους αυριανούς αγώνες τα χαρακτηριστικά «εθνικής κρίσης».

Όση σημασία έχει η άμεση μάχη της κλιμάκωσης του αγώνα, άλλη τόση και μεγαλύτερη έχει το ζήτημα της πολιτικής προοπτικής, γύρω από την οποία δίνονται οι πρώτες αψιμαχίες. Η πολιτική προοπτική θα δώσει και την αποφασιστική απάντηση στο ζήτημα της ενότητας και μετασχηματισμού ή της διάσπασης και εκφυλισμού του κινήματος. Η «ακομμάτιστη», μικροαστική γραμμή διαμαρτυρίας κατά του Mνημονίου, των πολιτικών και της πολιτικής, δεν μπορεί να δώσει προοπτική ενότητας και νίκης και εάν ηγεμονεύσει, θα οδηγήσει, αργά η γρήγορα, είτε στον εκφυλισμό, είτε σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των «δυο άκρων» της πλατείας, μεταξύ εθνικοπατριωτών και αναρχοδιεθνιστών.

Η μάχη της προοπτικής είναι πάνω από όλα η μάχη των λαϊκών συνθημάτων. Με αυτά εκφράζονται οι μάζες. Τα συνθήματα περνούν από την κρησάρα των εμπειριών, των πόθων και των αναγκών τους. Ένα πετυχημένο σύνθημα, σήμερα, αξίζει όσο μια ντουζίνα κομματικά προγράμματα. Η πολιτική προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής με κατεύθυνση την κοινωνική επανάσταση (όπως και κάθε πολιτική πρόταση) αποκωδικοποιείται από το λαό με το κλειδί των συνθημάτων και εκεί θα κριθεί ο βαθμός συμφωνίας και κατανόησής της.

Η μάχη της προοπτικής είναι στενά δεμένη με τη μάχη της δημοκρατίας του κινήματος, η οποία κάνει τα πρώτα της δειλά, αλλά ελπιδοφόρα βήματα μέσα από τη «λαϊκή συνέλευση». Το μέλλον της δεν βρίσκεται σε μια όλο και μεγαλύτερη συνένωση ατομοκεντρικών προσωπικοτήτων, αλλά στην επέκταση και ενσωμάτωση όλων των μαχόμενων συνδικάτων, επιτροπών αγώνα, λαϊκών συνελεύσεων και συλλόγων στις γειτονιές, μαζικών κινήσεων και εργατικών επιτροπών βάσης. «Τα πάντα όλα» στην πλατεία και η πλατεία «παντού και πάντα», σε κάθε χώρο παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και του λαού, στο εργοστάσιο, την υπηρεσία, το γραφείο, τη γειτονιά και το δήμο, τη σχολή και το σχολείο.

Άμεσα αναζητείται η κλιμάκωση, που δεν μπορεί να είναι η απεργία ντουφεκιά στον αέρα των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ στις 15 Ιουνίου, παρόλο που είναι σταθμός σοβαρός. Κλιμάκωση σημαίνει πανελλαδική μορφή κινητοποίησης στη Βουλή, από την ημέρα που ξεκινάει η συζήτηση με αίτημα «δεν θα περάσει το Μνημόνιο 2», ειδαλλιώς, «δεν σας θέλει ο λαός παρ’ την τρόικα και μπρος».