Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Για την απελευθέρωση του «έθνους των εργαζομένων»

Του Παναγιώτη Μαυροειδή

Για «απώλεια εθνικής κυριαρχίας» μίλησε ανοιχτά την περασμένη βδομάδα ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ. Σαν βρεγμένο γατί ο πρόεδρος της Βουλής ψέλλισε: «Η κυριαρχία έχει περιοριστεί από τη στιγμή που η Ελλάδα βρέθηκε στην τραγική κατάσταση, πριν από δύο χρόνια». Έτσι λοιπόν ο Φ. Πετσάλνικος ομολόγησε αυτό που ακόμη δεν έχει φτάσει για ενημέρωση και ψήφιση στη Βουλή: Με το άρθρο 14.5 της δανειακής συνθήκης για το πρώτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, συνομολόγησε ότι «ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία».

Η αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι αναγκαίο να εντάξει την αποκάλυψη της στάσης ξεπουλήματος της λαϊκής περιουσίας και αυτοτελούς υπόστασης αυτής της χώρας στο σταθερό προσανατολισμό της για ανάδειξη της καθοριστικότητας των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Το εθνικό αστικό κράτος, σε μεγάλο βαθμό είναι ταυτόχρονα ανεπτυγμένο με το εθνικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα, την ιδεολογία του και τις αξιακές κατασκευές της αστικής τάξης που κυριαρχούν και ηγεμονεύουν.

Η επίκληση της «εθνικής ενότητας» ήταν και είναι μόνιμη επωδός σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την ανάγκη να προταχθεί το συνολικό ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης, έναντι των εσωτερικών της αντιθέσεων. Η δεύτερη αναφέρεται στην ανάγκη να εμφανίζονται τα στενά ιδιοτελή συμφέροντα και υπηρετούσες αυτά αξίες της άρχουσας μειοψηφίας, ως συμφέροντα και αξίες όλης της κοινωνίας και του έθνους. Στο βαθμό που αυτές οι δύο αυτές πλευρές συναρθρώνονται και υπηρετούνται, το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης έχει εξασφαλίσει την πολιτική του κυριαρχία και ιδεολογική ηγεμονία. Ο «εθνικός στόχος» της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (πρόδρομη μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης) από το 1960 ακόμη, αποτέλεσε βασικό άξονα για την ωρίμανση και επιβολή της αστικής στρατηγικής στην Ελλάδα.

Σήμερα ωστόσο και οι δύο αυτοί θεμελιακοί πυλώνες της «εθνικής αστικής στρατηγικής», δηλαδή ενοποίηση των αστικών δυνάμεων σε μια κοινή στρατηγική και πολιτική ηγεμονία επί της κοινωνικής εργαζόμενης πλειοψηφίας, κλονίζονται πολύ σοβαρά. Σημαντικότατα τμήματα της αστικής τάξης επωφελούνται αναμφίβολα σοβαρά από τις εξελίξεις. Όσοι για παράδειγμα έχουν συνδέσει απόλυτα τη μοίρα τους και τις δουλειές τους με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, είδαν τα πορτοφόλια τους να ξανα-φουσκώνουν στο πρώτο εξάμηνο του 2011, επωφελούμενες από το νέο έρημο τοπίο των διαλυμένων εργασιακών σχέσεων. Άλλες προετοιμάζονται να συμμετάσχουν στο ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων και την ιδιωτικοποίηση των τελευταίων κοινωνικών δομών. Ωστόσο, από την άλλη, πλειάδα μικρών, μικρομεσαίων ή και μεσαίων επιχειρήσεων της ιδιότυπης ελληνικής οικονομικής κοινωνικής δομής, αφού επιχείρησε να επιζήσει μεταφέροντας το βάρος του αβάσταχτου οικονομικού ανταγωνισμού στην πλευρά της εργασίας, καθηλώνοντας τους μισθούς, βλέπουν σήμερα έντρομες να αναπτύσσεται η καταστροφή τους με απείρως μεγαλύτερη ταχύτητα.

Μέσα στην ίδια την εργαζόμενη πλειοψηφία, η κυβέρνηση και το κεφάλαιο επιχειρούν να ακρωτηριάσουν ριζικά τη δυνατότητα πολιτικής συγκρότησής της, αλλάζοντας το τοπίο των εργασιακών σχέσεων. Οδηγώντας όχι μόνο σε ένα απόλυτο εργοδοτικό δεσποτισμό, αλλά και σε ένα ατέλειωτο εμφύλιο μεταξύ των εργαζομένων ή των εργαζομένων και των ανέργων ή/και των μεταναστών. Ωστόσο, μέσα στο πεδίο της σχετικής υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού έναντι των ανταγωνιστών του, που είναι αναπόδραστη στο νέο πεδίο της ΕΕ, δεν υπάρχει επαρκής δυνατότητα να οικοδομήσουν υλικά συμμαχίες.

Από πολλές πλευρές «οι πάνω» δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά. Η πολιτική κρίση είναι καθολική. Είναι η στιγμή της ιστορικής ευκαιρίας για ανάδειξη των αντικαπιταλιστικών αιτημάτων, όχι μόνο ως ανάγκη επιβίωσης της εργατικής τάξης, των ανέργων, των αγροτών και των φτωχών ως ξεχωριστών κατηγοριών, αλλά ως καθολική παν-κοινωνική ανάγκη. Να σηματοδοτηθεί η αντίσταση για την ανατροπή της κυβέρνησης του Mεσοπρόθεσμου, καθώς και των αντεργατικών πολιτικών και της ΕΕ, από τη διεκδίκηση της ηγεμονίας της συνολικής πορείας της Ελλάδας, από τη σκοπιά των συμφερόντων του «έθνους των εργαζομένων». Ώστε η Ελλάδα να αποδειχτεί ο αδύνατος κρίκος και για την καπιταλιστική ολοκλήρωση, αλλά και για την καπιταλιστική ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Το «εθνικό» αυτό καθήκον, είναι η συμβολή του ελληνικού εργατικού κινήματος σε ένα σύγχρονο επαναστατικό διεθνισμό.

Η φλεγόμενη Ελλάδα της ένοπλης εθνικής αντίστασης, σηματοδότησε ιδιαίτερες δυνατότητες συνάρθρωσης της εθνικής αξιοπρέπειας με τη διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λαοκρατίας. Ζούμε σε μια τέτοια πολιτική στιγμή, όπου αυτή η συνάρθρωση μπορεί να επιτευχθεί με σύγχρονους και πρωτότυπους όρους, που θα καθορίζονται από την προοπτική της καθολικής εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης και με την ηγεμονία της σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει κανείς να συζητήσει και να αντιπαλέψει. Πριν από όλα, η ένταξη του εθνικού ζητήματος και της λαϊκής κυριαρχίας στην απατηλή στρατηγική της «εθνικής ενότητας». Δεν μιλάμε μόνο για την ακροδεξιά παραδοσιακή εθνικιστική εκδοχή της πατριδοκαπηλείας. Αλλά και για τα βαθιά χνάρια που έχει αφήσει η «εθνική λαϊκή ενότητα» του ΠΑΣΟΚ, η οποία σήμερα εκφράζεται με ένα κάλεσμα διαταξικής συμμαχίας και άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ή τις μεγάλες πολυεθνικές. Οι οπαδοί αυτού του καλέσματος φυσικά και δεν εντοπίζουν τον γεννήτορα αυτών των εχθρών στην καπιταλιστική συγκρότηση σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, από την οποία εκστασιάζονται.

Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να αφήσουμε πίσω μας είναι η αποτυχημένη στρατηγική σύνδεσης εθνικού-κοινωνικού. Η ένταξη της κοινωνικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας σε ύστερο (χρονικά και ποιοτικά) καθήκον μιας εθνικής ανεξαρτησίας που θα καταχτιόταν από μια συμμαχία με τη λεγόμενη «εθνική» αστική τάξη, ενάντια στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για την αποτίναξη της «εξάρτησης» από αυτές. Η πολιτική αυτή γραμμή καταδίκασε σε αποτυχία τη μεγάλη πολιτική τομή που δημιούργησε η ελληνική Αριστερά τη δεκαετία του ’40. Η αποτυχία δεν ήταν στη σύνδεση του εθνικού ζητήματος με τη λαοκρατία. Κάθε άλλο: Θα κοσμεί πάντα το κομμουνιστικό κίνημα ο επιτυχής προσανατολισμός του στην εθνική αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς καταχτητές. Αντίθετα, η Δεξιά και η αστική εθνική ηγεσία θα μείνει στην ιστορία για το δοσιλογισμό της και το φίλημα της κατουρημένης ποδιάς πρώτα των Γερμανών και μετά των Αγγλο-αμερικανών. Το πρόβλημα ήταν η υποταγή της επανάστασης και της λαοκρατίας στην πολιτική στρατηγική της «εθνικής ενότητας».

Τέλος, στο στόχαστρό μας πρέπει να βρεθεί και η ιδεολογία και πολιτική πρακτική του λεγόμενου «ευρωπαϊσμού», ιδιότυπη σύμμειξη κλασικού ραγιαδισμού και αστικού κοσμοπολιτισμού. Η επιτυχία της αστικής τάξης είναι η ευρύτερη εμπέδωση του καραμανλικού δόγματος της μεταπολίτευσης «ανήκομεν εις την Δύσην». Ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς αποδέχτηκε αλλά και τροφοδότησε με νέα καύσιμα αυτό το δόγμα. Θαυμάζοντας την καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ. Αποδίδοντας σε αυτήν στοιχεία αντικειμενικής προοδευτικής εξέλιξης. Αναγορεύοντάς την, αυθαίρετα και αντι-ιστορικά στην καλύτερη περίπτωση ως το νέο πεδίο ταξικής πάλης και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Στη σημερινή περίοδο, τουλάχιστον για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ζήτημα εθνικής ολοκλήρωσης με τον τρόπο που το έθετε ο Λένιν. Προκύπτει όμως σαφώς ζήτημα «λαϊκής κυριαρχίας» και δημοκρατίας, όταν «κυριαρχικές» αρμοδιότητες μετατίθενται σε επίπεδο τρόικας και ΕΕ. Ανακύπτει σαφώς «εθνικό ζήτημα» με σύγχρονους όρους, όταν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί καταργούν ή αλυσοδένουν την «εθνική» κρατική διαχείριση.

Σε τι όμως ακριβώς συνίσταται αυτό το ζήτημα και κυρίως ποιος είναι ο χαρακτήρας της απάντησης σε αυτό; Πρέπει να δούμε τις εξελίξεις από την οπτική γωνία της ταξικής πάλης. Η πρώτη μεγάλη αντιδραστική τομή που επιχειρείται (ή μάλλον βαθαίνει) και μας ενδιαφέρει είναι η μεταφορά λήψης των κρίσιμων αποφάσεων σε υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων που θα επηρεάζονται όλο και λιγότερο από την πολιτική διαπάλη που ο λαϊκός παράγοντας μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά κυρίως στο εθνικό πεδίο. Η δεύτερη τομή αφορά την ίδια την αντιδραστική μετάλλαξη των αστικών θεσμών σε εθνικό επίπεδο. Με σχετική κατάργηση κάθε δευτερεύοντος κοινωνικού στοιχείου της κρατικής δομής, καθώς και στοιχείων πολιτικής δημοκρατίας, προς όφελος μιας αντιδραστικής αυταρχικής θωράκισης σε ένα ρόλο μαντρόσκυλου της διεθνούς πλουτοκρατίας και της ντόπιας αστικής τάξης.
Η απάντηση σε αυτή την προοπτική δεν μπορεί να είναι «εθνικο-ενωτική». Το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη θα υποβαθμιστεί σε σχέση με τους ανταγωνιστές της στο νέο συσχετισμό που κυοφορείται, δεν αποτελεί λόγο για να τη λυπηθούμε. Αντίθετα, έχουμε όλους τους λόγους και τα επιχειρήματα, να της χρεώσουμε την συνολική «εθνική» κοινωνική καταστροφή στην οποία υποβάλλει την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, ακριβώς για να προστατέψει τα δικά της βρώμικα συμφέροντα. Και αν είναι σήμερα σε δύσκολη θέση, έχουμε χρέος να την πατήσουμε στο λαιμό και όχι να απλώσουμε χέρι βοηθείας. Αυτό είναι το καθήκον που μπορεί και πρέπει να αναλάβει να φέρει σε πέρας το «έθνος των εργαζομένων», που δεν χρωστάει τίποτα στην ΕΕ και στο ΔΝΤ, αλλά μόνο απέναντι στις επόμενες γενιές και τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου. Είναι μια απάντηση ταξική, εργατική, αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής.