Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Δώρο… άδωρο τα χρήματα της ΕΕ

Της Χριστίνας Χρηστίδου


Οι δηλώσεις, την προηγούμενη εβδομάδα, του Ευρωπαίου Επίτροπου Χ. Μ. Μπαρόζο για την άμεση εισροή κοινοτικών κονδυλίων ύψους 1 δισ. ευρώ, εντάσσονται στην εναγώνια προσπάθεια της κυβέρνησης και των δανειστών της να αντιστρέψουν το κλίμα της γενικευμένης απαξίωσης από την κοινωνία, του Mνημονίου και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, προβάλλοντας, τα χρήματα της ΕΕ ως «σανίδα σωτηρίας» για τη χώρα.

Η λεγόμενη «εθνική συμμετοχή» στα έργα του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς - ΕΣΠΑ (του προγράμματος που διαδέχτηκε το Γ’ ΚΠΣ) τη μείωση της οποίας ζήτησε και έλαβε ο πρωθυπουργός από την Κομισιόν, είναι τα χρήματα που οφείλει σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ να καταβάλει το ελληνικό Δημόσιο για την κάλυψη μέρους του προϋπολογισμού των προγραμμάτων. Για παράδειγμα, αν ένα έργο έχει προϋπολογισμό 100.000 ευρώ, με ποσοστό εθνικής συμμετοχής 25%, η Ελλάδα υποχρεούται να καταβάλει 25.000 ευρώ και η Κοινότητα 75.000 ευρώ. Συνολικά για την περίοδο 2007-2013 έχει οριστεί ότι το ΕΣΠΑ θα λάβει κοινοτική συνδρομή ύψους 20 δισ. ευρώ. Η μείωση επομένως της εθνικής συμμετοχής σημαίνει ότι το ΕΣΠΑ μειώνεται σε προϋπολογισμό αφού το ποσό της κοινοτικής συμμετοχής είναι ένα σταθερό νούμερο που δεν αλλάζει. Αυτό σημαίνει ότι πολλά έργα που προβλέπονταν στο ΕΣΠΑ δεν θα υλοποιηθούν.

Λόγω μάλιστα του ασφυκτικού δημοσιονομικού πλαισίου του Mνημονίου, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να προσδοκάται η χρηματοδότηση των έργων αυτών από τον εθνικό προϋπολογισμό. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), από το οποίο χρηματοδοτούνται τα δημόσια έργα, αλλά και καταβάλλεται το ποσό της «εθνικής συμμετοχής» στα έργα του ΕΣΠΑ, συρρικνώνεται διαρκώς το τελευταίο 12μηνο. Σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο… έγκλημα που ψηφίστηκε την περασμένη Τετάρτη, το ΠΔΕ θα περιοριστεί, για το 2011, σε 7.550 εκ. ευρώ, το χαμηλότερο ποσό στην Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι βάσει των κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων του ΕΣΠΑ, τα συγχρηματοδοτούμενα έργα πρώτα πληρώνονται από το κράτος και μετά από την Κομισιόν με εξαίρεση τις λεγόμενες «προκαταβολές» που δίνονται κατά την έναρξη των προγραμμάτων (ένα 7% δόθηκε στην έναρξη της περιόδου εφαρμογής του ΕΣΠΑ το 2007). Το 1 δισ. ευρώ επομένως που αποδέχτηκε πρόσφατα η κυβέρνηση (με αντάλλαγμα μάλιστα αυστηρή παρουσία και επιτήρηση της τρόικας στην υλοποίηση και διαχείριση του ΕΣΠΑ) είναι τα χρήματα που θα εκταμιευθούν και πάλι προκαταβολικά από τα κοινοτικά ταμεία ώστε να καλυφθεί προσωρινά η εθνική συμμετοχή για τις πληρωμές των έργων, αλλά θα παρακρατηθούν τα επόμενα χρόνια ώστε να τηρείται σε κάθε περίπτωση το «πλαφόν» των 20,4 δισ. ευρώ. Δηλαδή, στο τέλος της προγραμματικής περιόδου 2007-2013 και έως το 2015 η Ελλάδα θα κληθεί να καταβάλει και τη δική της συμμετοχή. Πρόκειται για μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον, ώστε να εξωραϊστεί η τωρινή κατάσταση. Ταυτόχρονα το 1 δισ. ευρώ θα διατεθεί για συγκεκριμένες δράσεις που πολύ απέχουν από τις από τις κοινωνικές και λαϊκές ανάγκες. Δημοσιεύματα αναφέρουν ότι τα έργα που θα κοπούν είναι μικρά περιφερειακά (οδικά, αποχετευτικά ή ύδρευσης) αλλά και κρίσιμες κοινωνικές παρεμβάσεις, όπως δράσεις για την κοινωνική πρόνοια ή την καταπολέμηση της ανεργίας. Επανεξετάζονται επίσης τοπικά έργα υποδομής (βλ. σχολεία) αλλά και οι επιδοτήσεις των τοπικών αυτοδιοικήσεων αξίας 700 εκατ. ευρώ.

Ειδικά οι δράσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, παρότι στο Γ’ ΚΠΣ λειτούργησαν αποσπασματικά, είχαν επιφέρει βελτιώσεις σε τομείς όπως η παροχή υπηρεσιών φροντίδας σε παιδιά, ηλικιωμένους, ευπαθείς ομάδες κ.λπ. Τώρα όμως θα εξαφανιστούν, δημιουργώντας μία ασφυκτική κατάσταση δίπλα στα ερείπια του κράτους πρόνοιας που θα αφήσουν τα Mνημόνια 1 και 2.

Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ. Ο κίνδυνος να επιβαρυνθεί ο εθνικός προϋπολογισμός με αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ τα επόμενα χρόνια φαντάζει παραπάνω από υπαρκτός. Τρανταχτό παράδειγμα η περίπτωση των Συμπληρωματικών Συμβάσεων. Αυτές είναι στην ουσία συμβάσεις που ανατίθενται απευθείας στους ήδη εγκατεστημένους αναδόχους των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Η κοινοτική νομοθεσία αναφέρει ρητά ότι οι περιπτώσεις των Συμπληρωματικών Συμβάσεων πρέπει να είναι «εξαιρετικές», δηλαδή σπάνιες, καθώς ο κανόνας είναι τα έργα να ανατίθενται με ανοικτούς διαγωνισμούς. Στην ελληνική πραγματικότητα έγινε κατορθωτή ή πλήρης αντιστροφή του νόμου και η εξαίρεση έγινε ο κανόνας. Ξεχειλώνοντας κάθε νομικό όριο, σχεδόν σε κάθε έργο υπάρχει μία τουλάχιστον Συμπληρωματική Σύμβαση. Το αυξημένο αυτό κόστος στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν συγχρηματοδοτείται από την ΕΕ, με αποτέλεσμα το ΠΔΕ να φορτώνεται με αμαρτωλές δαπάνες και ο προϋπολογισμός του κράτους με έλλειμμα το οποίο θα κληθεί πάλι να πληρώσει ο «εχθρός λαός»…