Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Το δέντρο της ζωής και της αντίστασης

Τα διηγήματα του Γιάννη Οικονομίδη που συγκεντρώνονται στον τόμο με τίτλο Πράσινο πάντοτε το δέντρο της ζωής (εκδ. Νόβολι) είναι αβίαστος καρπός μιας ζωής πλούσιας σε βιώματα, της κοινωνικής, πνευματικής και προσωπικής του οδοιπορίας στον κακοτράχαλο καιρό μας. Διαφωνώντας με την ακροτελεύτια πρόβλεψη και αφιέρωσή του, ο συγγραφέας μπορεί και πρέπει να μας χαρίσει και άλλα αναβρύσματα του ταλέντου και της ανθρωπιάς του.



του Δημήτρη Γρηγορόπουλου



Ο Γ. Οικονομίδης είναι εμβληματική προσωπικότητα για τον Πειραιά και όχι μόνο. Λαμπρός επιστήμονας, άσκησε για πενήντα χρόνια το ιατρικό λειτούργημα με την ανθρωπιά και υπευθυνότητα που πρέπει σ’ ένα θεράποντα του Ασκληπιού. Με ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, homo universalis θα λέγαμε, παρακολουθεί και εμβαθύνει την πορεία της τέχνης, καταθέτοντας αθόρυβα και τη δική του άξια συνεισφορά. Συμμετέχει αδιάλειπτα στα κοινωνικά δρώμενα από το μετερίζι των ριζοσπαστικών ιδεών με κριτικό μάτι και φιλέρευνη διάθεση.

Αν μια αρχή διέπει τα γραπτά του Γ. Οικονομίδη, θα μπορούσα να πω ότι αυτή είναι μια «κοσμική» αγάπη για το παν. Όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τη φύση, τα ζώα, τις ιδέες. Στα διηγήματά του κυριαρχούν ήρωες πηγαίας και πληθωρικής αγάπης. Πρώτα απ’ όλα ο ίδιος με τη μοναδική, σπάνια στους σκληρούς καιρούς μας αγάπη του για τη σύντροφό του. H κυρία Μαρία και η υιοθετημένη Σοφία, η γιαγιά Όλγα, ζωντανή έκφραση του Ξένιου Δία, η φιλία με τον Κώστα, ο απέραντος έρωτας της Βούλας που γίνεται θυσία και τελικά μητρική αγκαλιά για δύο κατατρεγμένα πλάσματα. Αλλά και για τους αρνητικούς ήρωες, ακόμη και για το βάρβαρο Δημήτρη, δεν εκδίδει απλώς μια καταδικαστική ετυμηγορία, αλλά προσπαθεί με ανθρωπιά και γνώση να ακολουθήσει τα μονοπάτια της ψυχικής του ανωμαλίας, που καθιστούσαν και τον ίδιο μέσα από μια τραγική αντίθεση έρωτα και παθολογικής ζήλειας θύτη και θύμα ταυτόχρονα, που με την αυτοτιμωρία του επιφέρει την κάθαρση. Αλλά και στους χαρακτήρες, ενώ επισημαίνει τις ανόητες αδυναμίες χαρακτηριστικών τύπων, τις αντιμετωπίζει με ελαφρά ειρωνεία ίσως και με κατανόηση, πάντως όχι αφ’ υψηλού με καταδικαστική και σαρκαστική λογική.

Αυτή η αγάπη όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι μονολιθική ούτε οδηγεί πάντα στην ευδαιμονία (στο happy end της σύγχρονης βιομηχανίας της ψυχαγωγίας). Συνδέεται με τον πόνο, την κακία, τη δυστυχία, που είναι χαραγμένη στο βιολογικό μας χάρτη ή είναι αποκύημα των ηθικών και κοινωνικών μας ατελειών. Αυτό όμως το πιθάρι του Δία με τα καλά και τα κακά αναδίδει μια οσμή ανθρωπιάς, αισιοδοξίας, ελπίδας...


Τα διηγήματα πλημμυρίζουν από αγάπη για τη φύση. Είναι γνωστή εξάλλου η παροιμιώδης αγάπη του συγγραφέα γι’ αυτήν. Η φύση είναι δυναμικά παρούσα σε όλα σχεδόν τα διηγήματα. Όχι με την έννοια ενός γραφικού ντεκόρ για τη ρουτινιασμένη ζωή μας ή την άχαρη γραφή μας, αλλά με την αρχέγονη και σχεδόν χαμένη πια, ενότητα φύσης - ανθρώπου. Αγάπη και ενότητα που εκφράζεται χαρακτηριστικά στην ανθρωποποίηση ενός ταπεινού πλάσματος, ενός σκυλιού, που είναι ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα.
Ισοδύναμη και συγκοινωνούσα βέβαια, με την ανθρωπιά και τη φυσιολατρεία του συγγραφέα είναι και η κοινωνική του ευαισθησία. Είναι διάχυτη στα διηγήματά του με τη μορφή σχέσεων, καταστάσεων, χαρακτήρων, συμπεριφορών, ακόμη και λαογραφικών (εθιμικών) αναφορών με το ιστορικό στίγμα παλιότερων αλλά και σύγχρονων καιρών. Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο διηγήματα (Η γνωριμία μου με τον κ. Κάρολο Μαρξ και Μνήμες), στα οποία αποτυπώνεται η κοινωνική φιλοσοφία του συγγραφέα και μια στάση ζωής. Στο πρώτο, με υποδειγματική τεχνική, αφηγείται πώς ανακαλύπτει τυχαία στα αραχνιασμένα ράφια μιας βιβλιοθήκης το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Στην αρχή, επηρεασμένος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, θεωρεί τις ιδέες του συγγραφέα ανυπόστατες και επικίνδυνες. Στη συνέχεια όμως, διαπιστώνοντας με τις εμπειρίες του ότι ακόμη και οικογενειακές σχέσεις καταντούν οικονομική σχέση, δεν θα ρίξει το βιβλίο στο πυρ το εξώτερο, αλλά θα συνειδητοποιήσει ότι όντως σε αυτήν την κοινωνία θεός είναι το χρήμα.
Στο δεύτερο διήγημα σκιαγραφεί τη μορφή ενός αγνού αγωνιστή, που τυχάρπαστοι και υστερόβουλοι «επίγονοι» θα εξαργυρώσουν τις περγαμηνές του στο βωμό της ψηφοθηρίας, που πρόδωσε τα ιδεώδη του.

Ο Γ. Οικονομίδης τελειώνει με μιαν αναφορά στην αγαπημένη του πόλη, τον Πειραιά. Είναι μια ελεγεία για τον Πειραιά που χάθηκε και με την έννοια της οικοδομικής μετασκευής του και με την έννοια της καταστροφής ενός τρόπους ζωής, της γειτονιάς και της ζεστής επαφής των ανθρώπων, που εκτοπίστηκε από τους τσιμεντένιιους κύβους και την αποξένωση. Ο Πειραιάς δεν καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς του 1940, αλλά από την επέλαση των εργολάβων, που με την κερδοσκοπική ασυδοσία τους κατέστρεψαν και καταστρέφουν την πόλη (και τις πόλεις). Ο Οικονομίδης έμαθε καλά το μάθημα από τον Μαρξ: Το χρήμα (το είπε και ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη) καταστρέφει το νου και την ψυχή του ανθρώπου, καταστρέφει τις σχέσεις των ανθρώπων, αν βέβαια αυτοί δεν αντισταθούν. Ο Γ. Οικονομίδης αντιστάθηκε και αντιστέκεται στην ασχήμια της ζωής...