Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Θέμος Σκανδάμης: Επιμονή για να μιλήσουν τα τραγούδια


Γεννημένος το 1979, ο Θέμος Σκανδάμης ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολύ νέους και πολύ αξιόλογους τραγουδοποιούς των Αθηνών. Το επόμενο Σάββατο μάλιστα εμφανίζεται στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. Το Πριν τον αναζήτησε και του δίνει το λόγο αυτή την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου.



Συνέντευξη στον Παναγιώτη Φραντζή



Μεγάλωσε σε ένα σπίτι στον Άλιμο, όπου το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια στην κουζίνα γιατί «είχανε μανία με τις ειδήσεις». Μικρός ήθελε κι ο ίδιος να γίνει δημοσιογράφος. Πήγε στο Ωδείο, αλλά ανακάλυψε μόνος του τη μουσική και από νωρίς βάλθηκε να γράφει τα δικά του. Το σόι του πατέρα του, από το Αιγάλεω, ήταν πολύ του γλεντιού. Στα γλέντια πάντα ακούγονταν λαϊκά και κυρίως ρεμπέτικα. Πέραν του λαϊκού, στις επιρροές του συγκαταλέγει τον Σαββόπουλο, τον Λοΐζο, τον Χατζιδάκι, τον Ξυδάκη, τους Μπιτλς. Βεβαίως και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Στα δεκαοχτώ του περνάει στη Φιλοσοφική, αλλά την παρατάει. «Δεν την άντεχα τη Φιλοσοφική. Ήταν πολύ μεγάλη για μένα. Δεν βρήκα την ελευθερία που περίμενα στη σχολή, αλλιώς φανταζόμουν τη φοιτητική ζωή». Θυμάται ότι τον πρώτο χρόνο έκαναν κατάληψη, αλλά όταν άρχισαν τα μαθήματα, τα κεφάλια έσκυψαν και τα χέρια κρατούσαν βιαστικά σημειώσεις. Και τα κορίτσια; «Η Φιλοσοφική ήταν γεμάτη από κορίτσια. Αλλά τα περισσότερα ήταν από έναν κόσμο που δεν καταλάβαινα και ήταν τόσο πολλά... Νικιέμαι από την ομορφιά σε αυτές τις περιπτώσεις». Ίσως στα τραγούδια του νικάει, τη συστολή πάντως την ξεπερνά.

Ο δεύτερος χρόνος των σπουδών του τον βρίσκει μπλεγμένο σε μια άλλου είδους τάξη, στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου και μετέπειτα σε ιδιωτική δραματική σχόλη. «Δεν την τέλειωσα ούτε αυτή, αλλά έμπλεξα με το θέατρο», δηλώνει με αυτοπεποίθηση. Έπαιξε με την ομάδα «Δρόμος με δέντρα» και με τις «Τσιριτσάντζουλες». Γύρισαν τα νησιά σαν μπουλούκι κι ήταν ωραία.
Την εισβολή του στο τραγούδι την οφείλει στους δύο «νονούς» του, όπως λέει. Τη Μάρθα Φριντζήλα και τον Βασίλη Μαντζούκη. Αυτοί πρωτοάκουσαν τα τραγούδια του και τον ενθάρρυναν να προχωρήσει. Κάπως έτσι, το 2006 βγαίνει για πρώτη φορά και παρουσιάζει το υλικό του στον «Κρατήρα». Το 2008 ηχογραφεί το Μακροβούτι και πρόσφατα κυκλοφορεί έναν ακόμα δίσκο με τον περιγραφικό τίτλο Η Μάρθα Φριντζήλα τραγουδά Θέμο Σκανδάμη.

Μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τους μουσικούς που τον συνόδευσαν από την αρχή ως τώρα. Τον Πανού Μανού, τον συγκάτοικό του, τον Δημήτρη Κουφογιώργο, τον Αντώνη Μαράτο, τον Κώστα Νικολόπουλο, τη Δάφνη Σοφοκλέους, τον Ταξιάρχη Βασιλάκο. Η συνάντησή του με τη Σταυρούλα Παυλίκου, ερμηνεύτρια με όλη τη σημασία της λέξης και φλαουτίστα που είναι μονίμως δίπλα του στις ζωντανές εμφανίσεις, έφτιαξε ένα σύμπαν ολόκληρο. Όλα τα τραγούδια του με τη φωνή της Παυλίκου παίρνουν την αληθινή τους υπόσταση.  «Η Σταυρούλα ανοίγει πλέον και άλλα παράθυρα ανεξάρτητα από το δικό μου το υλικό. Εξελίσσεται σε μια εκπληκτική τραγουδίστρια. Έχει απίθανο ένστικτο όσον αφορά το ωραίο και το αληθινό. Πάει κατευθείαν σε μεγάλο βάθος. Ξέρει πολύ καλά πώς θα κινηθεί μέσα στα τραγούδια μου. Και είναι φοβερή φλαουτίστα επίσης. Θα πρέπει να κάνουμε έναν καινούργιο δίσκο μόνο για αυτήν – ήδη υπάρχουν κάποια τραγούδια που είναι γραμμένα πάνω στη φωνή της».

Αστειεύεται για τη σχέση του ως δημιουργού με το ραδιόφωνο. «Στην αρχή πίστευα ότι είχα τα ιδανικά τρίλεπτα κομμάτια για το ραδιόφωνο. Ήμουν σίγουρος ότι θα παιχτούν, αλλά τελικά δεν ήταν έτσι». Στη συνέχεια, σοβαρεύει: «Αυτό που παίζεται σήμερα στο ραδιόφωνο είναι, θα έλεγα, λιγότερο προσωπικό. Είναι πιο τυποποιημένο. Τα πράγματα μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους. Χίλια κόλπα μπορεί να επιστρατεύονται σε σχέση με τον ήχο και τις ενορχηστρώσεις, αλλά όλα μαζί φτιάχνουν ένα ομοιόμορφο υλικό. Όπως στα ράφια του σούπερ μάρκετ, είναι πάρα πολλά τα προϊόντα, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση. Είναι όλα καινούργια και όλα παλιά συγχρόνως».

Πότε ένιωσες κάτι να σε παρασέρνει να γίνεις καλύτερος, τον ρωτάω. «Πάλι στον ίδιο κύκλο θα αναφερθώ: Στα τραγούδια και στη μουσική γενικά του Βασίλη Μαντζούκη. Στο θέατρο, η παράσταση που ανέβηκε τον Ιούνιο στο Baumstrasse, Οι τρεις αδερφές, όπου δίνουν στον Τσέχωφ όλη την ουσία του με έναν τρόπο σημερινό και απλό. Την Ανατολή τη Μαργιόλα που τραγουδάει με τον Μανώλη τον Πάππο... Κοίτα να δεις, δεν υπάρχει ο μοναχικός καβαλάρης στην τέχνη. Αν δεν συμβαίνει τίποτα γύρω σου, δεν θα κάνεις τίποτα κι εσύ από μόνος σου». Την επόμενη μέρα τον συνάντησα στο χώρο της παράστασης που μου πρότεινε. Ήταν ανήσυχος, ως συνήθως. Και δεν είχε πολλές κουβέντες με τον κόσμο.

Τον είχα ρωτήσει, όταν βρεθήκαμε, ποια είναι τα ζόρια του. Πόσο τον δυσκολεύει σήμερα αυτό που διάλεξε να κάνει. Μουδιασμένος στην αρχή και πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, είπε: «Το ένα ζόρι, μήπως δεν έχει τίποτε απ’ αυτά σημασία; Το να φτιάχνεις τραγούδια δεν είναι το ίδιο με το να βάφεις έναν τοίχο. Τίθεται ένα ζήτημα πίστης. Χρειάζεται μια συνεχή υποκειμενική στήριξη αυτό που κάνεις. Να στηρίξεις εσύ με τη ζωή σου αυτό που επιχειρείς. Αυτό με δυσκολεύει πολύ. Το άλλο, υπάρχει ένα βασικό θέμα επιβίωσης. Παίζεις τα τραγούδια του Μάρκου και βγάζεις μεροκάματο. Δεν είναι λίγο. Αλλά όταν έχεις αγωνία δική σου; Είναι δύσκολο να έχεις δικό σου υλικό, να θες να παρουσιάσεις τα δικά σου πράγματα και να πληρωθείς γι’ αυτά».

«Θέλω να μιλήσω απλά»

Αυτή την εποχή διαβάζει πολύ και γράφει. Δεν ακούει τόσο μουσική. Όμως δουλεύει πάνω σε τραγούδια ακυκλοφόρητα που έχουν παιχτεί στις συναυλίες. Θέλω να υπογραμμίσω ότι εκεί μπορεί να ακούσει κανείς το πραγματικό μέγεθος της δουλειάς του Σκανδάμη. Ξέρει ότι η δισκογραφία πνέει τα λοίσθια ωστόσο τον ενδιαφέρει πάρα πολύ η έκδοση, η συγκέντρωση και η αποτύπωση του υλικού. Τον ρωτώ τι θέλει να πετύχει από εδώ και πέρα: «Να αφαιρέσω και να απλοποιήσω, να μπορούν να ειπωθούν τα πράγματα ακόμα και χωρίς όργανα».

Το ερωτικό θέμα βρίσκεται στο κέντρο της δημιουργίας του, περισσότερο ως πρόβλημα επικοινωνίας. Με έναν τρόπο βαθιά πολιτικό, τονίζοντας το συλλογικό βίωμα και την αγωνία της κοινής μας ζωής. «Το θέμα της συντροφικότητας μπαίνει επιτακτικά και ζητάει απάντηση», λέει. «Στην πραγματική ζωή, που είναι η ζωή της σχέσης και του άλλου που θες να συντροφεύσεις, πόσο δύσκολο είναι αυτό… Όποιος κάνει τη διαδρομή μιλάει πολύ διαφορετικά. Αποκτούν οι άνθρωποι ένα βάθος όταν επιμένουν σ’ αυτό. Το βλέπεις σε ορισμένους φίλους που έφτασαν ως εκεί… Κατά τ’ άλλα, κυρίως είμαστε άθλιοι και βλάκες. Μέχρι να καταλάβεις τι γίνεται, η ζωή έχει φύγει».

Μιλάμε και πάλι στο κλείσιμο της κουβέντας για την απουσία φωνών και τραγουδιών από τη ζωή μας. Του λέω ότι το θέμα είναι να παίρνουμε τα τραγούδια και να τα κάνουμε δικά μας, δηλαδή να τα έχουμε ανάγκη. «Δεν προλαβαίνουμε να έχουμε ανάγκη» με διορθώνει. «Όπου και να πας θα ακούσεις τραγούδια. Ξέρεις, με αυτά τα στιχάκια που θα σου κολλήσουν». Μπαίνουν και βγαίνουν όλα με απίστευτες ταχύτητες, οι πληροφορίες, οι σχέσεις γύρω μάς διαπερνούν. Δεν τις ορίζουμε. «Η συγκρότησή μας είναι σαθρή. Δεν βρίσκω τα υλικά μας πολύ στέρεα», συμπληρώνει.

Αλλά γι’ αυτό αξίζει να επιστρέψουμε στις μεγάλες συζητήσεις και στην τέχνη ειδικά και στους ανθρώπους που σήμερα πασχίζουν να κάνουν τέχνη, με όλα τα θέματα βιοπορισμού που αντιμετωπίζουν και τη χυδαιότητα των εμπορικών σχέσεων και κυρίως των πολιτιστικών προτύπων που έχουν να ξεπεράσουν. Κλείνοντας, είπαμε για το πώς θα έπρεπε να στήνονται φεστιβάλ και εκδηλώσεις, αναδεικνύοντας το περιεχόμενο της δημιουργίας και όχι την επικάλυψη της φήμης. Είπαμε κι άλλα πολλά που μάλλον στα τραγούδια μπορούν να ειπωθούν καλύτερα. «Συνάντησα στο δρόμο μια παλιά καθηγήτριά μου», λέει λίγο πριν να φύγουμε, «που θυμόταν την αγάπη μου για τη δημοσιογραφία. Γράφεις; με ρωτάει. Ναι, της απαντάω. Γράφω… Τραγούδια».