Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘΕΜΑ: Κρίση, πολιτική ανατροπή και μαζικό κίνημα

Από τον πολιτικό ρόλο του μαζικού εργατικού κινήματος θα εξαρτηθεί η ανάσχεση των αντεργατικών μέτρων, η άμεση επιβίωση της εργατικής οικογένειας, η ανατροπή της επίθεσης. Και, μακροπρόθεσμα, η σωτηρία του ανθρώπινου πολιτισμού, μέσα από έναν ανώτερο γύρο επαναστάσεων για τον κομμουνισμό της εποχής μας. Η μεταπολεμική ιστορία
του ελληνικού εργατικού κινήματος δείχνει ότι η εξέλιξή του δεν είναι ευθύγραμμη, ούτε κινείται με μια και μοναδική μορφή.


του Κώστα Μάρκου





Ιστορική κρίση του καπιταλισμού


Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε μέσα σε πέντε μήνες όλες τις προεκλογικές αυταπάτες των ψηφοφόρων–μαζί και τις όποιες δικές του– και εφαρμόζει ένα πρόγραμμα μέτρων που οδηγεί, σύμφωνα με τη Ντόιτσε Μπανκ, σε μείωση του ΑΕΠ κατά 5% και σε εκτίναξη της ανεργίας στο 20%, στους αμέσως επόμενους μήνες. Η απότομη πτώση του λαϊκού βιοτικού επιπέδου κατά 30% λόγω αυτών των μέτρων, μόνο με συνθήκες πολέμου μπορεί να συγκριθεί. Αδύναμο να τα βγάλει πέρα μόνο του, το ελληνικό κεφάλαιο συμμαχεί και με τη... Σκύλλα του ΔΝΤ και με τη Χάρυβδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ενώ η Ελλάδα βυθίζεται σε βαθιά ύφεση, οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες κινούνται σε μια «ανάκαμψη με ανεργία», όπως λέγεται. Πρόκειται για αντίφαση εν τοις όροις: Για να υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη (δηλ. και των κερδών), απαιτείται να αυξηθεί η απασχόληση, να ξεπεραστεί κατά κάποιο τρόπο η δομική ανεργία και η πολύπλευρη καταστροφική εκκαθάριση της σύγχρονης εργασίας, που επιχειρείται ιδιαίτερα στις συνθήκες της κρίσης. Μόνο έτσι μπορεί να αρχίσει ξανά, με κάποια μορφή, ο κύκλος πραγματοποίησης και αξιοποίησης της αυξανόμενης υπεραξίας, μέσα από επενδύσεις του λιμνάζοντος συσσωρευμένου κεφαλαίου, που «βελάζει» σήμερα, αναζητώντας κέρδος, όπως το διψασμένο ελάφι όταν ψάχνει για νερό (Μαρξ, Γκρουντρίσε).
Ωστόσο, με δεδομένο τον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ο κύκλος της τωρινής κρίσης μπορεί να ξεπεραστεί. Για να δώσει, όμως, τη σειρά του σε ένα νέο, ανώτερο και πιο καταστροφικό κύκλο κρίσεων. Γιατί, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας έχει εκτινάξει τη θεμελιώδη αντίθεση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος στα ύψη:  Οι υπεραναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις –πρώτα από όλα, η παραγωγική δυνατότητα, η κοινωνικοποίηση και «παγκοσμιοποίηση» της σύγχρονης εργατικής τάξης– δεν χωρά στα όλο και περισσότερο στενά πλαίσια της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας και των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Η σημερινή κρίση δεν είναι παρά μια εκδήλωση μιας ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, που έχει τεθεί σε καθοδική τροχιά από τις αρχές του 1970. Το αν θα παρασύρει την εργασία στην πορεία του προς το βυθό ή εάν θα ενεργοποιηθούν οι υπερεξελιγμένες κομμουνιστικές νάρκες που κουβαλά στα αμπάρια του, θα εξαρτηθεί από τις επιλογές και τη δράση των πρωτοποριών και, κυρίως, από την πολιτική παρέμβαση του μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος. Για να παίξει το ρόλο του, όμως, πρέπει η αντικαππιταλιστική Αριστερά να βάλει μια νέα κομμουνιστική στρατηγική στο τιμόνι και μια αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή στις ταχύτητες του εργατικού κινήματος.

Εργατικό κίνημα και αριστερά


Ο κρίσιμος, αυτοτελής αντικαπιταλιστικός ρόλος του μαζικού εργατικού κινήματος αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές πλευρές στα προγράμματα των αριστερών δυνάμεων. Για παράδειγμα, η Αλ. Παπαρήγα, σε άρθρο της (Ριζοσπάστης, 8 Νοεμβρίου 2008), υποστηρίζει ότι «η συνδικαλιστική πάλη για άμεσα οικονομικά ζητήματα ή και γενικότερα εργατικά ζητήματα είναι πάλη της ελαχίστης αντίστασης, ασκεί μια ορισμένη πίεση, αλλά απέχει πολύ από το να φέρει σε δύσκολη και αδιέξοδη θέση την κυρίαρχη πολιτική, (…) (απέχει πολύ) από τη διάθεση ανατροπής (της καπιταλιστικής εργοδοσίας)». Και συνεχίζει: «Ένας τέτοιος αγώνας αντικειμενικά ξεκινά από την παραδοχή της διαρκούς συνύπαρξης, της αναδιανομής, της επιλογής ανάμεσα στη μια ή την άλλη διαχειριστική πολιτική».
Ωστόσο, δεν έβλεπαν έτσι τη σχέση οικονομικού - πολιτικού αγώνα οι «κλασικοί»: Ο Λένιν υποστήριζε, ότι τα συνδικάτα είναι «σχολείο κομμουνισμού», αλλά και πολιτικής ανατροπής, ότι κάθε σοβαρή απεργία είναι «μικρογραφία της επανάστασης». Φυσικά, τα συνδικάτα μπορεί να είναι και «σχολείο ρεφορμισμού», ή και «σχολείο σοσιαλ-φιλελευθερισμού», όπως είναι σήμερα. Όπως τόνιζε όμως ο Ένγκελς, από τα επιμέρους οικονομικά κινήματα γεννιέται ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης, κάθε μορφής. Εξάλλου, τα «τριτοβάθμια» πανελλαδικά όργανα  του συνδικαλιστικού κινήματος (Συνομοσπονδίες) δεν αποτελούν μια γραμμική προέκταση του οικονομικού εργατικού αγώνα, που συγκροτείται και διεξάγεται είτε ανά εργοδότη (πρωτοβάθμια σωματεία), είτε ανά κλάδο εργοδοτών ή περιφέρεια του κράτους (Oμοσπονδίες ή Εργατικά Κέντρα). Αντίθετα, η πανεθνική ενοποίησή τους αποτελεί έναν ποιοτικό μετασχηματισμό της οικονομικής συγκρότησης σε πολιτική, απέναντι στο σύνολο των εργοδοτών και στον πανεθνικό συλλογικό εκφραστή τους, το κράτος. Για αυτό η ΓΣΕΕ, από την ίδρυσή της έως σήμερα, ασκεί πολιτική. Μια πολιτική, όμως, που διαφέρει από τον τρόπο που την ασκεί το κοινοβούλιο και το κομματικό σύστημα. Γιατί εδράζεται και αναφέρεται στους εργάτες κι εργαζόμενους και όχι στην «κοινωνία των πολιτών», στα ταξικά πεδία της παραγωγής και όχι μόνο στο εποικοδόμημά τους. Έτσι, ενώ στην οικονομική πάλη, η αντικειμενικά υπαρκτή, εργατική τάση για υποταγή στο κεφάλαιο (την οποία περιγράφει η Αλ. Παπαρήγα) και η εργατική τάση για σύγκρουση - χειραφέτηση ανταγωνίζονται στο ίδιο έδαφος, μόλις βγαίνουν στη σφαίρα της πολιτικής πάλης, τείνουν να διαχωρίζονται και να μετασχηματίζονται: είτε ενωτικά και προωθητικά προς την αντικαπιταλιστική πάλη και τη χειραφέτηση, είτε προς πισωγύρισμα και καθήλωση στην ουρά των αστικών επιδιώξεων. Αυτό διδάσκει και η μεταπολεμική ιστορία της συνδικαλιστικής πάλης, η οποία πέρασε από μια σειρά κρίσιμες καμπές: Τα «Πέτρινα Χρόνια» της περιόδου 1950- 1974, της αμερικανοκρατίας, της δεξιάς κυριαρχίας και της εκτίναξης της εκμετάλλευσης πάνω στην ήττα του εμφυλίου. Η ΓΣΕΕ κυριαρχείται, με βία και νοθεία, από το δεξιό «μακρηθεοδωρισμό». Η απεργιακή έκρηξη των οικονομικών αγώνων, στις αρχές του ’60 (π.χ., αυξήσεις πάνω από 30%, ντε φάκτο επιβολή του 7ωρου στους οικοδόμους Αθήνας), οδήγησε στην πανελλαδική συγκρότηση των 115 εργατοϋπαλληλικών σωματείων, που ξεπέρασαν, τελικά, τα 800. Τα «115» έφτασαν σε κορύφωση με τη γενική πολιτική απεργία για την παραίτηση της κυβέρνησης των Αποστατών, στα Ιουλιανά του ’65. Ωστόσο, υποτάχθηκαν στη ρεφορμιστική πολιτική του «εκσυγχρονισμού», του «εκδημοκρατισμού» και της «ευρωπαϊκής προοπτικής». Οι ανατρεπτικές, επαναστατικές τάσεις, εξαιρετικά αδύναμες και πρωτόλειες, δεν κατάφεραν να βάλουν τη σφραγίδα τους. Τελικά, τα «115» διαλύθηκαν από τη δικτατορία, μαζί με την ΕΔΑ και την Ένωση Κέντρου.
Ακολουθεί η δομική κρίση των αρχών του ’70. Αρχίζει η μεταπολιτευτική «Χαμένη Άνοιξη» του 1974-’84, με τη ΓΣΕΕ στα χέρια του καραμανλικού Καρακίτσου. Ενάντιά της συγκροτείται, το 1977, η πανελλαδική ενότητα των Συνεργαζόμενων Αγωνιστικών Δημοκρατικών Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΑΔΕΟ). Οι ΣΑΔΕΟ συμβάλλουν στον οικονομικό αγώνα που φτάνει σε μορφές απεργίας διαρκείας (ΟΛΜΕ, ΟΤΟΕ κ.ά.), δημιουργούνται οι Εργοστασιακές Επιτροπές και η ομοσπονδία τους (ΟΒΕΣ), με παρέμβαση στις σχέσεις παραγωγής και την πρωτόγνωρη, τότε, μορφή της κατάληψης (που περνά και στα ΑΕΙ, με την πάλη κατά του ν. 815). Παρά τον πολιτικό αγώνα κατά του ν. 330, δεν πραγματοποιείται καμία γενική πολιτική απεργία ενάντια στην κυβέρνηση Καραμανλή, λόγω της γρήγορης ενσωμάτωσης του ΠΑΣΟΚ και των δυο κομμάτων της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ.) στο κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ αρχίζει να οικοδομείται ο «παραταξιακός» συνδικαλισμός κατ’ εικόνα και ομοίωση των συμβιβασμένων κομμάτων. Τελικά, το μαχητικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αυτής της περιόδου υποτάσσεται στην πολιτική γραμμή του «αντιδεξιού δημοκρατικού μετώπου» και του σοσιαλ-ρεφορμισμού.
Η τρίτη περίοδος είναι της «Νεοφιλελεύθερης Επέλασης» του 1985-’90, με το Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα των Παπανδρέου - Σημίτη. Ποινικοποιείται η συνδικαλιστική δράση με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που αναγορεύει σε παράνομη και καταχρηστική κάθε απεργία εναντίον αυτού του Προγράμματος. Η ΓΣΕΕ διασπάται, δημιουργείται η «Συντονιστική Επιτροπή» με 20 ομοσπονδίες, το ΕΚΑ και 100 σωματεία, με τη σύμπραξη δυνάμεων της ΕΣΑΚ (επιρροής ΚΚΕ), ΑΕΜ (επιρροής ΚΚΕ εσωτ.) και της ΣOΣΕΚ (διάσπασης από την ΠΑΣΚΕ). Μπροστά στον κίνδυνο σχηματισμού πλειοψηφίας στη ΓΣΕΕ, διορίζεται δοτή διοίκηση από τα δικαστήρια. Στο επόμενο διάστημα, μεσολαβεί η χρηματοπιστωτική κρίση του 1987, ενώ ξεσπούν απεργίες διαρκείας στη ΔΕΗ, στη Μέση Εκπαίδευση και στους Οικοδόμους. Ωστόσο, η πολιτική κατεύθυνση του μαζικού εργατικού κινήματος καθορίζεται, τελικά, από την πολιτική υποταγή της Αριστεράς στη νεοσυντηρητική επέλαση. Η περίοδος αυτή, μαζί και η διάσπαση της ΓΣΕΕ, κλείνει με το «ενωτικό» 25ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ στο «βρόμικο ’89» και με μια «οικουμενική» συγκέντρωση, αργότερα, στο Πεδίο του Άρεως, όπου οι εργάτες καλούνται να κάνουν ένα «κόκκινο μεροκάματο» για «να σωθεί το ασφαλιστικό».
Ανοίγει μια νέα περίοδος, τα «Σιδηρά Χρόνια» του 1990-2001, με την τριπλή κατάρρευση: Του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», του αντιαποικιοκρατικού κινήματος και του εργατικού ρεφορμιστικού συνδικαλισμού, που συμπαρασύρει και τη σοσιαλδημοκρατία. Η ΓΣΕΕ επιλέγει το δρόμο της αντιδραστικής αστικής μεταρρύθμισης, μετατρέπεται σε πυλώνα αποδοχής και διάδοσης του νεοφιλελευθερισμού στους εργάτες. Ενάντιά του αναπτύσσονται ημιαυθόρμητες αντιστάσεις (ΕΑΣ, ΓΕΝΟΠ, αγρότες), αλλά στην πορεία, οι περισσότερες ομοσπονδίες παραδίδονται στην υποταγμένη πολιτική. Ξεσπούν γεγονότα στα οποία συμβάλει η αντικαπιταλιστική Αριστερά (εξεταστικά, μαθητές κ.ά.). Ωστόσο, το συνδικαλιστικό κίνημα αποδιαρθρώνεται, κατοχυρώνεται ο κυβερνητικός συνδικαλισμός, εμφανίζεται ο «κοινωνικός αυτοματισμός» ενάντια στις απεργίες, ενώ η εργατική τάξη επιχειρείται να κατακερματιστεί και να διασπαστεί δομικά, ενάντια στη σύγχρονη τάση ανώτερης ενοποίησής της. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα υποχωρεί δραματικά, γνωρίζουν δόξες ο παραταξιακός συνδικαλισμός και η συνδιαλλαγή με το κράτος και την εργοδοσία, ανθεί ο «πολυμετοχικός καπιταλισμός» στους εργαζόμενους. Ενισχύεται η τάση για ατομική λύση και διαπραγμάτευση. Μεγάλες είναι οι ευθύνες των δυνάμεων του ΣΥΝ, οι οποίες συμμαχούν με την ΠΑΣΚΕ. Το τέλος αυτής της περιόδου αρχίζει με την κρίση του 1999 και λήγει με μια κορυφαία αντίφαση: Η νικηφόρα πολιτική απεργία ενάντια στο νομοσχέδιο Γιαννίτση προκηρύσσεται από μια συμβιβασμένη ΓΣΕΕ, κάτω από την πίεση της εργατικής και λαϊκής αγανάκτησης και το φόβο πλαγιοκόπησης από το ΠΑΜΕ, που ιδρύθηκε δυο χρόνια πριν.
Αρχίζει η περίοδος της «Αντιφατικής Αντίστασης», των χρόνων μεταξύ 2001-’08. Εμφανίζεται μια ορμητική αλλά αντιφατική τάση διαφοροποίησης από την κυρίαρχη πολιτική, ο συνδικαλισμός αποκτά ξανά αποδοχή (60% βλέπουν θετικά τα συνδικάτα, μόλις 7,4%, τα κόμματα). Η τάση αυτή μένει μετέωρη εξαιτίας της ηγεμονίας του κυβερνητικού συνδικαλισμού και ειδικά, της αναποτελεσματικότητας της Αριστεράς να της δώσει αυτοτέλεια και αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή. Αποτέλεσμα: καμία πολιτική απεργία «τύπου Γιαννίτση». Το ίδιο διάστημα εμφανίζεται η ανολοκλήρωτη αντιφατική προσπάθεια για ένα νέο, ταξικό εργατικό κίνημα (μαζικές ανεξάρτητες Πρωτομαγιές, εμφάνιση Συντονισμών κ.ά.). Πυκνώνουν οι απεργίες οικονομικού χαρακτήρα (ΟΤΑ, ΔΟΕ, ΟΤΟΕ κ.ά.), έρχεται το ξέσπασμα κατά της επέμβασης στο Ιράκ, το φοιτητικό κίνημα καταργεί τη νεοκαραμανλική συνταγματική αναθεώρηση. Ωστόσο, λείπει μια ανατρεπτική πολιτική κατεύθυνση. Η ΓΣΕΕ συνεχίζει στο δρόμο του σοσιαλ-φιλελευθερισμού με κάποια νεοκεϋνσιανά ψελλίσματα. Το ΠΑΜΕ υποτάσσει πλήρως τον οικονομικό αγώνα στην κομματική αυτοδικαίωση και περιχαράκωση. Η «κρίση του Αιώνα» πιάνει στον ύπνο την Αριστερά και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Με την κρίση του 2008 και τις μετέπειτα αντιδράσεις αρχίζει μια νέα περίοδος του εργατικού κινήματος. Πρώτο γράμμα της είναι η έκρηξη του Δεκέμβρη, αλλά το πλήρες όνομα δεν έχει γραφτεί ακόμη. Το εργατικό κίνημα ανιχνεύει προσεκτικά το μέλλον. Μέσα του, όμως, φέρει όλη την προηγούμενη «αντικειμενοποιημένη» ιστορία του, με όλες τις αντιφατικές παρακαταθήκες των «115», των ΣΑΔΕΟ και των άλλων μορφών. Όλα αυτά τονίζουν, ειδικά σήμερα, την ανάγκη, αλλά και τη δυνατότητα για μια ανώτερη αυτοτελή συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και του εργατικού ταξικού ρεύματος, μέσα στους αγώνες που έρχονται.



Αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή
«ΜΕΣΑ» ΚΑΙ ΟΧΙ «ΕΞΩ» ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ




Η εξέλιξη, λοιπόν, του μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος δεν είναι ευθύγραμμη, ούτε κινείται με μια και μοναδική μορφή. Ανάλογη είναι και η εμπειρία από όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου (π.χ., Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βενεζουέλα κ.λπ.). Ειδικά οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού γεννούν απαιτούν νέο περιεχόμενο και νέες μορφές γκρεμίζοντας ή, καλύτερα, υπερβαίνοντας τις παλιές. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, μετά την κρίση του 1929-’33, το παλιό διεθνιστικό παναμερικανικό συνδικάτο IWW που είχε στο μεταξύ ενσωματωθεί, ξεπερνιέται, μέσα από μια έκρηξη οικονομικών αγώνων μετά το 1935, από τη μαζική και μαχητική, τότε, AFL, με τη συνδρομή του ΚΚΗΠΑ (η οποία, στον πόλεμο, συνθηκολογεί με τον Ρούζβελτ και την ένωση εργοδοτών).
Το βασικό συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι η αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή –όπως υποστήριζε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε– έρχεται μεν «απέξω», όχι όμως για να μείνει «έξω» από τον ημιαυθόρμητο ταξικό οικονομικό αγώνα, αλλά για να  μπει «μέσα» και να τον μετασχηματίσει. Και στο βαθμό που ο ταξικός οικονομικός αγώνας δεν μετασχηματίζεται σε μαζική αντικαπιταλιστική πολιτική πάλη, η μοίρα του είναι να διασπάται διαρκώς και να υποτάσσεται στον τρεϊντγιουνισμό, στις παραλλαγές της αστικής επιρροής μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τελικά, στα αστικά κόμματα και την πολιτική τους.
Όμως, ακόμη και τα μετασχηματισμένα όργανα του ταξικού οικονομικού αγώνα σε αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο, δεν είναι εξάρτημα ούτε των εργατικών ή επαναστατικών κομμάτων. Πρέπει να διατηρούν την ανεξαρτησία και τη σχετική αυτοτέλειά τους. Ο Λένιν, διαφωνώντας με την Εργατική Αντιπολίτευση και τον Τρότσκι, στα 1920-’21, οι οποίοι υποστήριζαν την «κρατικοποίηση», ακόμη και τη «στρατιωτικοποίηση των συνδικάτων», τόνιζε ότι το κόμμα πρέπει να διαφυλάσσει την αυτοτέλεια των συνδικάτων για να προφυλάσσουν την εργατική τάξη από τις γραφειοκρατικές τάσεις του «δικού τους» εργατικού κράτους και για να συμβάλουν στην πορεία προς το σοσιαλισμό με το δικό τους τρόπο. Κατ’ αναλογίαν, σήμερα, η αυτοτέλειά τους απαιτείται για να προφυλάσσουν το ταξικό κίνημα ακόμη και από τα «δικά του» κόμματα, αλλά κυρίως, για να διαπαιδαγωγούνται οι εργαζόμενοι μέσα από τη δική τους πείρα, κυριαρχώντας οι ίδιοι πάνω στις συνθήκες του αγώνα τους. Για να μαζικοποιούνται τα συνδικάτα και να μετατρέπονται σε πραγματικό σχολείο αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, επανάστασης και κομμουνισμού.




Ανεξάρτητο κίνημα ενάντια στην επιρροή της αστικής πολιτικής
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Η ανεξαρτησία και η σχετική αυτοτέλεια του μαζικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος καταπατήθηκε σε όλες τις περιόδους που περιγράψαμε. Οι παρατάξεις των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως ιμάντες μεταβίβασης των κομματικών, ακόμη και των κυβερνητικών αποφάσεων. Φυσικά, όταν λέμε αυτοτέλεια του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, δεν εννοούμε μια επανάληψη του τρεϊντγιουνιονισμού, που θα περιφρονεί και θα εξορίζει την αριστερή και αντικαπιταλιστική πολιτική, αλλά μια δημιουργική, ανεξάρτητη αλληλεπίδραση με τα επαναστατικά και αριστερά κόμματα ή μέτωπα.
Ωστόσο, η ρεφορμιστική Αριστερά ακολουθεί άλλη πρακτική: Στην απεργιακή συγκέντρωση των συνδικάτων του ΠΑΜΕ, την Παρασκευή 5 Μαρτίου, μίλησε η ίδια η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, Αλ. Παπαρήγα. Σε συλλαλητήριο της προηγουμένης, ο πρόεδρος του Συνασπισμού, Αλ. Τσίπρας, σήκωσε το πανό του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα για μια φωτογραφία. Αλλά και στην αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά δεν λείπει αυτή η πρακτική. Σωματεία, «συντονισμοί» και μαζικοί φορείς χρησιμοποιούνται ως μεταμφιέσεις οργανώσεων, πολιτικών μετώπων, ακόμη και εσωκομματικών τάσεων. Χαρακτηριστική η χρήση των πανό πολιτικών μετώπων, ο τρόπος μεταχείρισης σωματείων και φορέων αλληλεγγύης, στις διαδηλώσεις της ΔΕΘ, πέρυσι. Την ίδια στιγμή, οι περισσότερες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς υποτάσσονται σε έναν ανύπαρκτο «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» των ΔΣ και δεν οργανώνουν ενωτικά τις ταξικές μειοψηφίες των σωματείων, χωρίς να τα διασπούν, όπως το ΠΑΜΕ.
Πίσω από αυτή την πρακτική της Αριστεράς, κρύβονται βαθύτερες αντιλήψεις για τον πολιτικό ρόλο του μαζικού εργατικού κινήματος. Και πρώτα, από όλα, το προπατορικό αμάρτημα της αντίληψης «στο κόμμα η πολιτική πάλη, στα συνδικάτα η οικονομική», που γεννά και το κατοπτρικό της είδωλο: την ταύτισή τους. Στο ερώτημα, ποιος θα μπορούσε να ανατρέψει την επίθεση και να επιβάλει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, η συνήθης απάντηση των περισσότερων αριστερών δυνάμεων είναι κάποιας μορφής κυβέρνηση με πυρήνα το εκάστοτε κόμμα: Ο Συνασπισμός, σε όλες τις παραλλαγές του, λέει μια «προοδευτική αριστερή κυβέρνηση» με περισσότερο ή λιγότερο κεντρικό το ρόλο του ΣΥΝ ή του ΣΥΡΙΖΑ. Το ΚΚΕ λέει μια «λαϊκή κυβέρνηση στα πλαίσια της λαϊκής εξουσίας - οικονομίας», απαραίτητα «με κορμό το ΚΚΕ». Τμήματα της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς λένε μια «εργατική επαναστατική κυβέρνηση» με διάφορες παραλλαγές και κρατούν για τον εαυτό τους το ρόλο της «φωτισμένης ηγεσίας».
Φυσικά, είναι σωστό ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα θα εφαρμοστεί πλήρως μόνο από μια εργατική κυβέρνηση των συμβουλίων στο πλαίσιο της επαναστατικής διαδικασίας. Αλλά, μέχρι τότε; Για το μαζικό κίνημα μένει μόνον η «ελαχίστη» ή και η μεγίστη πίεση; Ή πρέπει να παίξει, σήμερα και όχι αύριο, το ρόλο ενός ενεργού, δημιουργικού πολιτικού παράγοντα, με το δικό του τρόπο και την αυτοτέλειά του, για υλικά, τακτικά ρήγματα στους «νόμους»  της αστικής ηγεμονίας.
Ο Ένγκελς υποστήριζε, ότι όταν το εργατικό κίνημα δεν είναι έτοιμο για το «μεγάλο άλμα» προς την εξουσία, αγωνίζεται για να επιβάλει στο αστικό κράτος (και στις κυβερνήσεις του), μέτρα «γενικής πανκοινωνικής ισχύος» σε βάρος των κερδών. Ο Λένιν έλεγε ότι πρέπει να απαιτεί από το απολυταρχικό τσαρικό κράτος να πάψει εν μέρει να είναι απολυταρχικό. Κατ’ αναλογία ισχύει το ίδιο και με το κράτος της αστικής ηγεμονίας. Σε ιστορικές «στιγμές αντικαπιταλιστικής ανατροπής» ή τάσης προς τα εκεί, το μαζικό εργατικό κίνημα δημιούργησε τα δικά του, σχετικά αυτοτελή, πολύμορφα και πολυτασικά όργανα ανεξάρτητης πολιτικής παρέμβασης. Που επέβαλαν με τη μαζική βία εν μέρει τη θέλησή τους στο αστικό κράτος, σε κεντρώες ή αριστερές κυβερνήσεις (Ρωσία 1905, Γερμανία 1918-’23, γαλλικός Μάης του ’68, παρατεταμένος ιταλικός Μάης στη δεκαετία του ’70, Χιλή 1973, Πορτογαλία 1975, Αργεντινή 2001, Βενεζουέλα 2002 κ.ά.).  Και τέτοιες ιστορικές «στιγμές ανατροπής» βρίσκονται μπροστά μας.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΙΝ 21/03/2010