Ένα μήνα σχεδόν διήρκεσαν οι κινητοποιήσεις στην Τυνησία ενάντια στην ανεργία, τη φτώχεια και την αυταρχική κυβέρνηση του Μπεν Αλί και τελικά οι διαδηλωτές πέτυχαν ο ισόβιος ηγέτης της χώρας και προνομιακός συνομιλητής Aμερικανών και Eυρωπαίων να φύγει νύχτα και ταπεινωμένος από τη χώρα.
Είναι σαν να πήραμε τη Βαστίλη! Στο εξής, κανείς δεν θα φοβάται να μιλήσει!» έλεγαν στα ξένα Μέσα συγκινημένοι διαδηλωτές, χωρίς να υπερβάλουν για το μέγεθος της εξέγερσης που ανέτρεψε τον επί 23 χρόνια πρόεδρο της Τυνησίας, Μπεν Αλί. Μίας εξέγερσης που βάφτηκε στο αίμα τουλάχιστον 60 νεκρών και χιλιάδων τραυματιών, αλλά κατάφερε, για πρώτη φορά στον αραβικό κόσμο, να ανατρέψει έναν δικτάτορα - αγαπημένο παιδί της Δύσης.
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες από τις 17 Δεκεμβρίου, όταν ένας πτυχιούχος πωλητής φρούτων χωρίς άδεια αυτοπυρπολήθηκε στην πόλη Σιντί Μπουζίντ, επειδή η αστυνομία του κατάσχεσε τον πάγκο. Οι διαδηλώσεις που οργανώθηκαν με αφορμή το περιστατικό, αρχικά είχαν ως αίτημα την καταπολέμηση της ανεργίας, που σε ορισμένες περιοχές αγγίζει μέχρι και το 50% στις ηλικίες 15-24. Σύντομα, όμως, μετατράπηκαν σε σεισμό, για όλα τα κακά που μάστιζαν τη χώρα: την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη διαφθορά, την έλλειψη δημοκρατίας, τις υψηλές τιμές ακόμη και στα βασικότερα αγαθά. Στους δρόμους κατέβηκαν οι πάντες: νέοι και ηλικιωμένοι, δικηγόροι κι εργάτες, καλλιτέχνες και φοιτητές. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, απ’ τους ισλαμιστές μέχρι τους κομμουνιστές, καθώς και όλα τα συνδικάτα, στήριξαν την ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος.
Την προηγούμενη Τετάρτη, ο αδύναμος πλέον Μπεν Αλί, που απέδωσε την εξέγερση σε «ισλαμιστική συνομωσία», απέπεμψε τον υπουργό Εσωτερικών, καλώντας ταυτόχρονα το στρατό να προστατεύσει την πρωτεύουσα. Δημιούργησε επιτροπή κατά της διαφθοράς και υποσχέθηκε 300.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι αντιδράσεις όμως συνεχίστηκαν, παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας τη νύχτα. Μία μέρα μετά, σε ένα φορτισμένο τηλεοπτικό διάγγελμα, ο Μπεν Αλί ανήγγειλε μείωση της τιμής της ζάχαρης, του ψωμιού και του γάλακτος, καθώς κι ελευθερία του Τύπου, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε πως θα αφήσει τον προεδρικό θώκο το 2014. Ωστόσο, το άσβεστο μίσος του λαού εναντίον του κατέβασε τους πολίτες ξανά στο δρόμο. Σ’ αυτό συντέλεσαν οι φήμες ότι είχε ορίσει ως διάδοχο του τη γυναίκα του, Λεϊλά Τραμπελσί, η οικογένεια της οποίας λυμαινόταν όποιο τομέα της οικονομίας μπορούσε – κυρίως μετά τις ιδιωτικοποιήσεις που πρόσταξε το ΔΝΤ. Οι οικογένειες Τραμπελσί και Μπεν Αλί έχουν στα χέρια τους σχεδόν το 50% της εθνικής οικονομίας, σε μία χώρα όπου το φτωχότερο 60% ελέγχει μόλις το 30% του εθνικού πλούτου. Στην Τυνησία, οι βασικοί τομείς δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης (όπως ο τουρισμός, η υφαντουργία και οι γεωργία) χαρακτηρίζονται από χαμηλούς μισθούς. Όμως ακόμα κι όσοι έχουν δουλειά δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, καθώς, ύστερα από πιέσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η κυβέρνηση μείωσε ή κατάργησε τις επιδοτήσεις σε αγαθά όπως τα τρόφιμα και η βενζίνη.
Την Παρασκευή, η εξέγερση κορυφώθηκε. Χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω απ’ το υπουργείο Εσωτερικών, το σύμβολο της καταπίεσης του καθεστώτος, το οποίο είχε πνίξει στο αίμα και τις διαδηλώσεις που είχαν γίνει πριν από τρία χρόνια λόγω της ανεργίας και του νεποτισμού. Η αστυνομία τους διέλυσε με ξύλο και δακρυγόνα, ενόσω ο Μπεν Αλί διέλυε τη Βουλή προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές σε έξι μήνες. Αυτό δεν καθησύχασε το λαό. Άλλωστε, και τις προηγούμενες αναμετρήσεις, ο Μεν Αλί τις κέρδιζε με ποσοστά από 89,62% μέχρι 99,4%. Δύο ώρες μετά κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Μέχρι το βράδυ, την είχε εγκαταλείψει, καταλήγοντας στην αυλή του ακόμη πιο αυταρχικού σαουδαραβικού καθεστώτος.
Η αντίδραση από τις δυτικές κυβερνήσεις ήταν τουλάχιστον μουδιασμένη. Γαλλία και ΗΠΑ λάτρευαν το δικτάτορα, ως σύμμαχό τους στην καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» και θεωρώντας το οικονομικό μοντέλο του (που ευνοούσε τους μισθούς πείνας εξίσου με τους ξένους επενδυτές) ιδανικό για εξαγωγή στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η κυβέρνηση Σαρκοζί πρόσφερε έμμεση υποστήριξη στον Μπεν Αλί μέχρι και δευτερόλεπτα πριν από τη φυγή του, αγνοώντας τα αιτήματα των εξεγερμένων. Οι ΗΠΑ (πιο απασχολημένες με την κατάρρευση της κυβέρνησης στο Λίβανο και τις επιπτώσεις της για τις σχέσεις με το Ισραήλ) ανακοίνωσαν μόλις τις τελευταίες μέρες της εξέγερσης την υποστήριξή τους στους διαδηλωτές, σε μια απόπειρα να προλάβουν τα γεγονότα. Αντίθετα, σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Στην Αίγυπτο, δεκάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω από την πρεσβεία της Τυνησίας, φωνάζοντας συνθήματα κατά του Μπεν Αλί, αλλά και του Μουμπάρακ. Από το Μπαχρέιν μέχρι το Μαρόκο, δημοσιεύματα στον Τύπο και σε μπλογκς αποτύπωναν το θαυμασμό των πολιτών στο λαό της Τυνησίας.
Η ατμόσφαιρα, όμως, παρέμενε ηλεκτρισμένη και στην πρωτεύουσά της, Τύνιδα. Μετά τη φυγή του Μπεν Αλί, τα καθήκοντά του ανέλαβε ο μέχρι πρότινος πρωθυπουργός, Μοχάμεντ Γκανούσι, ο οποίος εξήγγειλε προσπάθεια σύστασης κυβέρνησης εθνικής ενότητας και τη διεξαγωγή εκλογών. Συνταγματολόγοι, ωστόσο, δεν ενέκριναν την κίνησή του, υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, το αξίωμα έπρεπε να δοθεί στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου. Τη νύχτα της Παρασκευής, διαδηλωτές παρέμειναν έξω απ’ το υπουργείο Εσωτερικών, ζητώντας την άμεση παραίτηση του Γκανούσι, τον οποίο θεωρούσαν κομμάτι του διεφθαρμένου συστήματος του Μπεν Αλί. Άλλωστε, ο Γκανούσι φέτος κλείνει δώδεκα χρόνια στην πρωθυπουργία και φήμες λένε ότι θα προτιμούσε μια δουλειά σε τράπεζα, παρά τη διοίκηση μιας χώρας όπου οι πολίτες αναμένουν σαρωτικές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Προς το παρόν, αυτό που τους δίνεται είναι μια επιχείρηση επιβολής της τάξης, με τα τανκς να περιπολούν στους δρόμους, προκειμένου να «εμποδίσουν συμπλοκές και λεηλασίες». Το μέλλον τους διαγράφεται αβέβαιο. Όμως, το μόνο σίγουρο είναι πως πλέον δεν φοβούνται να διεκδικήσουν.
0 Τοποθετησεις:
Δημοσίευση σχολίου