Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ο πρώτος «αλληλέγγυος»


Πριν από λίγες δεκάδες χρόνια, ο Βλάσης Κανιάρης μίλησε, με τη γλώσσα της τέχνης του, για τους μετανάστες που κατέφευγαν στην Κεντρική Ευρώπη.
Ανθρώπινες φιγούρες, κούκλες φτιαγμένες από σύρμα, ντυμένες με τριμμένα ρούχα και ταλαιπωρημένα (περπατημένα) παπούτσια, όλα από τα παλιατζίδικα. Με σαραβαλιασμένες βαλίτσες, δεμένες με σπάγγο.
Ομοιώματα ανθρώπων δίχως βλέμμα και πρόσωπο, όμως η γλώσσα του σώματός τους, η θέση και η στάση τους στο χώρο ήταν πολύ πιο εκφραστικές από ό,τι μια πιστή αναπαράσταση ή μια φωτογραφία.
Ο Βλάσης Κανιάρης, ένας από τους μεγαλύτερους εικαστικούς έλληνες καλλιτέχνες της εποχής μας, που πέθανε αυτή την εβδομάδα στα 83 του χρόνια, ήταν, από μια άποψη, ο πρώτος «αλληλέγγυος», προτού η λέξη αυτή φορτιστεί με την τρέχουσα και μάλλον μιντιακής προέλευσης σημασία της.
Ο πρώτος που απέδωσε στο χώρο και όχι στο δισδιάστατο καμβά την κατάσταση των κατατρεγμένων που προσπαθούν κάπου να σταθούν, να δουλέψουν, να ζήσουν.




ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ 




Οι μετανάστες του Κανιάρη ήταν ακόμα όρθιοι ή καθισμένοι στο έδαφος, πλάι στις βαλίτσες τους. Αποκαμωμένοι, αλλά όχι σωριασμένοι.

Δεν τους είχαν αρνηθεί το δικαίωμα της παραμονής, το δικαίωμα σε μια κακοπληρωμένη, έστω, εργασία. Οι σύγχρονοι μετανάστες δεν βρίσκονται πουθενά, δεν μπορούν να κάνουν ούτε μπρος ούτε πίσω.

Και οι «300» της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης δεν μπορούν καν να σταθούν στα πόδια τους. Είναι πια οριζόντιοι, είτε στην Υπατία και στο Εργατικό Κέντρο είτε στα νοσοκομεία. Και το σήμα κατατεθέν της ύπαρξής τους δεν είναι το τριμμένο σακάκι, αλλά το «κατάχαμα», η πολύχρωμη κουβέρτα από συνθετικό νήμα που τους τυλίγει.

Ένας μεγάλος βρετανός λογοτέχνης και τεχνοκριτικός είχε γράψει ότι «δεν γίνεται να πνίγεται ένας άνθρωπος στη μέση του ποταμού κι εσύ να παίζεις βιολί στην απέναντι όχθη» (John Berger, Ένας ζωγράφος του καιρού μας, 1958). Ο Βλάσης Κανιάρης, αν και βιρτουόζος, ποτέ δεν έπαιξε βιολί. Βράχηκε ο ίδιος στο ποτάμι, δημιούργησε έργα που δεν προορίζονταν για ανάρτηση στον τοίχο, αλλά εμπεριείχαν την πνοή και την ελπίδα των μισοπνιγμένων.

Οι «300» παίζουν σήμερα τα ρέστα τους, την ίδια τη ζωή τους και ας μην ξέρουν από πόκερ.