Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Το ανέκδοτο του «κράτους δικαίου» στις ΗΠΑ


Ο διασυρμός του Στρος Καν και η «αμερικανολάγνα» αρλουμπολογία.



Ακόμη ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την ελληνική κοινωνία: ο θαυμασμός για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης των ΗΠΑ! Από την τηλεοπτική προβολή των πρώτων εικόνων διασυρμού του Στρος Καν μέχρι σήμερα, άφθονα χείλη αναμασούν την ανόητη επωδό: «Εκεί υπάρχει νόμος και όλοι είναι ίσοι απέναντί του- την πληρώνουν και οι ισχυροί». 



ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΤΟΣ




Ποιοι συμμετέχουν σε τούτο το ...πάρτι αρλούμπας;
Πολλοί. Εκστασιασμένοι σχολιαστές του Τύπου. Αναλυτές πάσχοντες από ιδεοληπτική «αμερικανολαγνεία». Κέρβεροι του «νόμου και της τάξης», όπως ο αρθρογράφος της «Εστίας», τέως πρόεδρος του Αρείου Πάγου Β. Κόκκινος. Διάφοροι «παπαγάλοι» που σπεύδουν να οικειοποιηθούν τη λαϊκή αγανάκτηση την οποία έχει προκαλέσει (και) η «συνομοταξία» των ατιμώρητων αστέρων της εγχώριας διαφθοράς τύπου Τσουκάτου ή Μαντέλη. Γνωρίζουν δα ότι – κατά τα άλλα- είναι ελάχιστα δημοφιλείς οι θέσεις τους για τα «δια ταύτα» και «δέον γενέσθαι» του Μνημονίου.

Η επωδός φυσικά βρίσκει άφθονα ευήκοα ώτα στις τάξεις των εξοργισμένων απλών ανθρώπων, συν τοις άλλοις επειδή ακολουθεί την εύκολη χαιρεκακία στα φαντασιακά της ταξίδια: αν εμείς δεν μπορούμε να διαολοστείλουμε τον ΓΑΠ και την τρόικα, ας βιώσουμε τουλάχιστον ως υποκατάστατο «νίκης» το κακό που βρήκε τον απεχθή γενικό διευθυντή του ΔΝΤ. Ανέξοδο και εκτονωτικό...

Εξυπακούεται πως καμία σοβαροφάνεια δεν θα μπορούσε να περιβάλλει τον ισχυρισμό ότι κινείται με γνώμονα κάποιες αρχές δικαίου η χώρα των Γκουαντάναμο και των αναρίθμητων «πειρατικών» επεμβάσεων ανά τον πλανήτη. Μοιραία λοιπόν το τροπάριο «σερβίρεται» διαφορετικά: «Μπορεί οι ΗΠΑ να κουρελιάζουν το διεθνές δίκαιο, αλλά στο εσωτερικό τους ισχύει για όλους το ανελαστικό ‘dura lex sed lex’ – ‘σκληρός νόμος αλλά νόμος’».
Ποια είναι, παρακαλώ, τα ...αδιάσειστα στοιχεία; «Ο Στρος Καν, αλλά και όσα τράβηξε ο Κλίντον για την υπόθεση Λεβίνσκι», είναι τα τετριμμένα ... βαριά χαρτιά. Δηλαδή οι περιπέτειες ενός γάλλου μεγαλοσχήμονα και ενός αμερικανού προέδρου, ο οποίος τέθηκε στο στόχαστρο κάποιου ακροδεξιού εισαγγελέα για τις «μπερμπαντιές» του. Τηρουμένων των αναλογιών, θα ήταν σαν να διωκόταν ο Α. Παπανδρέου όχι για το σκάνδαλο Κοσκωτά (για το οποίο δικάστηκε), αλλά για την εξωσυζυγική του σχέση με τη Δήμητρα Λιάνη και κατόπιν να λέγαμε πως έτσι τεκμαίρεται η ισότητα όλων απέναντι στο νόμο, εδώ στην Ελλάδα! Τόσο φαιδρό...

Στην πραγματικότητα το υποτιθέμενο αμερικανικό «κράτος δικαίου» είναι ένα βασίλειο ανισότητας, αμέριστου σεβασμού προς την ισχύ του χρήματος, αλλά και άφθονων παρεκκλίσεων προς την αυθαιρεσία και τον κανιβαλισμό, θύματα του οποίου στο 95% των περιπτώσεων δεν είναι ασφαλώς «αστέρες» των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, όπως ο Στρος Καν...




Η «made in USA» νομική ... σοφία του 21ου αιώνα και οι αιώνιες χάρες.


«Τίποτα δεν είναι παράνομο, εάν το αποφασίσουν 100 επιχειρηματίες». Το απόφθεγμα ανήκει στον πάστορα Άντριου Τζάκσον Γιανγκ, παλιό διπλωμάτη και τέως δήμαρχο της Ατλάντα. Αρκεί να εστιάσει κάποιος την προσοχή του στις ΗΠΑ της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, για να αντιληφθεί πόσες παραλλαγές επιδέχεται η ρήση αυτή.

Τι μάθαμε το Νοέμβριο του 2000; Ότι είναι έγκυρη η ανάδειξη ως προέδρου των ΗΠΑ ενός υποψηφίου (Τζορτζ Μπους «τζούνιορ») που συγκέντρωσε ... λιγότερες ψήφους από τον αντίπαλό του, αρκεί να τη μεθοδεύσει ο αδελφός (Τζεμπ Μπους) του «εκλεκτού» με την ιδιότητα του κυβερνήτη της Φλόριντα και να την επισφραγίσει με σκορ 5-4 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Στη δύση της προαναφερθείσας δεκαετίας συνειδητοποιήσαμε πόσο υπερβολικός ήταν ο Γιανγκ, όταν μιλούσε για «100 επιχειρηματίες»: τίποτε δεν είναι παράνομο, εάν το μεθοδεύσει έστω και ένας οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. 

Στα ενδιάμεσα; Άφθονα αποστάγματα «
made in USA» νομικής ... σοφίας. Το 2001, προτού κοπάσει ο απόηχος της χλεύης του διεθνούς Τύπου για την «παρωδία δημοκρατίας» («Τάιμς» Λονδίνου) των συγκεκριμένων αμερικανικών εκλογών, ξέσπασε το σκάνδαλο της εταιρείας Ένρον. Εκείνη η υπόθεση τιτάνιας χρηματιστηριακής και λογιστικής απάτης μοιραία επέσυρε καταδίκες φυλάκισης σε βάρος δυο υψηλόβαθμων στελεχών της εταιρείας, με τον διευθύνοντα σύμβουλο Τζέφρι Στίλινγκ να επωμίζεται το βαρύ φορτίο: ποινή 24 ετών και 4 μηνών. Ήταν κάτι σαν ...αλεξικέραυνο, που κράτησε το κακό έξω από την πόρτα των στελεχών του κυβερνώντος Ρεπουμπλικανικού 
Κόμματος.
 

Κάποιος θα αναρωτηθεί: «Καλά, οπωσδήποτε η κυβέρνηση ήξερε τι γινόταν, μόνο και μόνο επειδή η Ένρον χρηματοδοτούσε τους Ρεπουμπλικάνους κι ο πρόεδρός της ο – μακαρίτης από το 2006- Κένεθ Λέι έκανε μπίζνες με τον πρόεδρο Μπους και τον αντιπρόεδρο Τσένι;». Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η εκδοχή περί ανυποψίαστης κυβέρνησης δεν είναι αισθητά ισχυρότερη από την εικασία πχ πως το ΠΑΣΟΚ αγνοούσε τα της Σίμενς και του Τσουκάτου...

Πώς «πείσθηκε» όμως η αμερικανική δικαιοσύνη για την «αθωότητα» των ... Μπους εντ κόμπανι; Α, ο πρόεδρος επιστράτευσε ένα ...συγκλονιστικό «επιχείρημα», τον Ιανουάριο του 2002: «Μετοχές της Ένρον είχε και η πεθερά μου και τώρα δεν αξίζουν τίποτε. Θα την άφηνα ανενημέρωτη, αν ήξερα;». Την επόμενη ημέρα εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου έδωσε στη δημοσιότητα το ποσό της χασούρας των προεδρικών πεθερικών- ήταν 8.100 δολάρια. Όχι, δεν δημοσιοποιήθηκαν φωτογραφίες μιας ρακένδυτης πεθεράς, σε ουρά συσσιτίου απόρων.
 

Κατόπιν «έσκασαν» οι φούσκες των επενδυτικών τραπεζών, των οποίων τα στελέχη πλούτιζαν με αγοροπωλησίες «κοπανιστού αέρα». Οι εν λόγω ... εντιμότατοι κύριοι πήραν ζεστό κρατικό χρήμα για μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, έδωσαν στους εαυτούς τους παχυλά μπόνους και σε – αρκετές περιπτώσεις- οι επιχειρήσεις τους άρχισαν να παρουσιάζουν εντυπωσιακή κερδοφορία εν μέσω βαθύτατης κρίσης, χάρη στις αθρόες απολύσεις που έκαναν.
 

Εάν το 1995 επανήλθε στην Αλαμπάμα το δέσιμο των κρατουμένων με αλυσίδες, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα τα «γκόλντεν μπόις» του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος κατάλαβαν τι θα πει «αμερικανική ισότητα απέναντι στο νόμο»: τιμωρήθηκαν με το σκληρό μέτρο «να βαρύνει τόσο το πορτοφόλι σου, ώστε να μην μπορείς να περπατήσεις»! Σχεδόν απάνθρωπο...
 

«Είναι σαν να πληρώνει ένα εστιατόριο τον κριτικό για να αξιολογήσει το φαγητό, υπό την προϋπόθεση ότι η ετυμηγορία του θα είναι εξόχως ευνοϊκή». Παραστατικές οι «Νιου Γιουόρκ Τάιμς», εξηγούσαν το Δεκέμβριο του 2009 πώς και γιατί οι «τρεις μεγάλες» εταιρείες αξιολόγησης – «Στάνταρντ & Πουρ’ς», «Φιτς», «Μούντι’ς»- βάφτιζαν ... θησαυρό τα κουρελόχαρτα, βαθμολογώντας μάλιστα με «Α», «Α2» και «Α+» τη «Λίμαν Μπράδερς» την παραμονή της κατάρρευσής της (Σεπτέμβριος 2008).
 
Τον Ιούλιο του 2009 η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε ρεπορτάζ για τα δομημένα ομόλογα που «χαντάκωσαν» το συνταξιοδοτικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων στην Καλιφόρνια: «Προκειμένου να συμβάλουν στη δημιουργία αυτών των επενδυτικών προϊόντων, οι εταιρείες αξιολόγησης λάμβαναν από 300.000 έως και ένα εκατομμύριο για κάθε συμφωνία».
 

Απάτες «καραμπινάτες», αν ληφθεί υπόψη ότι «βγήκε στη φόρα» ακόμη και η εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία υπαλλήλων της «Μούντι’ς», που εμπεριείχε ατάκες του τύπου «μακάρι να είμαστε πλούσιοι, όταν θα καταρρεύσει αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα»! Ναι, για όλα τούτα κινήθηκαν κάποιοι εισαγγελείς σε μερικές πολιτείες και κατέθεσαν μηνύσεις ζημιωμένα ταμεία. Όλοι όμως ξέρουν την κατάληξη- στην καλύτερη περίπτωση: «εξωδικαστικοί» συμβιβασμοί και ευχέρεια των «τριών μεγάλων» να συνεχίσουν να αποφασίζουν για ... ζωή ή θάνατο των οικονομιών του πλανήτη.
 


Μόνο εάν κοροϊδεύει τον εαυτό του μπορεί κάποιος να αντιπαραθέσει σε όλα αυτά τη διαπίστωση ότι από καιρού εις καιρόν βολοδέρνουν σε δικαστικές περιπέτειες -κι ενίοτε καταδικάζονται- αμερικανοί επιχειρηματίες και πολιτικοί. Το ίδιο πχ έχει συμβεί στην Ιταλία, στην οποία μάλιστα εξέχοντες πολιτικοί «αστέρες» αποκαθηλώθηκαν λόγω διαφθοράς (πχ Μπετίνο Κράξι) και σχέσεων με τη μαφία (πχ Τζούλιο Αντρεότι). Τρανταχτά γέλια θα προκαλούσε ο ισχυρισμός πως «η τσιμπίδα του νόμου όλους τους πιάνει» στην Ιταλία, της οποίας ο σημερινός πρωθυπουργός έχει ... βαρεθεί να παραγράφει δικά του οικονομικά αδικήματα. Γιατί άραγε οι ΗΠΑ υπόκεινται σε άλλη ... μέθοδο αξιολόγησης;
 

Εκεί όπου η δύναμη του χρήματος και η πολιτική ισχύς -άρρηκτα δεμένες ούτως ή άλλως, μεταξύ τους- «φλερτάρουν» συχνά με το έγκλημα (κι όχι το ... νόμιμο, τύπου οίκων αξιολόγησης) είναι προφανές ότι κάτω από το χαλί κρύβονται πολλά, αλλά όχι όλα. Αυτό δεν θα το επέτρεπαν οι ίδιες οι συγκρούσεις συμφερόντων. Στις ΗΠΑ όμως είναι μονίμως απλωμένο κι ένα προστατευτικό δίχτυ, ικανό να χωρέσει κάμποσα «διαμάντια» των πολιτικών και οικονομικών ελίτ από εκείνα (τα ... άτυχα) που βγήκαν σε κάποια δικαστική «σέντρα» ή μπήκαν σε κελί: οι απονομές χάριτος ή μετατροπές ποινών εκ μέρους των προέδρων – κι όχι μόνο σε κατάδικους γηραλέους ή πάσχοντες από σοβαρές ασθένειες.
 

Μικρή σταχυολόγηση: στις 8 Σεπτεμβρίου 1974 ο Τζέραλντ Φορντ έδωσε χάρη στον προκάτοχό του Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος είχε παραιτηθεί ένα μήνα νωρίτερα εξ αιτίας του Γουότεργκεϊτ. Η απαλλαγή αφορούσε τις παρανομίες τις οποίες ο Νίξον «διέπραξε ή ενδέχεται να διέπραξε» καθ’ όλη την προεδρική του θητεία. Αν ο Φορντ άρχισε με μια τρανταχτή χάρη, ο Κλίντον έτσι έκλεισε τη δική του θητεία: στις 20 Ιανουαρίου 2001, τελευταία η μέρα της προεδρίας του, ο Μπιλ απάλλαξε έναν από τους χρηματοδότες της προεκλογικής του εκστρατείας, το φυγόδικο επενδυτή Μαρκ Ριτς. Ο Ριτς είχε καταφύγει στην Ελβετία 17 χρόνια νωρίτερα, ώστε να αποφύγει τη δίκη για 50 και πλέον κατηγορίες. Ο κατάλογος εμπεριείχε εκβιασμούς, φοροδιαφυγή, παράνομο εμπόριο πετρελαίου με το Ιράν, κλπ.
 

Με μια από 140 χάρες που έδωσε συνολικά, ο Κλίντον ευεργέτησε τον ετεροθαλή αδελφό του, Ρότζερ. Επί Κλίντον τα αδέλφια της Χίλαρι οργάνωσαν λόμπι και απέσπασαν προεδρικές χάρες προς όφελος πελατών τους, καταδικασμένων για οικονομικές απάτες, «ξέπλυμα», εμπόριο ναρκωτικών. Ε, αφού οι Δημοκρατικοί βάλθηκαν να αποδείξουν ότι δεν υστερούν έναντι των Ρεπουμπλικάνων σε λατρεία προς το θεσμό της οικογένειας, ο (υιός) Μπους χρωστούσε μια ρελάνς, κάτι σαν υπέρβαση...
 

Πώς την έκανε; Δίνοντας άφεση αμαρτιών σε ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί για διακίνηση ναρκωτικών. Και να σκεφθεί κανείς ότι το 1989, επί των ημερών του μπαμπά Μπους στην προεδρία, ο αμερικανικός στρατός εισέβαλε στον Παναμά, ισοπέδωσε ολόκληρες συνοικίες, άφησε πίσω του μια κυβέρνηση ανδρεικέλων και 4.000 νεκρούς, επειδή – λέει – η Ουάσινγκτον θυμήθηκε ετεροχρονισμένα ότι ήταν μπλεγμένος σε εμπόριο ναρκωτικών ο στρατηγός Νοριέγκα! Πρόεδρος του Παναμά και πρώην πράκτορας της
CIA... 

Ας είμαστε, όμως, δίκαιοι. Οι πρόεδροι δεν ευεργετούν μόνο οικονομικούς φίλους, αλλά και όσους «αμαρτάνουν» για ... ιερό σκοπό. Παράδειγμα ο Λιούις Λίμπι, σύμβουλος του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι. Κατ’ εντολή Τσένι ο Λίμπι διοχέτευσε πληροφορίες για την κατάσκοπο Βάλερι Πλέιμ. Πρακτικά ο Τσένι ήθελε να εκδικηθεί το σύζυγο της Πλέιμ, έναν διπλωμάτη καριέρας που είχε αντιταχθεί στην παρουσίαση ψεύτικων στοιχείων για τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ.
 

Ο Λίμπι έμπλεξε. Στις 5 Ιουνίου 2007 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 μηνών και πρόστιμο 250 χιλιάδων δολαρίων. Στις 2 Ιουλίου 2007 απορρίφθηκε η έφεσή του και ευθύς αμέσως ο Μπους απάλειψε την ποινή της φυλάκισης. Κρίμα, ο πρόεδρος δεν μπορούσε να απονείμει και «εύφημο μνεία» στον καλό πατριώτη Λίμπι...
 


Ο Ντιάλο, ο Σίμπσον και το ... ανεκτό «πλαφόν» στις εκτελέσεις αθώων.
 


Μπρονξ, Νέα Υόρκη, 4 Φεβρουαρίου 1999: την απλούστερη ανθρώπινη κίνηση κάνει έξω από το διαμέρισμά του ο νεαρός αφρικανός (από τη Γουιάνα) μετανάστης Αμαντού Ντιάλο: βάζει το χέρι στην τσέπη για να τραβήξει το πορτοφόλι του. Τέσσερις αστυνομικοί τον «γαζώνουν» πυροβολώντας 41 (!) φορές και «στέλνοντας» στο κορμί του 19 σφαίρες. «Νομίσαμε ότι θα τραβούσε πιστόλι», λένε αργότερα. Αθωώνονται. Η δίκη δεν διεξάγεται στον τόπο του εγκλήματος, στο παλλόμενο από οργή Μπρονξ. Επιλέγεται το Όλμπανι, περιοχή με πολύ μικρότερη αφρο- αμερικανική κοινότητα. Για να μην «πιεστούν οι ένορκοι»...
 

Στη Ν. Υόρκη γίνονται διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά και μία δήλωση αμέριστης ικανοποίησης για την αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών. Ο ... κατενθουσιασμένος είναι ο δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι, «πατέρας» του δόγματος της «μηδενικής ανοχής» που έγκειται στην «αλυσιδωτή» ιδέα ότι καθένας πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ύποπτος, ο ύποπτος σαν παραβάτης, ο παραβάτης σαν εγκληματίας.
 

Η «μηδενική ανοχή» μεγέθυνε την εγκληματικότητα της αστυνομίας, αλλά υποτίθεται ότι μείωσε την εγκληματικότητα στη Ν. Υόρκη, ειδικά στην περίοδο 1996-98.
 
Γιατί «υποτίθεται»; Το εξηγούν έρευνες και πηγές όπως το «
Crime Drop In America» (Alfred Blumstein, Joel Wallman) ή το «British Journal of Criminology»: πρώτον, η Νέα Υόρκη είχε γίνει αυτό που θα λέγαμε «ασφαλής πόλη» προτού εφαρμόσει ο Τζουλιάνι το δόγμα της «μηδενικής ανοχής». Δεύτερον, κατά την περίοδο εκείνη ίδιες πτωτικές τάσεις εμφάνιζε η εγκληματικότητα σχεδόν σε όλες τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των Πολιτειών που είχαν πιο φιλελεύθερη νομοθεσία. 

Με αφορμή το φόνο του Ντιάλο, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ορλάντο Πάτερσον έγραψε ένα ενδιαφέρον άρθρο στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» (28 Φεβρουαρίου 1999). Μεταξύ άλλων παρατήρησε:
 

«Όχι μόνο η αστυνομία μεταχειρίζεται τους πλούσιους Αμερικανούς με μεγαλύτερο σεβασμό, αλλά αυτοί είναι λιγότερο πιθανό να συλληφθούν και να δικαστούν από ό,τι οι φτωχοί Αμερικανοί για παρόμοιες πράξεις. Είναι λιγότερο πιθανό να κηρυχθούν ένοχοι αν δικαστούν, είναι λιγότερο πιθανό να φυλακιστούν αν καταδικαστούν και είναι πιθανό να εκτίσουν λιγότερο χρόνο αν φυλακιστούν. Για έναν λευκό νέο προαστίου (σ. σ. εννοεί καταγωγή μεσοαστική και άνω) η χρήση κοκαΐνης είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με αστυνομική επιτήρηση, για έναν Ισπανόφωνο ή Αμερικανο-Αφρικανό η χρήση κρακ επισύρει ποινή φυλάκισης 15 ετών».

Η απαλλαγή των ένστολων δολοφόνων του Ντιάλο επανέφερε στο νου εκατομμυρίων ανθρώπων την αντίστοιχη αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών του Λος Άντζελες οι οποίοι, την άνοιξη του 1992, είχαν ξυλοκοπήσει αγρίως τον Ρόντνεϊ Κινγκ, έναν μαύρο οδηγό που δεν είχε σταματήσει για έλεγχο επειδή είχε καταναλώσει μπόλικο αλκοόλ. Η σκηνές εκείνου του ξυλοδαρμού «μεταπήδησαν» από την κάμερα ενός ιδιώτη στην τηλεόραση και σε συνδυασμό με την αθώωση των αστυνομικών πυροδότησαν την εξέγερση των μαύρων του Λος Άντζελες και τις τετραήμερες ταραχές που κόστισαν τη ζωή 55 ανθρώπων.
 

Ποιος είπε όμως ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στις ΗΠΑ δεν ξέρει να ελίσσεται; Ποιος είπε ότι δεν υπολογίζει τις εκάστοτε συνθήκες; Ποιος είπε ότι δεν «συμψηφίζει» το χρώμα του δέρματος με το χρώμα του χρήματος; «Απάντηση» στην οργή των «καταραμένων» μαύρων του Λος Άντζελες ήταν η αθώωση του ομόχρωμού τους Ο Τζέι Σίμπσον, τον Οκτώβριο του 1995. Ο Σίμπσον, διάσημος αστέρας του αμερικανικού ποδοσφαίρου, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του και του εραστή της. Όλοι ανέμεναν ότι θα καταδικαζόταν, αλλά τον αθώωσε το δικαστήριο με την ασυνήθιστη σύνθεση ενόρκων: εννέα από τους 12 ήταν μαύροι.
 

Τι ακολούθησε; Τραγέλαφος! Έπειτα από 1,5 έτος αστικό δικαστήριο υποχρέωσε τον Σίμπσον να καταβάλλει αποζημίωση μεγαλύτερη των 30 εκ. δολαρίων στις οικογένειες των δυο θυμάτων. Θύματα και ... θαύματα! Πώς είναι δυνατόν να κρίνεται κάποιος αθώος και κατόπιν να τιμωρείται με οικονομικό «γδάρσιμο» για το έγκλημα που (υποτίθεται πως) δεν διέπραξε; Α, τίποτε δεν αποκλείει η αμερικανική δικαιοσύνη. Το Σεπτέμβριο του 2008 ο ξεπεσμένος Σίμπσον και τρεις φίλοι του αποπειράθηκαν να ληστέψουν αθλητικά αναμνηστικά είδη στο Λας Βέγκας, υπό την απειλή όπλου. Ο Σίμπσον ισχυρίστηκε πως τα είδη του ανήκαν, καθώς και ότι του τα είχαν κλέψει. «Εισέπραξε» καταδίκη 33 χρόνων φυλακής.
 

Σελίδες ολόκληρες θα μπορούσαν να γραφούν για τα στοιχεία που πιστοποιούν πόσο έντονος είναι ο φυλετικός και κοινωνικός ρατσισμός στο αμερικανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Τόμοι θα χρειάζονταν ειδικά για την επιβολή της θανατικής ποινής, η οποία στις αρχές του 21ου αιώνα έγινε αντικείμενο μεγάλης, σημαντικής έρευνας του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
 

Η μελέτη έγινε γνωστή ως «έκθεση Λίμπμαν» - το όνομα του επικεφαλής καθηγητή. Εξετάστηκαν 4.578 υποθέσεις ανθρωποκτονιών της περιόδου 1973 -1985. Επισημάνθηκαν σοβαρά δικονομικά και ουσιαστικά σφάλματα στο 60% των περιπτώσεων, στις οποίες επιβλήθηκε θανατική ποινή. «Παρανομούν σχεδόν όλες οι πολιτείες» παρατήρησε μελαγχολικά ο Λίμπμαν. Η έρευνά του υπολόγισε σε 7% - τουλάχιστον- το ποσοστό των αθώων, επί του συνόλου των 3.670 μελλοθανάτων της περιόδου εκείνης.
 

Ανατριχίλα; Υπερβολές. Απλή απόκλιση, από το πλαφόν που έθεσε τον Ιούλιο του 1997 ο ένθερμος οπαδός της θανατικής ποινής Μπιλ Μακ Κόλαμ, πρόεδρος της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων: «Είναι αποδεκτό ένα ποσοστό λάθους της τάξης του 1%»! Λες και μιλούσε όχι για ζωές, αλλά για την ανεκτή «φύρα» σε ένα στοκ εμπορεύματος...