Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Σε μιαν ακριά της Ελλάδας

Δυστυχισμένε μου λαέ,
καλέ και ηγαπημένε,
πάντοτ’ ευκολόπιστε
και πάντα προδομένε. (Διονύσιος Σολωμός)

Αύγουστος μήνας και στη χάση του άλλο ένα καλοκαίρι. Σε κάποια άκρια της Ελλάδας ιδρώνει ο τόπος στην κάψα του ήλιου. Ένα φεγγάρι επιμένει να γαντζώνεται πάνω σε μια κορυφογραμμή ενός βουνού συνόρου, γιατί «ο θεός δεν κατέχει από σύνορα και τέτοια και όπως το ’χει συνήθειο, κάνει το Αυγουστιάτικο φεγγάρι να ρίχνει το ασήμι του στις λίμνες και τα ποτάμια και κάνει να δείχνεται ένα άλλο φως».




 Εκεί τα ποιήματα, οι κάμποι, εκεί και τα βουνά των πολέμων, θαρρείς και η ιστορία γράφεται μόνο πάνω στα βουνά. Η Ελλάδα αναστενάζει απ’ άκρη σ’ άκρη και ας επιμένουν τα ποτάμια και τα ρυάκια να ποτίζουν τα έρημα χωράφια του κάμπου. Πού οι ξωμάχοι; Πού οι βουκέντρες; Πού η χλαλοή των ζώων σε άλλους καιρούς; Σήμερα ψυχές έρημες που τους χειμώνες καρτερούν με περίσσια υπομονή να φανεί το επόμενο καλοκαίρι να ζωντανέψει ο τόπος από τις φωνές κάποιων παιδιών.

Εκεί που η προσφυγιά στο ιδροκόπι, στο μάτωμα του κορμιού, που στιγμές - στιγμές ένιωθε να της βγαίνει η ψυχή από τα χείλη, ξεχέρσωσε από τις νάρκες των πολέμων και τις πέτρες, όλα τα χωράφια και τα έκανε τίμιο ψωμί και μέλλον, σήμερα τα βλέπει να ερημώνουν και οι κόποι και το αίμα ζωής ολάκερης στάχτη στην ερημιά των καιρών.

Εκεί στους κάμπους με τα καπνοχώραφα κάποτε, με τα στάρια, τις φιστικιές τις φουντουκιές, εκεί που το ροδάκινο σαν το έβανες στο στόμα, θαρρείς και ανάβλυζαν όλα τα αρώματα της γης στα χείλη σου. Ευλογημένος τόπος, που την ευλογία την ράντισε, αγιασμός, ο ιδρώτας και το αίμα των ξωμάχων.
Εκεί που οι ντοπιολαλιές, τα Κονιαλίδικα, τα Ποντιακά ξεσέρνουν την ιστορία στους αιώνες.
Το Μπέλες αγέρωχο αγναντεύει στο βάθος, όπου κάμπος, και φορτώνει την Κερκίνη και τη Δοϊράνη νερά. Το Μπέλες με τους θρύλους, τις ιστορίες, τα μύρια βότανα. Το Μπέλες των πολέμων, ίσως το μόνο που δεν κατέχει από ψεύτικες υποσχέσεις πολιτικάντηδων και εξουσίας. Χωρίον Αγία Παρασκευή.

YΓ: Μουριές Κιλκίς. Εκεί που τα παιδικά μου καλοκαίρια γέμιζαν φως μέσα στα καπνοχώραφα, φόρος τιμής και μνήμης: Μπάρμπα-Τάσο, μπάρμπα-Ηλία, θεία-Αναστασία, θεία-Δέσπω, θεία–Σοφία, κυρα-Μαρία, Βαΐτσα, Λάζαρε, Πρόδρομε, Μήτσο, Θανάση... Σας ευχαριστώ για τον καφέ, το τσίπουρο, το άνοιγμα ψυχής. Παπά-Αχίλλειε, Κώστα, πάντα γεροί και δυνατοί στο δρόμο τον καλό, να φυλάτε αξίες να σπέρνετε αληθινές ελπίδες ανθρωπιάς. Ευχαριστώ.