Νέοι και εργαζόμενοι, αγανακτισμένοι, αποφασισμένοι και εξεγερμένοι, της Ελλάδας, της Ισπανίας και άλλων χωρών έχουν καταλάβει πλατείες και δρόμους. Ζητούμενο μια «διπλή» τόλμη των μαζών. Πρώτον, πρέπει να συμμετέχουν σε έναν συλλογικό αγώνα, να απεργήσουν, να ρισκάρουν την απόλυσή τους. Δεύτερον, πρέπει να τολμήσουν να αλλάξουν πεποιθήσεις, να κάνουν τη δική τους πολιτική, να συγκροτήσουν τις δικές τους μορφές οργάνωσης.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ
Στη σημερινή συγκυρία ο καπιταλισμός κινούμενος από εγγενείς τάσεις αναπαραγωγής του κάνει μια βουτιά στην εκμετάλλευση και στη βαρβαρότητα. Από τη μια πλευρά βυθίζει στη φτώχεια την εργαζόμενη πλειοψηφία. Από την άλλη πλευρά, μετατρέπει την αστική δημοκρατία σε ένα άδειο κέλυφος, παραβιάζει τα δικά του συντάγματα (όπως π.χ. στη χώρα μας με την ψήφιση του Mνημονίου με απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία), υπερεθνικά όργανα (κομισιόν, τρόικα) και κυβερνήσεις κυβερνούν με διατάγματα. Οι λαϊκές και εργατικές αντιστάσεις στιγματίζονται ως παράλογες και αντεθνικές και συχνά καταστέλλονται βάναυσα. Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο παράλληλων και αλληλοτροφοδοτούμενων διαδικασιών, αποκτούν δραματική επικαιρότητα τα προτάγματα του διαφωτισμού και οι εργατικές κατακτήσεις των δύο τελευταίων αιώνων. Ψωμί, ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία αμφισβητούνται ρητά ή άρρητα από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας. Βέβαια αυτές οι επαγγελίες ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στο πλήρες τους νόημα, ήταν πάντα περιορισμένες και αλλοιωμένες από την ίδια τη φύση της αστικής κοινωνίας. Ωστόσο αποτελούσαν τη βάση της αστικής ηγεμονίας στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού μεταπολεμικά. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία σε όλο τον κόσμο ξαναανακαλύπτουν τη συλλογική πάλη διεκδικώντας τα «αυτονόητα», αρχίζουν να παλεύουν παίρνοντας τις μετρητοίς αυτά που η ίδια η αστική κοινωνία ισχυρίζεται για τον εαυτό της.
Μετά τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο –μια ελπιδοφόρα διαδικασία σε εξέλιξη– περάσαμε στο κίνημα των πλατειών των ισπανικών πόλεων. Είναι σίγουρα ένα σοβαρό βήμα στη διαδικασία αφύπνισης των εργαζόμενων και των νέων σε μια χώρα με μια Αριστερά ενσωματωμένη κι ένα εργατικό κίνημα «θεσμικό» σε όλες του τις εκδοχές. Γι’ αυτό έχει σημασία να δούμε πιο προσεκτικά τις τάσεις που φάνηκαν μέσα σε αυτό.
Διαβάζοντας το «Μανιφέστο» της κίνησης «Πραγματική δημοκρατία τώρα» βλέπουμε την αντίθεση στη συσσώρευση πλούτου στους λίγους, στην ανισότητα και την αδικία, στην κυριαρχία μιας αφηρημένης οικονομίας, στο δικομματισμό που αρνείται τη συμμετοχή των πολιτών στους θεσμούς. Μιλούν για τις προτεραιότητες κάθε αναπτυγμένης κοινωνίας που πρέπει να είναι η ισότητα, η πρόοδος, η αλληλεγγύη, η ελευθερία της κουλτούρας, η αειφορία και ανάπτυξη, η πρόνοια και η ευτυχία των ανθρώπων. Αυτοχαρακτηρίζονται ως πολυσυλλεκτικοί: προοδευτικοί και συντηρητικοί, θρήσκοι και μη θρήσκοι, ιδεολόγοι και απολίτικοι, δεν ψηφίζουν κανένα αλλά είναι οργισμένοι με τη διαφθορά ανάμεσα στους πολιτικούς, επιχειρηματίες και τραπεζίτες. Τελικά καλούν σε μια «ηθική επανάσταση» που θα βάζει τους ανθρώπους πάνω από το χρήμα.
Απ’ όλα αυτά είναι εμφανής η αμφισβήτηση της δικτατορίας των αγορών, η θέση του κοινωνικού ζητήματος στην πρώτη γραμμή. Ταυτόχρονα όμως όλοι αυτοί οι στόχοι μένουν μετέωρες διακηρύξεις, καθώς δεν συμπληρώνονται με συγκεκριμένους στόχους ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου (τράπεζες, χρέος, ΕΕ, μισθοί κ.λp.). Το βασικό όμως πρόβλημα είναι η τήρηση αποστάσεων ασφαλείας από ένα πολιτικό σχέδιο αυτής της ανατροπής. Όλο αυτό το «πρόγραμμα» απευθύνεται σε κάποιους άλλους για να υλοποιηθεί. Η επίκληση σε μια «ηθική επανάσταση» αναιρεί την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος. Χωρίς μια άλλη πολιτική ακόμα και η σύγκρουση με το δικομματισμό είναι αδύνατη. Τελικά οι αναφορές σε μια αναπτυγμένη κοινωνία, σε μια πραγματική δημοκρατία, στην ισότητα και την αλληλεγγύη, αν δεν συμπληρωθούν με ένα συνολικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό σχέδιο, καταλήγουν στη διαπραγμάτευση της χειροτέρευσης της θέσης της εργατικής τάξης. Ο σημερινός διαφωτισμός μπορεί να είναι μόνο εργατικός και επαναστατικός, αλλιώς εκφυλίζεται σε μια ουτοπική έκκληση στο σημερινό καπιταλισμό να γίνει αυτό που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει.
Η απαξίωση της πολιτικής είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο, που πρέπει να υπερπηδήσει η προσπάθεια αναγέννησης του εργατικού κινήματος και της κομμουνιστικής προοπτικής. Τις τελευταίες δεκαετίες είναι εμφανής η απουσία ενός θετικού αστικού ιδεολογικού προτάγματος, ικανού να εμπνεύσει και να στρατεύσει τις λαϊκές μάζες. Η κυρίαρχη μορφή αστικής ηγεμονίας είναι ακριβώς ο θάνατος όλων των ιδεολογιών, το τέλος της Iστορίας και των «μεγάλων αφηγήσεων», όπως λέγεται. Η πολιτική γίνεται διαχείριση και «επιστημονικός» ορθολογισμός. Η απουσία ιδεολογίας είναι η κυρίαρχη αστική ιδεολογία της εποχής μας. Το κεφάλαιο είχε από πάντα μια πολύ ιδιόμορφη σχέση με τις ιδέες. Από όσο γνωρίζουμε, δεν υπήρξαν ποτέ πανό σε κάποια διαδήλωση όπως «ζήτω το κέρδος» ή «ζήτω ο καπιταλισμός». Αντίθετα η απουσία πολιτικής, η απουσία «πανό» θίγει πρώτα απ’ όλα τη δυνατότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας να εκφραστεί συνολικά. Αυτή η ιδεολογική τρομοκρατία της αποπολιτικοποίησης «τρομοκρατεί» και τις πρωτοπορίες, επιβάλλοντας μια ιδιόμορφη αυτολογοκρισία.
Η κυρίαρχη ιδεολογία «απαγορεύει» στους εκμεταλλευόμενους να έχουν τα δικά τους λάβαρα, ακόμα κι όταν κατεβαίνουν στο δρόμο ενάντια σε μια κυβέρνηση, τούς «απαγορεύει» να κάνουν πολιτική. Μπορούν να αγαναχτούν, μπορούν ακόμα και να διαμαρτύρονται, αλλά όσο γίνεται πιο ουδέτερα, πιο άχρωμα, πιο ειρηνικά. Αυτές τις αόρατες απαγορεύσεις πρέπει να παραβιάσουν και αυτό είναι εξίσου απαραίτητο για την ανατροπή με την ίδια την απεργία ή τη συγκέντρωση. Αυτή η διπλή τόλμη πρέπει να επιδειχτεί από την εργατική τάξη της εποχή μας συνολικά, και από την κομμουνιστική οργάνωση και από την αντικαπιταλιστική Αριστερά και από τη μεγάλη μάζα των αγωνιζόμενων. Πρέπει να σπάσει αυτός ο άτυπος «καταμερισμός εργασίας» που λέει ότι τα κόμματα κάνουν πολιτική και οι εργαζόμενοι κίνημα ή ότι η Αριστερά σκέφτεται και ο λαός αγανακτεί. Στη ρωγμή του χρόνου που βρισκόμαστε κανείς δεν θα δικαιούται εκ των υστέρων να ισχυριστεί «άγνοια νόμου». Η σημαντικότερη συμβολή της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην υπόθεση της ανατροπής είναι να καλλιεργήσει την απαιτητικότητα των εργαζόμενων από αυτούς τους ίδιους. Αν όπως έχει ειπωθεί, η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της εργατικής τάξης, η μη απελευθέρωσή της είναι επίσης έργο της ίδιας.
ΤΟ ΑΥΘΟΡΜΗΤΟ ΤΟΥ 1905
Η διπλή τόλμη των εργατών της Πετρούπολης και του σήμερα
Η παρακάτω ιστορία είναι γνωστή, αλλά καμιά φορά το ξανακοίταγμα τέτοιων στιγμών είναι χρήσιμο σε σχέση με το παρόν. Πρόκειται για το εναρκτήριο λάκτισμα της ρώσικης επανάστασης του 1905. Την Κυριακή 22 Ιανουαρίου φάλαγγες εργατών στην Πετρούπολη συνέρρεαν προς τα χειμερινά ανάκτορα. Πολλοί διαδηλωτές κρατούσαν πορτραίτα του Τσάρου και εικονίσματα. Τα αιτήματα ήταν παρακλήσεις στον Τσάρο και δημοκρατικές διεκδικήσεις – οι τελευταίες στην πράξη σήμαιναν το τέλος της απολυταρχίας. Συγκεκριμένα ζητούσαν Συντακτική Συνέλευση, πολιτικές ελευθερίες, οκτάωρο, αμνηστία.
Επικεφαλής της διαδήλωσης ήταν ένας παπάς ο Γκαπόν, ο οποίος εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ήταν πράκτορας της Οχράνα (τσαρική μυστική υπηρεσία). Οι εργάτες της Πετρούπολης σε εκείνη τη φάση χαρακτηρίζονταν από ένα μείγμα μοναρχικών αυταπατών, θρησκευτικών προκαταλήψεων και επαναστατικών διεκδικήσεων. Οι πυρήνες των μπολσεβίκων αναμείχθηκαν όπου ήταν δυνατόν με τους πυρήνες των εργοστασίων. Η ανακοίνωσή τους απ’ την παρανομία έλεγε: «Η ελευθερία δεν αγοράζεται σε τόσο χαμηλή τιμή όπως ένα αίτημα, ακόμα κι αν το υποβάλει ένας παπάς». Η κατάληξη είναι γνωστή: Ο στρατός χτύπησε και πάνω από χίλιοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν. Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισαν οι ένοπλες συγκρούσεις των εργατών της Πετρούπολης με το στρατό και την αστυνομία. Από ’κει και μετά σταμάτησαν να κάνουν εκκλήσεις στον Τσάρο, όπως και να διαλαλούν την πίστη τους στην εκκλησία, κράταγαν τις δικές τους σημαίες και σε λίγους μήνες συγκρότησαν το «Σοβιέτ της Πετρούπολης για τη γενική απεργία» που λειτούργησε για πενήντα μέρες.
Το 1905 οι ρώσοι εργάτες έπρεπε να δείξουν μια πρωτόγνωρη τόλμη σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, να αψηφήσουν την ωμή βία του τσαρικού καθεστώτος, να εκτεθούν σε ξιφολόγχες και σφαίρες. Δεύτερον, να αποτινάξουν τον ιδεολογικό ζυγό του καθεστώτος, να κάνουν τη δική τους πολιτική, να ακολουθήσουν τις δικές τους σημαίες και τελικά να συγκροτήσουν, έστω και προσωρινά, τη δική τους εξουσία. Αυτό που πρέπει να σκεφτούμε σήμερα είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την ελευθερία της εποχής μας. Για να επανέλθουμε στο ρώσικο 1905 κάνοντας έναν παραλληλισμό με το σήμερα, οι εργαζόμενοι και οι νέοι της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας… πρέπει να επιδείξουν επίσης μια «διπλή» τόλμη. Πρώτον, πρέπει να συμμετέχουν σε έναν συλλογικό αγώνα, να απεργήσουν, να ρισκάρουν την απόλυσή τους και πολλά άλλα. Δεύτερον, πρέπει να τολμήσουν να αλλάξουν πεποιθήσεις, να απελευθερωθούν από τα ιδεολογικά δεσμά του κεφαλαίου, να κάνουν τη δική τους πολιτική, να συγκροτήσουν τις δικές τους μορφές οργάνωσης.