Με ένα διήγημα ο Βασίλης Τσιράκης προσεγγίζει το πολύπλοκο και πρωτότυπο φαινόμενο των λαϊκών κινητοποιήσεων στις πλατείες των μεγάλων και μικρότερων πόλεων. Τόπος η Θεσσαλονίκη και ο Λευκός Πύργος των «αγανακτισμένων» και σε πρώτο πρόσωπο, όσοι μίλησαν και όσοι πέρασαν από τις πλατείες της οργής.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΑΚΗΣ
«Eξω οι Κατίνες… έξω οι Κατίνες…» ο Νίκος άκουγε και δεν πίστευε στα αυτιά του, επιτάχυνε το βήμα του και πέρασε με κόκκινο το φανάρι του Κρατικού, είχε άλλα δυο φανάρια για να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των φίλων του, στο φανάρι της Παύλου Μελά άκουσε ένα «μαλάκα» ξεγυρισμένο, μια κόκκινη ΒΜW πέρασε με κίτρινο και μια ανάποδη μούντζα του ήρθε κατάμουτρα, στο φανάρι της Νίκης δεν το ρίσκαρε, σταμάτησε να περιμένει τον Γρηγόρη, απέναντι στο Λευκό Πύργο είχε κρεμαστεί ένα τεράστιο «ΠΩΛΕΙΤΑΙ», «έξω οι Κατίνες… έξω οι Κατίνες…» ακούστηκε πάλι, είχε ακούσει και είχε διαβάσει πολλά κοσμητικά για την κυβέρνηση και τους υπουργούς της μα τούτο του φαινόταν χαζό και άστοχο, απορροφημένος στις σκέψεις του παραλίγο να χάσει το φανάρι, άνοιξε το βήμα του και πέρασε απέναντι, δυο καντίνες είχαν κλείσει την πρόσβαση στην πλατεία, στο κέντρο της ο κόσμος καθόταν ανακούρκουδα και ένας τύπος βαστούσε στα χέρια του ένα τηλεβόα, «Είστε εκτός θέματος», ακούστηκε ξαφνικά σαν παραφωνία και εκατοντάδες κεφάλια στράφηκαν προς τη μεριά από όπου ερχόταν η φωνή, η καντινιέρισα ωρυόταν τεντώνοντας τις φλέβες του λαιμού της..
- Είστε εκτός θέματος ξαναφώναξε, ένα μεροκάματο θέλω να βγάλω κι εγώ…
«Έξω οι καντίνες… έξω οι καντίνες», ακούστηκε πάλι εν χορώ, ένας διάδρομος άνοιξε αυθόρμητα μέσα στο πλήθος κι ένα αναπηρικό καροτσάκι κύλησε προς το κέντρο της πλατείας, ο αναβάτης του πήρε στα χέρια του το μικρόφωνο του τηλεβόα.
- Είναι θέμα ασφαλείας, είναι θέμα ασφαλείας, επανέλαβε τονίζοντας τη λέξη στην παραλήγουσα ... Σας παρακαλούμε για τελευταία φορά να μετακινηθείτε…
Η αποχώρηση της καντίνας έγινε μέσα σε επευφημίες και ρυθμικά χειροκροτήματα, ο Νίκος τότε μόλις πρόσεξε τους σταματημένους δείκτες του ρολογιού που είχε κρεμαστεί από το μεσιανό δένδρο, εκατοντάδες χέρια σηκώθηκαν περιμένοντας το νεύμα του ντουντουκιέρη, τα δάχτυλα έγιναν φάσκελα, ο Νίκος μόλις πρόλαβε να ρίξει κι αυτός το δικό του, αποστολέας του ο οδηγός της κόκκινης BMW.
Το λόγο πήρε αμέσως ένας μαθητής λυκείου, «πάω να σώσω το παρελθόν το δικό σου και το μέλλον το δικό μου», είχε πει στη μάνα του φεύγοντας, να αλλάξουμε πρώτα τον εαυτό μας, πρότεινε μια νοικοκυρά, να περάσουμε από το εγώ στο εμείς, μια φοιτήτρια, ένας πρώην χρήστης ζήτησε συγγνώμη από τους γονείς του και ένας πωλητής ξέσφιξε τη γραβάτα του περιγράφοντας τη ζωή του μετά την απόλυση, ένας δημόσιος υπάλληλος ξέσπασε με παράπονο πως δεν αντέχει άλλο να είναι το εξιλαστήριο θύμα και ένα άνθρωπος της τέχνης κάλεσε τους καλλιτέχνες να δώσουν συναυλίες, δεν χρειαζόμαστε μουσικές, εδώ δεν είναι πανηγύρι, πενθούμε, απάντησε ένας άνεργος ζητώντας εκ των προτέρων να μην τον χειροκροτήσουν, μια μάνα με το μωρό στην αγκαλιά απήγγειλε το στίχο του ποιητή, «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ΄ τον κόσμο…», αρχίσανε τα κομματικά, φεύγω, άκουσε το διπλανό του να δυσανασχετεί, ο Νίκος έφυγε κι αυτός, για άλλο λόγο όμως, το πρωί ξυπνούσε νωρίς, έκανε μιάμιση ώρα ως τη δουλειά του, εκ περιτροπής, εδώ κι εννιά ακριβώς μήνες.
Πρώτη του κίνηση να ανοίξει τον υπολογιστή, αυτό που γίνεται κάτω δε είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζωντανό fb, ήταν η πρώτη καταχώρηση, και ομαδική ψυχοθεραπεία, συμπλήρωνε κάποιος κάνοντας like, ή μήπως είναι κι αυτό ένα φυσικό φαινόμενο, ρώτησε ένας τρίτος, μόνη λύση η ενότητα της Αριστεράς, πρότεινε ένας άλλος παίρνοντας τα περισσότερα like, πως γίνεται να μιλούν για δημοκρατία και να μου ζητούν να αφήσω έξω από την πλατεία την ιδεολογία μου, χόντρυνε τη κουβέντα ένας άλλος, πως άλλαξαν οι ρόλοι κρυφογέλασε ο Νίκος και πληκτρολογώντας …Σσσσς, ησυχία, θα ξυπνήσετε αυτούς που αύριο πάνε για δουλειά…, τράβηξε για ύπνο.
«Εμείς δεν ναυαγήσαμε…», ο Νίκος σταματούσε στο δρόμο τους περαστικούς ρωτώντας τους αν γνωρίζουν τη συνέχεια του στίχου, κάποιοι τον κοιτούσαν με οίκτο και κάποιοι απέφευγαν ακόμα και το βλέμμα του, οι ώρες περνούσαν και απάντηση δεν έβρισκε, εγώ ξέρω την συνέχεια του στίχου, του απάντησε ένα γεροντάκι, ο Νίκος πετάχτηκε από το κρεβάτι του μούσκεμα στον ιδρώτα, «…σε θάλασσες που δεν ταξίδεψαν ποτέ…» ήταν η συνέχεια, κοίταξε το ρολόι, η ώρα πλησίαζε έξι, σηκώθηκε και ντύθηκε στα γρήγορα να προλάβει το ραντεβού, στη βιασύνη του δεν κοίταξε τις καταχωρήσεις στο fb, κάποιος έγραφε πως το θέμα δεν είναι να ενωθεί η Αριστερά μεταξύ της, αλλά με το λόγο ύπαρξης της, στο δρόμο επικρατούσε μια ακατανόητη ησυχία, οι άνθρωποι βάδιζαν σκυθρωποί και τα εμπορικά ήταν κλειστά, μόνο οι φούρνοι ήταν ανοιχτοί και τα μπουγατσατζίδικα, στο λεωφορείο οι επιβάτες αμίλητοι, κατέβηκε στο ύψος της Μητροπόλεως και άρχισε να κατηφορίζει τρέχοντας την Εθνικής Αμύνης, φτάνοντας στο Λευκό Πύργο κοντοστάθηκε απορημένος, η πλατεία ήταν άδεια.