Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ελληνικά συμπεράσματα για τις γαλλικές εκλογές


Τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία ερμηνεύονται ιδίως από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) αλλά σ’ ένα βαθμό κι από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ιδεοληπτικά. Χειραγωγήθηκαν, δηλαδή, ώστε να δικαιώνουν την πολιτική γραμμή αυτών των δυνάμεων και να εξυπηρετούν τις προεκλογικές τους βλέψεις. Η νίκη του Ολάντ, αν και πύρρεια, συνοδεύεται από θριαμβολογίες (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ), προβάλλεται ανιστόρητα ως αρχή της αλλαγής πορείας στην Ευρώπη, εγκατάλειψη της λιτότητας, πρόκριση της ανάπτυξης, αλλά και ως πρόταγμα σύγκλισης και συνεργασίας του «προοδευτικού» χώρου.

                                          Η απογοήτευση ζωγραφισμένο στο πρόσωπο των οπαδών του Μετώπου της Αριστεράς λίγο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. 

του Δημήτρη Γρηγορόπουλου


Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ παριστάνει τον κήνσορα και καλεί την Αριστερά να παραδειγματιστεί από τη συμμαχία Ολάντ - Μελανσόν (να υποστηρίξει δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ - Μέγκα 26/4/12)! Ο Συνασπισμός θεοποιεί την επίδοση του Μελανσόν, αν και ήταν κατώτερη του προσδοκωμένου και υπολείφθηκε της ακροδεξιάς στην κρίσιμη, άμεσα και στρατηγικά, μάχη για την πολιτική έκφραση των ριζοσπαστικοποιουμένων στην κρίση στρωμάτων. Πανηγυρίζει ακόμη, θεωρώντας ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γαλλία δικαιώνει τη στρατηγική του της επανίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Το ΚΚΕ, τέλος, εμμένοντας στην πολιτική αγοραφοβία του, ερμηνεύει το αποτέλεσμα ως επιβεβαίωση της επιλογής του να «αρνείται τη συμμετοχή στο μέτωπο των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων, των λεγόμενων αριστερών δυνάμεων» (Ριζοσπάστης 24/4/12) ταυτίζοντας την όποια μορφή αριστερής συνεργασίας με τη συνεργασία Ολάντ - Μελανσόν.

Αυτές οι αναλύσεις περιορίζονται στο πολιτικό εποικοδόμημα, χωρίς να ανάγουν τα πολιτικά δρώμενα στην ταξική βάση. Η κυρίαρχη σε αυτήν τη συγκυρία αντίθεση που προσδιορίζει τις πολιτικές αντιθέσεις στη Γαλλία (μάλλον και ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση) είναι η ενδοαστική αντίθεση ανάμεσα στη μερίδα εκείνη της γαλλικής αστικής τάξης που επιδιώκει αναδιαπραγμάτευση και βελτίωση της θέσης της στο γαλλογερμανικό άξονα και στη μερίδα της αστικής τάξης που μένει κολλημένη στα φουστάνια της Μέρκελ, δηλαδή σε μιαν αδιαπραγμάτευτη νεοφιλελεύθερη πολιτική με αδιαπραγμάτευτη γερμανική ηγεμονία. Η αναθεωρητική τάση εκφράζεται κυρίως από την παραγωγική αστική τάξη, που επιδιώκει τη μετάβαση σε μια πιο ήπια νεοφιλελεύθερη πολιτική υπό την επήρεια και της όξυνσης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης και στο σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης (βλ. ύφεση - παραίτηση της ολλανδικής κυβέρνησης). Στην αντιπαράθεσή της με τη σκληρή νεοφιλελεύθερη τάση επιδιώκει να συγκροτήσει ένα ευρύτατο και ετερόκλητο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο (αστικές δυνάμεις, δεξιά σοσιαλδημοκρατία Ολάντ, αριστερός ρεφορμισμός Μελανσόν, οικολόγοι, ακροδεξιά της Λεπέν), στο οποίο θα ηγεμονεύει η πλατφόρμα του ήπιου νεοφιλελευθερισμού. Αυτή την αντίληψη και την πολιτική εκφάζει με πιστότητα η διαβεβαίωση του Ολάντ ότι δεν πρόκειται να καταργήσει το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά ούτε καν θα το τροποποιήσει, απλώς θα προσθέσει ένα πρωτόκολλο για την ανάπτυξη (Νέα, 26/4/12).

Αυτή η θέση προσδιορίζει σε γενικές γραμμές τα όρια του συμβιβασμού ανάμεσα στη σκληρή και ήπια τάση του νεοφιλελευθερισμού. Ούτε με επανάσταση βέβαια θα λύσουν τις διαφορές τους ούτε με την επικράτηση ενός νεο-κεϊνσιανισμού (αν και δεν πρόκειται παρά για μια μορφή καπιταλιστικής διαχείρισης), αφού ανάπτυξη με μοχλό το κράτος, δημόσια ελλείμματα και πληθωρισμό έχει εξορκιστεί από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό. Ζητούμενο είναι η ομαλή και παραγωγική για το σύστημα ενσωμάτωση της λαϊκής διαμαρτυρίας κυρίως από την ακροδεξιά και λιγότερο από την Aριστερά ικανοποιεί το σύστημα και τους σχεδιασμούς του. Όμως η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που την υποθάλπει για τους δικούς της λόγους και η ακροδεξιά, μπορεί με την τάση αυταρχικοποίησης της αστικής δημοκρατίας να αποτελέσει εκρηκτικό και ανεξέλεγκτο μείγμα. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι αναγκαία η παρουσία ενός ισχυρού επαναστατικού κόμματος. Σε αυτό όμως το ιστορικό καθήκον δεν φαίνεται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, να ανταποκρίνεται το Αριστερό Μέτωπο του Μελανσόν.