Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης κυριάρχησαν οι δυνάμεις του δικομματισμού, με αποτέλεσμα η χώρα να κυβερνάται από μονοκομματικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ από το 1974 μέχρι το Νοέμβριο του 2011. Μοναδικές εξαιρέσεις η κυβέρνηση ΝΔ - Συνασπισμού, η Οικουμενική με Πρωθυπουργό τον Ξενοφών Ζολώτα και η σημερινή υπό τον κ. Λουκά Παπαδήμο.
Η είσοδος στη μνημονιακή εποχή και η άκριτη αποδοχή από το ΠΑΣΟΚ στην αρχή και τη ΝΔ στη συνέχεια των καταστροφικών για την ελληνική κοινωνία επιλογών της τρόικας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ανατροπής του πολιτικού συστήματος έτσι όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
*Συνδικαλιστής, πρώην πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών (ΠΟΣ)
Η πρόθεση καταψήφισης των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, η σημαντική ενίσχυση της Αριστεράς και η είσοδος στη Βουλή νέων πολιτικών σχηματισμών με αντιμνημονιακή κατεύθυνση αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά όλων των δημοσκοπήσεων. Η εκλογή νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει τις διαρροές προς τα άλλα κόμματα ιδίως της Αριστεράς και ως εκ τούτου συνέβαλε ελάχιστα στην επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων του. Από την άλλη πλευρά οι οπαδοί της ΝΔ εξακολουθούν να μην πείθονται από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Α. Σαμαράς, με αποτέλεσμα η ΝΔ αν και πρώτο κόμμα να βρίσκεται μακράν της πολυπόθητης αυτοδυναμίας.
Θορυβημένοι οι κυρίαρχοι κύκλοι του κεφαλαίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό προσπαθούν να μετατρέψουν την εκλογική διαδικασία σε μια άγονη και χωρίς νόημα αντιπαράθεση μεταξύ των δύο εκλογικών μονομάχων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Ταυτόχρονα με εκβιαστικά διλλήματα του τύπου «μνημόνιο ή χάος», τα οποία κατά κόρον προβάλλουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ, επιδιώκουν να δημιουργήσουν κλίμα πανικού και να αποπροσανατολίσουν το λαό από το πραγματικό δικύβευμα των εκλογών, που είναι η συντριβή των μνημονιακών δυνάμεων και η ανάδειξη μιας νέας προοδευτικής και αριστερής πλειοψηφίας, η οποία θα προχωρήσει άμεσα στην καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανασύνταξη της χώρας.
Στις παραμονές της πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης των τελευταίων ετών ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος που έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ψηφίσει κάποιο από τα κόμματα της Αριστεράς απαιτεί από αυτά να στηρίξουν την προοπτική της ρήξης, αποδεχόμενο τις όποιες θυσίες χρειασθεί να κάνει σε ατομικό, οικογενειακό και συλλογικό επίπεδο.
Κατά πόσο όμως οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου είναι έτοιμες να αναλάβουν μια τέτοια ευθύνη και να διασώσουν το λαό από την επερχόμενη σίγουρη καταστροφή; Η μέχρι τώρα πορεία τους δεν μας πείθει για κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα η ανατροπή να καθίσταται όλο και πιο δύσκολη και το κόστος απαγορευτικό. Οι αποκλείνουσες στρατηγικές των κομμάτων καθιστούν ανέφικτη προς το παρόν την επίτευξη ενότητας, στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας, άμεσα υλοποιήσιμης, ενώ η έλλειψη κουλτούρας συνεργασιών δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Με αυτά τα δεδομένα η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη δημιουργία ενός αγωνιστικού μετώπου μέσα στο λαό και τα κινήματα, με τη συμμετοχή όλων των αριστερών και σοσιαλιστικών δυνάμεων, το οποίο με αξιώσεις θα επιδιώξει όχι μόνο την ανατροπή των μνημονίων αλλά και όλου του εκμεταλλευτικού συστήματος που μας οδήγησε σε αυτήν τη δυσμενή θέση αποτελεί την μόνη εφικτή λύση. Και ας μην ξεχνάμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από την πρώτη στιγμή της κρίσης τοποθετήθηκε ξεκάθαρα απέναντι στην κυρίαρχη λογική των δυνάμεων της υποτέλειας και του ραγιαδισμού με ένα πρόγραμμα που συγκρούεται μετωπικά μαζί τους.
Στις 6 Μαΐου ο ελληνικός λαός έχει μοναδική ευκαιρία να κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της χειραφέτησής του υπερψηφίζοντας τα αγωνιστικά ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.