Ο κρυφός ή δηλωμένος πόθος της μεγάλης μάζας των
αριστερών για ενότητα της Aριστεράς είναι αναμφισβήτητος και δικαιολογημένος.
Πέρα από συναισθηματικούς λόγους, αυτός ο πόθος πηγάζει από την αίσθηση της
αναγκαιότητας, να ενισχυθεί η Aριστερά μέσω αυτής της ενότητας, τόσο γιατί αυτό
θα προωθούσε την αντίσταση κατά της πρωτόφαντης επίθεσης του κεφαλαίου, όσο και
γιατί θα προωθούσε τους συσχετισμούς που θα επέτρεπαν μια φιλολαϊκή διέξοδο από
την κρίση.
του Γιώργου Ρούση*
Απέναντι σε αυτόν τον πόθο, υπάρχουν δυνάμεις, όπως
το ΚΚΕ, που αρνούνται όχι μόνον την ενότητα, όχι μόνον την όποια μετωπική
πολιτική, αλλά και την πιο στοιχειώδη συνεργασία των δυνάμεων της Aριστεράς,
που αρνούνται ακόμη και τον μεταξύ τους διάλογο.
Και ναι μεν το γεγονός ότι οι δυνάμεις της Aριστεράς
έχουν πραγματικές και συχνά σημαντικές μεταξύ τους διαφορές, μπορεί να αποτελεί
θεμιτή αιτία για την άρνηση μιας οργανικής τους ενότητας, όχι όμως για την
άρνηση όλων των υπολοίπων μορφών της μεταξύ τους συνεργασίας.
Στο άλλο άκρο, υπάρχουν δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, του
οποίου η κυρίαρχη συνιστώσα εκμεταλλευόμενη αυτό τον πόθο και επιδιώκοντας να
συμμετέχει άμεσα σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα, πέρα του ότι συστεγάζει στο
εσωτερικό του δυνάμεις με διαμετρικά αντίθετες απόψεις σε θεμελιακά ζητήματα
όπως π.χ. της στάσης απέναντι στην ΕΕ και το ευρώ, καλεί σε συνεργασία δυνάμεις
όπως η Δημοκρατική Αριστερά, που όπως η ίδια δηλώνει, επέλεξε να ακολουθήσει
έναν «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική Aριστερά και τις κυρίαρχες
δυνάμεις. Φτάνει μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει μέσω του προέδρου του, ότι θα
αποδέχονταν ευχαρίστως ακόμη και την ανοχή του Καμμένου σε μια υπό τον ΣΥΡΙΖΑ
κυβέρνηση.
Και οι δυο αυτές στάσεις, δηλαδή της πλήρους άρνησης
κάθε συνεργασίας ή της λογικής «πας μη Έλλην βάρβαρος», και της ενότητας δίχως
αρχές ή της λογικής «όλοι χωράνε ό,τι κι αν πρεσβεύουν, φτάνει να
αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί», αν και από αντίθετες οπτικές γωνίες, είναι
βέβαιο ότι βλάπτουν την υπόθεση του αναγκαίου αριστερού μετώπου.
Αυτό για να είναι ουσιαστικό πρέπει να συγκροτηθεί
στη βάση ενός ελάχιστου κοινού προγράμματος το οποίο θα πρέπει να
ανταποκρίνεται σε τρία βασικά κριτήρια και αυτά είναι που αποτελούν την κόκκινη
γραμμή, πέρα από την οποία το αναγκαίο αριστερό Μέτωπο της εποχής μας, θα είναι
μια παρωδία, που πρόσκαιρα μεν μπορεί να δημιουργήσει μια ευφορία στον κόσμο
της Aριστεράς, σύντομα όμως θα τον απογοητεύσει βαθύτατα.
Το πρώτο κριτήριο είναι η αριστερή πρόταση να απαντά
στις αιτίες της κρίσης. Στο βαθμό λοιπόν που γίνεται αποδεκτό ότι αυτή είναι
μια κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και όχι μόνον ελληνική ή μια
κρίση «λαθεμένης» νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί
παρά να έχει αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Και αυτός είναι και ο κρίκος που
μπορεί να συνδέσει τα λαϊκά κινήματα των διαφόρων χωρών. Ακόμη, εφόσον γίνεται
αποδεκτό ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα υπό ιμπεριαλιστική εξάρτηση, το πρόγραμμα
αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αντιιμπεριαλιστικό και συνεπώς να στρέφεται
ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως η ΕΕ.
Το δεύτερο κριτήριο είναι ότι η πρόταση αυτή θα
πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και να πατάει στο επίπεδο συνειδητότητας του
λαϊκού κινήματος, δίχως ούτε να υποτάσσεται σε αυτό, ούτε να αποτελεί έκφραση
μιας αυθαίρετης υπερεκτίμησής της. Αυτό σημαίνει να έχει τέτοιο περιεχόμενο,
που να μπορεί να γίνει πιο άμεσα αποδεκτό από ευρύτερες λαϊκές μάζες, απ’ ό,τι
μια ριζική επαναστατική αλλαγή.
Το τρίτο κριτήριο –που αφορά στις δυνάμεις που
στοχεύουν το σοσιαλισμό– είναι το πρόγραμμα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την
ισχύουσα σήμερα, περισσότερο από ποτέ, λενινιστική αλήθεια, με βάση την οποία
«ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του
σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής
κλίμακας, που ανάμεσα σε αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός, δεν
υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπάτια» (Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς
πρέπει να την καταπολεμήσουμε), θα πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι ως ένα ακόμη
στάδιο ανάμεσα σε καπιταλισμό και σοσιαλισμό, αλλά ως μια κατάληψη ενός
θεμελιακού οχυρού του αντιπάλου, σε ένα πόλεμο θέσεων που επαναστατικά οδηγεί
στον σοσιαλισμό.
Σε αυτήν τη λογική κινείται το πρόγραμμα που
πρότεινε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως βάση για συζήτηση στις άλλες συνιστώσες της Αριστεράς.
Θυμίζω ότι σε αυτό γίνεται λόγος για «πρώτο, κατάργηση όλων των Μνημονίων και
των νόμων που τους συνοδεύουν, δεύτερο, άμεση παύση πληρωμών προς τους
πιστωτές, μη αναγνώριση και μονομερή διαγραφή του χρέους, τρίτο, έξοδο από
ευρώ, ΟΝΕ και Ευρωπαϊκή Ένωση, τέταρτο, εθνικοποίηση - κρατικοποίηση του
τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και όλων των
μεγάλων επιχειρήσεων που κλείνουν, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό, λαϊκό και
κοινωνικό έλεγχο, πέπμτο, εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις σε βάρος των κερδών
του κεφαλαίου και υπέρ του εργατικού - λαϊκού εισοδήματος, με αυξήσεις στους
μισθούς, ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερές συλλογικές συμβάσεις,
προστασία των ανέργων, ριζική μείωση της φορολογίας των εργαζομένων και των
λαϊκών στρωμάτων, ριζική αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου».
Δυστυχώς για διάφορους λόγους και με ανισομερή
ευθύνη των δυνάμεων της Aριστεράς, η πρόταση αυτή δεν βρήκε ανταπόκριση πριν
τις εκλογές. Παρόλ’ αυτά και παρόλο που η προεκλογική περίοδος είναι λογικό να
εντείνει σε ένα βαθμό την ενδοαριστερή αντιπαράθεση, η προσπάθεια για την
υλοποίησή της θα πρέπει να συνεχιστεί με επιμονή και μετεκλογικά και αυτό
ασχέτως από το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό επιτάσσει η βούληση της
συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου της Αριστεράς, αυτό απαιτεί η κρισιμότητα
των καιρών που διανύουμε.
*Επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ