«Η μνήμη όπου
την αγγίξεις πονεί…», έλεγε το ποίημα. Χθες μου τηλεφώνησε ο άλλος Κώστας πως
αύριο (την Πέμπτη στις 20) είναι είκοσι χρόνια από το θάνατο του Γ. Σεφέρη. Και
για σχεδόν μια μέρα τον πίστεψα, τόσο κοντά που έφερε τις χρονολογίες. Δεν ήταν
από συμφέρον, αλλά από εκείνη την αίσθηση ή την αναισθησία, του χρόνου. Και την
άλλη μέρα έβαλα το cd, όπου ο Θ. Αγγελόπουλος διαβάζει ποιήματα του Γ. Σεφέρη.
Κι όταν άρχισα να υπολογίζω το χρόνο με απώλειες δε μου ’βγαιναν τα είκοσι
χρόνια, ούτε τα σαράντα που είναι σύμφωνα με τη μέτρηση του καθιερωμένου
ημερολογίου. Μου φάνηκε ατέλειωτη σειρά, πολύ μακριά, ασήκωτη.
του Θανάση Σκαμνάκη
Το μεσημέρι
εκείνης της παλιάς ημέρας κάναμε με τον άλλο Κώστα πάλι μεγάλα σχέδια για τον
κόσμοˆ άντεχαν οι πλάτες μας να σηκώσουν, και τα σχέδια και τον άδικο κόσμο. Κι
αποφασίσαμε να παραβούμε τους συνωμοτικούς κανόνες και να πάμε στην κηδεία.
Ήταν ένα μεσημέρι μουντό, χωρίς βαριά σύννεφα αλλά και χωρίς ήλιο, όχι
θρηνητικό, αλλά ούτε να πανηγυρίζει. Κλεισμένοι στο φοιτητικό διαμέρισμα
ακούγαμε στο μπομπινόφωνο τα τραγούδια του Θεοδωράκη που μόλις είχαμε πάρει.
Ξανά και ξανά, «λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν»... Δεν ήμασταν
επιρρεπείς στο κλάμα κι αντιπαθούσαμε το μελό, σχεδόν κάναμε πως δεν λυπόμαστε,
είκοσι χρονών, είκοσι και κάτι... Κι ήμασταν σίγουροι για τις αμυγδαλιές. Αλλά
φύγαμε κλαμένοι από το σπίτι. Δεν ήταν από θλίψη ή πολύ περισσότερο από
απόγνωση. Ήταν η βεβαιότητά μας που μας έκανε ευαίσθητους αλλά όχι εύθραυστους
στις πικρές γεύσεις των ηττών. Έτσι και πήγαμε, στην κηδεία του ποιητή που
θαυμάζαμε και του ανθρώπου που αντιπαθούσαμε. Του δικού μας ποιητή και του
δικού τους διανοούμενου και διπλωμάτη. Που τον αποχαιρετούσαμε στην ύστατη ανθρώπινη
πορεία του, η οποία καταγραφόταν στο δικό μας μερίδιο. Σαν μια τελική νίκη. Και
σε όλη τη διάρκεια της περίεργης εκείνης εξόδου ψελλίζαμε «λίγο ακόμα», ως
γνώστες του κρυφού μυστικού του κόσμου. Και της νίκης του.
Και δεν είναι
που σαράντα χρόνια μετά περιμένουμε «λίγο ακόμα τις αμυγδαλιές...». Είναι που
τώρα στα σπίτια μας έχουμε «μεγάλα τραπέζια για να γράφουμε τα γράμματα που σου
γράφουμε τόσους μήνες και τα ρίχνουμε μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει».
Γιατί τώρα
λείπει κι εκείνος ο Κώστας. Σε έναν καιρό που θα είχε να μας δώσει πολλές
απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματά μας. Κι αν δεν είχε, θα μας εύρισκε
τουλάχιστον ένα παραμύθι να μας κρατάει ξύπνιους.