Εξ αρχής
καταδικασμένος σε αποτυχία ο επιχειρούμενος περιορισμός και η σχεδιαζόμενη
οριοθέτηση της επιστήμης, που όπως η ίδια η φύση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά
μια αέναη κίνηση, μια αέναη ανανεωνόμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. Η
διαρκής κίνηση, η δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των
σωματίων, η γένεση και το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, το επιβεβαιώνουν.
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Οι ορμητικές
εξελίξεις στο πείραμα στο CERN, οι σχεδιαζόμενες περιοχές επιστημονικής έρευνας
στα ζητήματα ύλης και αντιύλης, οι αναμενόμενες τομές στους υπολογιστές, στον
αυτοματισμό και στη βιοτεχνολογία, οι νέες επαναστατικοποιημένες παραγωγικές
δυνάμεις που δημιουργούνται, θέτουν ξανά και ξανά το ζήτημα της επιστήμης σε
αυτή τη νέα συνταρακτική «εποχή της αναγεννώμενης ελπίδας και του διάχυτου φόβου».
Η επιστήμη
είναι μια απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει τον πραγματικό κόσμο. Αποτελεί
βεβαιωμένη γνώση με λογικά επιχειρήματα σημειώνει ο Πλάτωνας. Θεμελιώνεται
αυστηρά σε αξιώματα, τα οποία επαληθεύονται, συμπληρώνονται, διορθώνονται ή
αντικαθίστανται διά του πειράματος και της πράξης. Η επιστημονική θεωρία στην
ουσία αποτελεί γενίκευση της Πράξης. Ως ανθρώπινο δημιούργημα συνεπώς, δεν
είναι αλάνθαστο. Οδηγεί στη γνώση της πραγματικότητας σε μεγάλο βαθμό, δίχως να
φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Κάθε επιστημονική κατάκτηση
είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει εμπειρικά
δεδομένα, επιστημονικές γνώσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις.
Είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου. Τα όρια
και το πεπερασμένο της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται κάθε φορά στην
ανάπτυξη των επιστημών, αναιρούνται με τα επιστημονικά άλματα για να
επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί σε αυτή την ασυμπτωτική
και ατέλειωτη πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής
πραγματικότητας.
Κάθε
καινούρια επιστημονική γνώση δεν προκύπτει από το τίποτα, αλλά από το ήδη
υπάρχον, ως η άρνηση και η διαλεκτική κατάφασή του. Από τη μια καλύπτει
γνωστικά κενά και από την άλλη αποκαλύπτει νέες περιοχές άγνοιας, δημιουργεί
ταυτόχρονα νέες απαιτήσεις. Η επιστήμη, ως ιστορικό ανθρώπινο δημιούργημα,
αναπτύσσεται. Επομένως, την εκάστοτε ισχύουσα επιστημονική θεωρία πρόκειται να
τη διαδεχθεί η επόμενη. Γιατί τη μαθαίνουμε επομένως; Κάθε «θνησιγενής» θεωρία
περιέχει πάντα όχι την αλήθεια αλλά συγκεκριμένα στοιχεία αλήθειας για την
κατανόηση ενός κόσμου που υπάρχει και εξελίσσεται. Περιέχει συμπεράσματα
διατυπωμένα σε νόμους μέσω των οποίων μπορούμε για παράδειγμα να
προγραμματίζουμε και υλοποιούμε ένα ταξίδι στη σελήνη χωρίς να χανόμαστε στο
διάστημα.
Τον
σχηματισμό της επιστήμης δεν μπορούμε να τον δούμε έξω από την κοινωνία και τον
ιστορικό χρόνο, αλλά ως εσωτερικό πραγματικό στοιχείο αυτής της κοινωνίας στην
εξέλιξή της. Η ανάπτυξη της, κατά τον Μαρξ, «καθορίζεται εν μέρει από τη
συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των
προγενεστέρων. Είναι το προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της
ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της». Στα επιστημονικά
επιτεύγματα επομένως, ο τουφεκισμένος κομμουνιστής επαναστάτης για παράδειγμα
έχει το δικό του μεγάλο ειδικό βάρος μαζί με τον ειδικό, την επιστημονική
ερευνητική ομάδα.
Η ιδεολογία της επιστήμης
Αυτή λοιπόν η
πνευματική παραγωγή, που είναι εγγενώς κοινωνική, εφόσον αποτελεί δημιουργική
συσσώρευση, πόρισμα και γενίκευση προγενέστερης και τρέχουσας δραστηριότητας
της κοινωνίας, μετατρέπεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα σε άμεση παραγωγική
δύναμη. Ως τέτοια η επιστήμη υποτάσσεται άμεσα στο κεφάλαιο. Επιστήμη και
δημιουργήματά της ιδιοποιούμενα από το κεφάλαιο επανασταστικοποιούνται και
ταυτόχρονα διαστρέφονται και φρενάρονται. Ποια λοιπόν είναι η βάση υπαγωγής της
στο κεφάλαιο;
Σε παλιότερες
εποχές, π.χ. στη μανιφατούρα (οικοτεχνία) το μέσο εργασίας και η εργατική
δύναμη αποτελούσαν μία αδιάσπαστη ενότητα: Ο εργάτης κατέχει ένα σύνολο
δεξιοτήτων και γνώσεων που είναι απαραίτητο στη χρησιμοποίηση του εργαλείου. Το
δεσπόζον επομένως είναι ο εργάτης και οι δεξιότητές του, άρα και οι σχέσεις των
εργατών μεταξύ τους. Το δεσπόζον δεν είναι ακόμη η αυτοτελής οργάνωση, οι
σχέσεις των μέσων παραγωγής μεταξύ τους.
Στην εποχή
της μεγάλης βιομηχανίας, καθώς τελειοποιούνται και αυτοματοποιούνται τα
εργαλεία, η βασική αρχή της οργάνωσης της εργασίας είναι η συνεχής είσοδος στην
εργασία μηχανικών λειτουργιών (λειτουργίες του συστήματος των μηχανών). Η
παραγωγική διαδικασία προβάλλει βαθμιαία όχι σαν υποταγμένη στην άμεση
επιδεξιότητα του εργάτη, αλλά σαν τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. «Η τάση
του κεφαλαίου είναι να δίνει επιστημονικό χαρακτήρα στην παραγωγή και η άμεση
εργασία του εργάτη να υποβαθμίζεται σε απλό συστατικό στοιχείο αυτής της
διαδικασίας» (Μαρξ, Grundrisse, τομ. 2, σελ. 533). Μαζί με το εργαλείο περνάει
από τον εργάτη στη μηχανή και η δεξιοτεχνία του χειρισμού του. Έτσι αλλάζει
πλέον η σχέση του εργάτη με τα μέσα εργασίας: Η σύγχρονη εργαλειομηχανή
παρεμβάλλεται αυτοτελώς ανάμεσα στον εργάτη και το αντικείμενο εργασίας, αποκτά
δεσπόζοντα ρόλο στην παραγωγή, εγκαθιδρύει μια νέα ενότητα που είναι η σχέση
μέσου και αντικειμένου εργασίας. Ο χειριστής - εργάτης εποπτεύει, βάζει κάποιες
πινελιές, κάνει την τελική συναρμολόγηση του προϊόντος, η αυτόματη μηχανή το
κατασκευάζει. Τα μέσα εργασίας οργανώνονται πλέον σε αυτοτελές σύστημα μηχανών
το οποίο εμπεριέχει τις κύριες δημιουργικές δεξιότητες για την παραγωγή. Αυτή η
νέα σχέση μέσου και αντικειμένου εργασίας όπου το μέσο - εργαλειομηχανή
εμφανίζεται πλέον όχι απλώς ως «ο κληρονόμος» των δεξιοτήτων του εργάτη αλλά ως
το σχετικά αυτοτελές τμήμα της παραγωγής που οφείλει από την ίδια την
καπιταλιστική παραγωγή να τελειοποιείται συνεχώς διά της επιστημονικής
«καινοτομίας», ώστε να λειτουργεί ο αιώνιος νόμος του καπιταλισμού, ο
ανταγωνισμός, δημιουργεί τους υλικούς όρους για να μετατρέπεται η επιστήμη επί
κεφαλαιοκρατίας σε άμεσα παραγωγική δύναμη. Και ως άμεση παραγωγική δύναμη, δεν
μπορεί παρά να υπαχθεί κλιμακωτά, αντιφατικά και άμεσα στο κεφάλαιο. Έτσι όμως
οι επιστημονικές γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια
κερδώας αποδοτικότητας. Κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες - προϊόντα,
προσανατολισμένα στα κελεύσματα της αγοράς. Εντός αυτών των ορίων βαθαίνει η
μερικότητα, η υπερειδίκευση, η ποιοτική αλλαγή, η ενίσχυση και εμφάνιση νέων
ταξικών φραγμών στη γνώση. Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι σπουδές, αντί να
προσφέρουν πρόσβαση σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα, παρέχουν περισσότερο
θραύσματα γνώσης, άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων, που αλλάζουν με βάση τις
τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα
γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις, δεν συνιστούν
γνώση. Οδηγούν στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, δηλαδή της
θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιον κόσμο καλείται να
ζήσει. Εδώ φωλιάζει ο σύγχρονος σκοταδισμός, ο πυρήνας των νέων ταξικών
φραγμών, της σχετικής μορφωτικής εξαθλίωσης .
Η αστική τάξη
ακολουθεί μια ανομολόγητη, αυστηρά σχεδιασμένη πολιτική πάνω στη γνώση και στην
επιστήμη. Που καθορίζεται από το γεγονός πως η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία
δεν μπορεί να συνδεθεί με θετικές ελπίδες και επαγγελίες. Να υποσχεθεί
βελτιώσεις στη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας, στη βάση των σύγχρονων
ανθρώπινων αναγκών και δυνατοτήτων. Γι’ αυτό και δεν προβάλλεται ως ο καλύτερος
δυνατός κόσμος, αλλά ως ο μόνος δυνατός. Αυτό ερμηνεύει και το εύκολο ξέφτισμα
των σύγχρονων άκαμπτων αστικών ιδεολογικών κατασκευών (τέλος ιστορίας,
εργασίας, πολιτικής, ιδεολογιών - πόλεμοι πολιτισμών - μετακαπιταλιστική
κοινωνία). Απαντά στο γιατί «χωνεύτηκαν» τόσο γρήγορα οι θριαμβολογίες για τις
καταρρεύσεις (καθώς η νίκη απέναντι σε μια καρικατούρα αντιπάλου δεν
αποδεικνύει εξ ορισμού και την υπεροχή του νικητή).
Κάθε
επιστημονικό πεδίο αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, συχνά καλυμμένο από θεοκρατικές,
μη επιστημονικές αντιλήψεις που εντείνουν τη σύγχυση και την αδυναμία των νέων
ανθρώπων να κατανοήσουν τη ζωή. Η επιστήμη διατρέχεται από την ιδεολογία και η
ίδια συντελεί στην παραγωγή ιδεολογίας. Υπηρετείται από επιστήμονες οι οποίοι
κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία, φέρουν τους δικούς τους πολυποίκιλους
επηρεασμούς. Επομένως, με βάση τα παραπάνω, η επιστήμη δεν είναι και δεν μπορεί
να είναι ιδανικό βασίλειο του ορθού λόγου. Είναι ένα διαρκές γίγνεσθαι με τις
αντιφάσεις του. Η ίδια η επιστήμη διά επιστημόνων εκτρέφει και την άρνηση της!
Οι κοινωνικές
επιστήμες για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αποτελούν ένα πανόραμα της ζωής και
της εξέλιξης του ανθρώπου, γνώσης σημαντικών μορφών της ανθρώπινης κοινωνικής
συνείδησης. Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας
διαμορφώνεται και ο ίδιος παράλληλα με τον αγώνα για να αποσπάσει τα προς το
ζην από τη φύση. Ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Σε
σύγχρονες επιστήμες κοινωνικού περιεχομένου όμως, η κυριαρχούσα αντίληψη
επιχειρεί να παρουσιάσει τη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία ως παντοτινή,
εναρμονισμένη στην «αιώνια φύση του ανθρώπου». Ότι η ανθρώπινη φύση, δήθεν,
είναι που οδηγεί στην κοινωνικότητα, στην έμφυτη τάση της ανάγκης της
θρησκείας. Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων προκύπτει, γράφουν,
από την ίδια τους τη φύση. Το κέρδος και η μεγιστοποίησή του παρουσιάζονται ως
φυσική και φυσιολογική αναγκαιότητα, που πηγή του είναι η εξυπνάδα, το ρίσκο, η
επιχειρηματικότητα. Στη φύση δήθεν του Έλληνα είναι η δημοκρατία και το
δαιμόνιο του επιχειρηματία. Έτσι όμως η φύση εμφανίζεται ως «οπαδός» του
καπιταλισμού και ο άνθρωπος εμφανίζεται ως άνθρωπος πριν καν γίνει κοινωνικό
ον. Στη δε σχέση ατόμου κοινωνίας εμφανίζεται το άτομο να καθορίζει κυρίως την
κοινωνία και όχι το αντίθετο. Το ίδιο το κράτος συχνά παρουσιάζεται όχι ως
ιστορικό δημιούργημα της αστικής τάξης –και επομένως στην υπηρεσία της– αλλά ως
εκφραστής της ομαλής λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων, των αναλλοίωτων και
ενιαίων δήθεν συμφερόντων των πολιτών.
Στις
ιστορικές επιστήμες κυριαρχεί η πλήρης αποσιώπηση του ρόλου των τάξεων και της
αναμεταξύ τους πάλης, η ανερμήνευτη παράθεση γεγονότων, η απόκρυψη άλλων, η
αποσπασματικότητα που αίρουν τη δυνατότητα σφαιρικής προσέγγισης των γεγονότων.
Το
περιεχόμενο των θετικών επιστημών ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους.
Ο πρώτος, ο κύριος, απορρίπτει στην πράξη τη γενίκευση των συμπερασμάτων των
θετικών επιστημών, τις σφοδρές φιλοσοφικές τους επιδράσεις, την αξία της
θεωρητικής τους προσέγγισης στα θεμελιακά προβλήματα του κόσμου. Και τις
περιχαρακώνει στο πεδίο των ατράνταχτων δήθεν επιστημονικών, χειροπιαστών
αποδείξεων. Ο άλλος πόλος τις συνδέει, πιο ορατά κατά περιόδους στη βιολογία
και αστρονομία, με θεοκεντρικές κυρίως απόψεις για τη δημιουργία του σύμπαντος
και του ανθρώπου.
Ανάμεσά τους,
σαν αναγκαίο κακό, εμφανίζονται απόψεις που τείνουν προς κάποιο έωλο,
αναπόδεικτο υλισμό. Σαν αποτέλεσμα στη φυσική και χημεία, η υλικότητα του
κόσμου, η ενότητα και η αλληλουχία των φυσικών φαινομένων, η πολυμορφία των
διαφόρων μορφών της ύλης και το ανεξάντλητό της, η σχέση ανάμεσα στο αίτιο και
το αποτέλεσμα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ιστορικότητα αλλά και η χρησιμότητα
των επιστημονικών μοντέλων, η επίδρασή τους στη φιλοσοφία, δίνουν τη θέση τους
στην άποψη ότι περίπου αυτή είναι η τελική άποψη της φυσικής με αμφίβολη για
τους διδασκόμενους την καθημερινή χρησιμότητά της.
Τα
μαθηματικά, ο κλάδος που αντικειμενικά καλλιεργεί τη φαντασία και το
συλλογισμό, που «δείχνουν τις σχέσεις των πραγμάτων από τη σκοπιά της τάξης,
του αριθμού και της έκτασης» (Λένιν, Φιλοσοφικά Τετράδια) μετατρέπονται σε ένα
ακατάληπτο σύνολο μυστηριακών φορμαλισμών, ξεκομμένων από τη ζωή και τη φύση.
Η
υποκατάσταση και η ανάμιξη της επιστημονικής γνώσης με τη μυθοπλασία, την
αποσπασματικότητα και τη θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι το
μοναδικό πρόβλημα. Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ εισάγεται τώρα η ωφελιμιστική
αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, σε αυτή τη νέα εποχή
χρήσιμη είναι μόνο η επιστημονική γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές». Έτσι
όμως, ενώ η κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπτύσσει την επιστήμη, επιχειρεί
ταυτόχρονα την οριοθέτησή της στα ασφυκτικά όρια των σκοπών και των αντιφάσεων
της αγοράς.
Εκτός της
κοινωνίας, η ίδια η φύση όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αέναη κίνηση, μια
αέναη ανανεωνόμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. Η διαρκής κίνηση, η
δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των σωματίων, η γένεση και
το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, το επιβεβαιώνουν. Ο επιχειρούμενος επομένως
περιορισμός και η σχεδιαζόμενη οριοθέτηση της επιστήμης είναι ανέφικτα και
τελικά μάταια. «Το αιώνιο μυστήριο αυτής της φύσης στην αιώνια κίνησή της, στην
αέναη κίνηση του χώρου, του χρόνου και του σύμπαντος, είναι η ίδια η δυνατότητα
κατανόησής της», σημείωνε ο Αϊνστάιν.
Ενισχύονται οι δυνάμεις αμφισβήτησης
Τα σύγχρονα
επιστημονικά και τεχνολογικά άλματα στη δυναμική τους εξέλιξη, μετά την
ανακάλυψη των προσωπικών υπολογιστών, του αυτοματισμού και της βιοτεχνολογίας,
σε συνδυασμό με τις μεταβολές στις παραγωγικές σχέσεις –κυρίως στις σχέσεις
ιδιοκτησίας– εμπεριέχουν την τάση να προκαλούν βαθύτερες πλέον αναστατώσεις και
κρίσεις στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Να διαμορφώνουν –παρά το αντίθετο που
«φαίνεται»– προϋποθέσεις για νέους γύρους εργατικής αμφισβήτησης και κλονισμών της
αστικής κυριαρχίας.
Σε λίγο
διάστημα θα φυτεύουν μαζικά –ήδη γίνεται στη Γουατεμάλα– καλαμπόκι και με ένα
«προγραμματισμένο» βακτήριο, προϊόν της βιοτεχνολογίας, θα παράγεται καύσιμο
μηχανών. Με σοβαρές αναταράξεις στη γεωστρατηγική σημασία χωρών και αρνητικές
συνέπειες στη γεωργία. Με μύκητες μπορούν να παράξουν εξαιρετικά λεπτές ίνες
πολλαπλά ανθεκτικότερες του ατσαλιού, που θα ανατρέψουν δεδομένα σε μεταφορές,
συγκοινωνίες και οικοδομές. Η τρισδιάστατη εκτύπωση κρύβει μέσα της την ελπίδα
για φτηνή, υψηλής ποιότητας κατοικία, τη διατάραξη των όρων καπιταλιστικής
οικοδομικής δραστηριότητας. Η εφαρμογή της σύγχρονης φυσικής στους υπολογιστές
πολλαπλασιάζει τον όγκο αποθήκευσης πληροφοριών, την ταχύτητα μεταφοράς τους,
με σοβαρές επιπτώσεις στους ρυθμούς ροής του κεφαλαίου, στην επικοινωνία των
ανθρώπων, στην οργάνωση και εκμετάλλευση της εργασίας. Με πρωτόγνωρες
δυνατότητες ώστε με λίγα ευρώ για την αγορά ενός σκληρού δίσκου να μπορεί να
απολαμβάνει «ακόμη και η υπηρέτρια» όλο το συσσωρευμένο ανθρώπινο πλούτο στην
τέχνη. Η εφαρμογή μαγνητικών πεδίων επιτρέπει ήδη την κίνηση «ιπτάμενων»
τρένων, μεσοπρόθεσμα και αυτοκινήτων, με εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες και
μικρότερα ποσά καυσίμων. Η διείσδυση «στον πιο κοντινό και ταυτόχρονα στον πιο
μακρινό ως πρόσφατα κόσμο», στο εσωτερικό των σωματιδίων, στον ανθρώπινο
εγκέφαλο και στο εσωτερικό της γης, δημιουργεί ποιοτικά νέους όρους στην
ιατρική και στο μετασχηματισμό της φύσης.
Αντίθετα
επομένως από αυτό που φαίνεται πως ισχύει, οι υλικές δυνάμεις που αμφισβητούν την
αστική κυριαρχία έχουν την αντικειμενική τάση, στη σημερινή νέα εποχή, να
αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο απ’ τις δυνάμεις της
συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Ας αναλογιστούμε
πάνω στη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της διανοητικής εργασίας
στην παραγωγή, σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου.
Στον χρόνο που απελευθερώνει η επιστήμη και η εργασία σε σχέση με τη χωρίς
προηγούμενο κλοπή του χρόνου εργασίας και ζωής από τους καπιταλιστές. Πάνω στη
δυνητική ποιότητα του ίδιου του χρόνου εργασίας, σε σχέση με την αποξενωτική
σύγχρονη ηλεκτρονική αλυσίδα της καπιταλιστικής γαλέρας. Στις νέες δυνατότητες
μετασχηματισμού της σχέσης κοινωνίας - φύσης σε σχέση με τη βάρβαρη καπιταλιστική
πολιτική. Στη σημερινή και στην προοπτική της ίδιας της παραγωγικότητας για την
πρωτοφανή κάλυψη ανθρώπινων αναγκών σε σχέση με την πείνα, την κανιβαλική
αστική πολιτική εκμετάλλευσης των εργατών.
ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Έκρηξη παραγωγικών δυνάμεων
ΟΙ ΥΛΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την
εκμετάλλευση της εργασίας, η σύγχρονη έκρηξη της επιστήμης και της τεχνικής
οδηγεί σε νέους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, με
«παράδοξες» όμως επιδράσεις. Απ’ τη μια αυξάνει το ποσοστό άντλησης σχετικής
υπεραξίας, απ’ την άλλη, μακροπρόθεσμα, προκαλεί προϋποθέσεις βαθύτερης
διαταραχής, κρίσης στη δυναμική της: Το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε
φορά στα νέα σύγχρονα μέσα παραγωγής (προγράμματα και αυτοματοποιημένες
μηχανές) και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να είναι όλο και
μεγαλύτερο απ’ το τμήμα που επενδύεται σε εργάτες που παράγουν εκ νέου
υπεραξία. Άρα το επενδυόμενο σταθερό κεφάλαιο σε σύγχρονες μηχανές και
προγράμματα ανά εργάτη αυξάνει. Εντείνεται πλέον σταθερά η τάση παραπέρα μείωσης
της ποσότητας της ζωντανής εργασίας, σε σχέση με τον όγκο του σταθερού
κεφαλαίου που αυτή θέτει σε λειτουργία. Η ζωντανή όμως εργασία αποτελεί τη
μοναδική πηγή υπεραξίας. Άρα η παραγωγικότητα της εργασίας στη νέα εποχή τείνει
να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της
αύξησης. Επομένως η αύξηση της παραγωγικότητας, εφ’ όσον οι μισθοί δεν
μειώνονται, προκαλεί πλέον μακροπρόθεσμα κρίση στους ρυθμούς αύξησης της
σχετικής υπεραξίας. Η «ευέλικτη εργασία» και ο μόνιμος συνοδός της, η μεγάλη
μείωση μισθών, αποτελεί τη σταθερή στρατηγική απάντηση της αστικής πολιτικής
γιατί ακριβώς τείνει να αναιρεί την κρίση της δυναμικής της σχετικής υπεραξίας.
Να αναχαιτίζει σχετικά την τάση μείωσης της ζωντανής εργασίας. Να χρησιμεύει
στη μυστικοποίηση των νέων μορφών εκμετάλλευσης κάτω από το πρόσχημα της
καταπολέμησης της ανεργίας που το ίδιο το κεφάλαιο προκαλεί.
Στο βάθος των κρίσεων υπερσυσσώρευσης,
πίσω από τη σημερινή κρίση, από τα προβλήματα της πτωτικής τάσης του ποσοστού
κέρδους, βρίσκεται η απογείωση των παραγωγικών δυνάμεων που συντελείται με
ιδιαίτερα αλματώδη τρόπο ήδη από τη δεκαετία του ’90, λόγω ακριβώς της
συντελούμενης ιδιαίτερης έκρηξης της επιστήμης και των τεχνολογικών εφαρμογών
της. Απογείωση που δεν συμβαίνει «όπως πάντα και όπως συνήθως στον
καπιταλισμό», σύμφωνα με τις παγιωμένες αντιλήψεις στην Αριστερά. Μόνο από το
1970 ως σήμερα έχει περίπου εξαπλασιασθεί, ρεκόρ για όλες τις εποχές, η
συνολική παραγωγικότητα της εργασίας. Βρίσκεται η απογείωση της παραγωγικής
δύναμης της εργασίας, του εργάτη της νέας εποχής, που δεν χωρά, αυτή πρωτίστως
από τις παραγωγικές δυνάμεις, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της νέας εποχής.
Γι’ αυτό και πρέπει μόνιμα να «προσαρμόζεται». Έτσι όμως δημιουργείται ένα
καινούριο, δυνάμει εκρηκτικό, κοινωνικό σώμα που αποτελείται από το
«μεταναστοποιημένο επιστήμονα», τον Αφγανό μετανάστη με το κινητό, τον σύγχρονο
και παλιό εργάτη και τον αυτοαπασχολούμενο που τα χάνει όλα. Συνολικά η
σημερινή εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνικής, των παραγωγικών
δυνάμεων, ενώ από τη μια βρίσκεται σε μια «τρέχουσα» θα λέγαμε αντιστοιχία με
το καπιταλιστικό σύστημα, απ’ την άλλη τείνει να έρχεται σε βαθύτερη
αναντιστοιχία και σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο σύγκρουσης μαζί του. Ο
λεγόμενος νεοσυντηρητισμός, νεοφιλελευθερισμός ή όπως αλλιώς λέγεται ο
σύγχρονος κοινωνικός πόλεμος του κεφαλαίου με όλα του τα μπλε, πράσινα, ροζ ή
μιξάζ χρώματα, οι πολιτικές σταθεροποίησης είναι η αντικειμενική τάση αυτής της
απάνθρωπης ανάπτυξης και κρίσης, είναι ο καπιταλισμός της εποχής μας στα ακραία
του όρια. Οι απόπειρες της κεντροαριστεράς εκπροσωπούν την προσπάθεια θωράκισης
αυτής της παντοδυναμίας και εξασφάλισης εφεδρειών απέναντι στις αναπτυσσόμενες
και διαρκώς αναγεννώμενες τάσεις στρατηγικότερης απάντησης και στις δυνατότητες
χειραφέτησης της εργασίας. Στον καπιταλισμό «κάθε τι κλειστό και σταθερό
εξατμίζεται, κάθε τι ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να
αντικρούσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις
τους». Αν αυτό ίσχυε την εποχή του Μανιφέστου, σε περιόδους κρίσεων όπως τη
σημερινή και επομένως και στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις όπως αυτές
παρουσιάζονται, ισχύει περισσότερο παρά ποτέ.