Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

ΘEMA: Η Ε.Ε μετά τη σύνοδο κορυφής

Σκληρή λιτότητα για πάντα
  

Τον Δεκέμβρη θα γίνουν γνωστοί οι ακριβείς όροι της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που πρότεινε η Γερμανία και αποδέχθηκαν χωρίς αντιρρήσεις οι υπόλοιποι 26 ηγέτες της ΕΕ στην τελευταία σύνοδο κορυφής. Σε κάθε περίπτωση, θα περιλαμβάνουν σκληρή λιτότητα επ’ άπειρον καθώς ο λογαριασμός θα μεταβιβάζεται πριν απ’ οπουδήποτε αλλού, στο λαό της υπερχρεωμένης χώρας.









  
Αναθεωρούν τη Συνθήκη της Λισσαβόνας
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ Η ΕΕ



Ακόμη και οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς τρόμαξαν αξιολογώντας τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής της ΕΕ το διήμερο 28-29 Οκτωβρίου, όπως φάνηκε από σημείωμα της σύνταξής τους την επομένη, που ξεκινούσε με τα ακόλουθα:
«Το αποτέλεσμα της συνόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή την εβδομάδα ήταν διδακτικό ως μια απόδειξη για το πού βρίσκεται η δύναμη στην Ευρώπη. Οι ίδιοι ηγέτες της ΕΕ που είχαν αρνηθεί επί μήνες την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισσαβόνας, την Παρασκευή άλλαξαν τακτική και αποδέχτηκαν μια πρόταση για περιορισμένες μεταβολές. Δεν ήταν δύσκολο να ανακαλυφθεί ο λόγος: Ήταν πρόταση της Γερμανίας.  

Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα για το πώς τα προβλήματα χρέους της ευρωζώνης έχουν οδηγήσει τη Γερμανία να αποκτήσει έναν ηγετικό ρόλο, ακόμη πιο διακεκριμένο σε σχέση με τις μέρες που προηγήθηκαν της κρίσης». Και συμπλήρωνε λίγες αράδες παρακάτω η βρετανική εφημερίδα: «Όπως
δείχνει αυτό το παράδειγμα, το μέλλον της Ευρώπης εναπόκειται
να διαμορφωθεί σε αυξανόμενο βαθμό από θεσμούς, ανθρώπους και γεγονότα στη Γερμανία»! Η απόλυτη επιτυχία που σημείωσε το Βερολίνο στην προώθηση
των πολιτικών του στόχων φάνηκε κι από τα λόγια της γερμανίδας καγκελαρίου
στη συνέντευξη Τύπου με το πέρας της συνόδου: «Συνολικά, είμαι απόλυτα ικανοποιημένη», δήλωσε! Οι αποφάσεις της συνόδου αφορούσαν ένα και μοναδικό θέμα: Tην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβώνας επί το συντηρητικότερο, με απώτερο ζητούμενο τη θεσμοθέτηση της «ελεγχόμενης»
ή «συντεταγμένης χρεοκοπίας» των υπερχρεωμένων κρατών μελών
της ΕΕ. Οι λεπτομέρειες του σχεδίου θα ανακοινωθούν στη Σύνοδο Kορυφής
του Δεκεμβρίου από τον πρόεδρο της ΕΕ, βέλγο, Χέρμαν βαν Ρομπέι.
Και μόνο αυτή η απόφαση συνιστά πισωγύρισμα, μια νέα αντιδραστική τομή, δίπλα στις πολλές που έχουν σημειωθεί το 2010 αλλάζοντας ριζικά το ρόλο
και το χαρακτήρα της ΕΕ. Συνιστά βήμα προς τα πίσω γιατί όλο το ενδιαφέρον των ευρωπαίων ηγετών επικεντρώθηκε στο πώς θα αναθεωρηθεί μεν η συνθήκη
της Λισσαβόνας, χωρίς όμως η αναθεώρηση να εμφανιστεί ως τέτοια.
Κι αυτό γιατί η προηγούμενη αναθεώρηση του συνταγματικού χάρτη της ΕΕ
διήρκεσε δέκα σχεδόν χρόνια, λόγω της απόρριψής της, σε όσες χώρες
ο λαός τους κλήθηκε να πει τη γνώμη του με δημοψήφισμα. Έτσι το ευρωσύνταγμα πήρε τη μορφή της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Για να αποφύγουν επομένως μια διαδικασία δημόσιας συζήτησης για το έκτρωμα που ετοιμάζουν, θα υποστηρίξουν πως οι αλλαγές γίνονται στο πλαίσιο της δυνατότητας που προσφέρει το άρθρο 48.6 της συνθήκης, υπό τον όρο να εγκριθούν με ομοφωνία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Προϊόν πραξικοπήματος θα είναι δηλαδή οι αλλαγές που κυοφορούνται, όπως ακριβώς αρμόζει στο αντιδραστικό τους περιεχόμενο.

Ανεξέλεγκτη λιτότητα φέρνει η χρεοκοπία




Για γέλια ήταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με το πέρας των εργασιών της συνόδου όταν δήλωνε περιχαρής ότι …νίκησε, επικαλούμενος την αντίρρηση που εξέφρασε στο θέμα της αναστολής του δικαιώματος ψήφου για τις δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες. Η απάντηση που ερχόταν στο στόμα όσων παρακολουθούσαν τα επίμαχα ζητήματα της συνόδου ήταν «συγγνώμη κύριε πρόεδρε, αλλά άλλο ήταν το θέμα της αντιπαράθεσης».
 Γιατί το διακύβευμα της Συνόδου Kορυφής δεν ήταν οι ποινές που θα αντιμετωπίσουν όσες χώρες μέλη του ευρώ διατηρούν χρέος και έλλειμμα άνω των ορίων που θέτει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, δηλαδή 60% και 3% του ΑΕΠ. Ένα θέμα το οποίο η Γερμανία άνοιξε μεν αλλά δεν επέμεινε μέχρι τέλους, χωρίς να το αποσύρει κιόλας από το τραπέζι. Το τι ακριβώς θα συμβεί με αυτό το θέμα στο οποίο αντιτάχθηκαν 22 από τους 27 ηγέτες και ο ίδιος ο πρόεδρος της Επιτροπής, M. Μπαρόζο, που το χαρακτήρισε απαράδεκτο, θα γίνει γνωστό το Δεκέμβρη.

Το ζητούμενο αντίθετα για τη Γερμανία ήταν να αποφασιστεί τι θα γίνει το 2013, όταν θα λήξει η διάρκεια ζωής του ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSF), με προίκα ύψους 440 δισ. ευρώ ο οποίος δημιουργήθηκε τον Μάιο. Με άλλα λόγια, το ερώτημα προς απάντηση είναι ποιος μόνιμος μηχανισμός θα διαδεχθεί την παροχή ρευστού που προσωρινά απέτρεψε την επέκταση της κρίσης την περασμένη άνοιξη. Κι η απάντηση που κατοχύρωσε η Γερμανία, χωρίς να διατυπωθεί καμιά αντίρρηση, ήταν η ελεγχόμενη χρεοκοπία. Προκαλώντας μάλιστα την ασυνήθιστα έντονη αντίδραση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ, η Μέρκελ πρότεινε μέρος του κόστους να αναλάβουν οι τράπεζες.

Για να γίνει κατανοητή η πρότασή της, αξίζει να σταθούμε στη σκοτεινή όψη της εκτίναξης των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων, όπου η άνοδος των επιτοκίων δεν συνοδεύεται από έλλειψη αγοραστών, όπως θα ήθελε μια συμβατική ανάλυση προσφοράς και ζήτησης ενός νεοκλασικού εγχειριδίου. Αυτό που συμβαίνει τις περισσότερες φορές στην πράξη είναι ότι η (τεχνητή στην ουσία της) άνοδος των επιτοκίων συμβαδίζει με μια υπερκάλυψη των εκδόσεων, καθώς όλες οι τράπεζες τρέχουν να αγοράσουν ομόλογα από υπερχρεωμένα κράτη λόγω των ελκυστικότατων αποδόσεών τους.
 Ο κίνδυνος δε που αναλαμβάνουν είναι στην πράξη ανύπαρκτος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες με τους πακτωλούς ρευστού που απελευθερώνουν, λειτουργούν σαν ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνοντας να καλύψουν ακόμη και τις τοποθετήσεις του πιο υψηλού ρίσκου, καθώς εγγυώνται την αποπληρωμή τους. Αυτό συνέβη όχι μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά όλης της ΕΕ, ακόμη και στις ΗΠΑ, με διαφορετικό φυσικά τρόπο σε κάθε περίπτωση. Το αίτημα επομένως της Μέρκελ (να πληρώνουν και οι κάτοχοι των ομολόγων για τις υπερχρεωμένες χώρες) δεν είναι αυθαίρετο. Μπορεί επίσης να συναντήσει λαϊκή απήχηση.

Προκάλεσε ωστόσο ισχυρές αντιδράσεις (και δεν αναφερόμαστε στους τοποτηρητές των συμφερόντων των τραπεζών, όπως ο Ζ. Κλ. Τρισέ) επειδή θα επιφέρει μια ώρα αρχύτερα τη χρεοκοπία πολλών κρατών καθώς βάζει τον ιδιωτικό τομέα να γίνει προληπτικός τιμωρός όσων κρατών διατηρούν χρέη και ελλείμματα. Το αποτέλεσμα θα είναι να εξαφανιστεί ακόμη και αυτό το «μαξιλάρι» που προσέφερε έναντι γενναίων ανταλλαγμάτων ο ιδιωτικός τομέας σε όσα κράτη εμφάνιζαν ελλείμματα, από τη στιγμή που απαγορεύτηκε στο δημόσιο τομέα να τυπώνει χρήματα για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του. Κλείνει έτσι και η μοναδική οδός διαφυγής που είχαν τα κράτη για να ανταποκρίνονται στις ποικιλώνυμες χρηματοδοτικές τους ανάγκες. Το πρώτο αποτέλεσμα επομένως της επιβολής και επίσημα πλέον ενός εκ των προτέρων γνωστού προστίμου σε όσους (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια κ.ά.) χρηματοδοτούν ελλειμματικά κράτη θα είναι να αυξηθούν κατακόρυφα οι πιέσεις για κατάργηση των ελλειμμάτων. Ο κίνδυνος της χρηματοδοτικής ασφυξίας θα είναι τότε άμεσος και ορατός διά γυμνού οφθαλμού.

Η «ελεγχόμενη χρεοκοπία» θα σημάνει τον οριστικό ενταφιασμό των κοινωνικών κατακτήσεων όλης της μεταπολεμικής περιόδου γιατί, δημιουργώντας τους όρους μιας ΕΕ και ευρωζώνης δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων με κράτη μέλη που θα εξέρχονται προσωρινά μέχρι να φρονηματιστούν, θα έχει ως προϋπόθεση την επιβολή ακόμη αυστηρότερων προγραμμάτων λιτότητας, από αυτό που επέβαλλε το μνημόνιο στην Ελλάδα.
Τα ιστορικά παραδείγματα βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.



ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ:
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ
Το δίλημμα είναι σύγκρουση ή συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό

Πικρή είναι η διεθνής εμπειρία από την αναδιάρθρωση του χρέους που θέλει να επιβάλει η Γερμανία μέσω της ελεγχόμενης χρεοκοπίας καθώς σε όλο τον κόσμο η πιο φιλόδοξοι στόχοι διαγραφής και επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους μετεξελήχθηκαν σε προγράμματα λιτότητας. Eγγύηση πως η παύση πληρωμών δεν θα γυρίσει μπούμερανγκ αποτελεί η ενεργή παρέμβαση του εργατικού και λαϊκού κινήματος.


Ηταχύτητα με την οποία έσπευσε ο Θόδωρος Πάγκαλος, με συνέντευξή του την προηγούμενη Κυριακή στο Βήμα, να δηλώσει έτοιμος να φέρει σε πέρας την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, στον αντίποδα των πρωθυπουργικών διαβεβαιώσεων ότι δεν υφίσταται θέμα, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα (πιθανά μαζί με την Ιρλανδία) θα είναι η πρώτη χώρα όπου θα δοκιμασθεί το γερμανικό σχέδιο «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» ή αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της, έτσι ώστε τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού να μην υποστούν μετάσταση, απειλώντας το ευρώ. Επίσης, αθώοι δήθεν υπαινιγμοί του πρωθυπουργού («γιατί όχι, αν μας προταθεί και είναι συμφέρον;») και ανταποκρίσεις ελλήνων δημοσιογράφων από την Ουάσινγκτον, όπως του Μιχ. Ιγνατίου, που κάνουν λόγο για συμφωνία παράτασης κατά πέντε έτη της περιόδου αποπληρωμής του δανείου του ΔΝΤ με μια ταυτόχρονη αύξηση του επιτοκίου από 0,4% σε 0,7%, καθιστούν σαφές ότι ήδη καταστρώνονται σχέδια και εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια. Στο πλαίσιό τους εντάσσεται και η σκέψη παραγραφής των απαιτήσεων των ασφαλιστικών ταμείων από το Δημόσιο στη βάση των ομολόγων που έχουν αγοράσει, κάτι που θα οδηγήσει στη χρεοκοπία του ασφαλιστικού συστήματος. Η αναγκαιότητα των σχεδίων αναδιάρθρωσης του χρέους υπαγορεύεται από την αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες αποπληρωμής του δημόσιου χρέους που ανέλαβε με την υπογραφή του μνημονίου.

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης ωστόσο που θα επιβληθεί με πρωτοβουλία των τραπεζιτών και της Γερμανίας (αυτών δηλαδή που όχι μόνο ευθύνονται για την εκτίναξη του χρέους αλλά έχουν και κάθε συμφέρον από την αποπληρωμή του) δεν θα εξυπηρετεί την ανακούφιση των εργαζομένων ή την ελάφρυνση των δημόσιων οικονομικών από ένα βάρος που ξεπερνάει τις δυνάμεις τους. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα έχει ως αναγκαίο συστατικό νέα μέτρα λιτότητας, έτσι ώστε να εξευρεθούν επιπλέον πόροι που θα επιτρέψουν την αποπληρωμή του και κυρίως θα αποτρέπει προσωρινά το ενδεχόμενο κήρυξης παύσης πληρωμών, δίνοντας μια συγκυριακή ανάσα.

Άφθονα παραδείγματα από το παρελθόν, όπου το δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε με πρωτοβουλία του ιμπεριαλισμού και ως απάντηση (και διαστρέβλωση ταυτόχρονα) στο ογκούμενο κίνημα διαμαρτυρίας με αίτημα την κατάργηση του δημόσιου χρέους του Τρίτου Κόσμου, καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολα τα αποτελέσματα της αναδιάρθρωσης ή παραγραφής μέρους του χρέους. Ο λόγος έγκειται στους όρους που συνόδευσαν την αναδιάρθρωση, από τη στιγμή που έγινε με πρωτοβουλία των πιστωτών.

Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί η πρωτοβουλία των «Βαριά Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών» (HIPC) που ανακοινώθηκε τον Οκτώβρη του 1996. Δεν κράτησε πολύ η ανακούφιση που συνόδευσε την είδηση ότι η παραγραφή μέρους των χρεών των φτωχών χωρών έπαυε να είναι υπόθεση της Λέσχης του Παρισιού που είχε την ευθύνη για την επανεξέταση των διακρατικών διμερών δανειακών συμβάσεων όλη τη μεταπολεμική περίοδο, εκφράζοντας με τον πιο άκαμπτο τρόπο τα ιμπεριαλιστικά και αποικιοκρατικά συμφέροντα. Kι αυτό επειδή η ευθύνη ανατέθηκε στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, που ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της υπερχρέωσης των περισσότερων χωρών του Τρίτου Κόσμου! Στόχος του προγράμματος δεν ήταν καν η διασφάλιση αναφαίρετων δικαιωμάτων των ντόπιων πληθυσμών, όπως περιγράφονται σε ντοκουμέντα του ΟΗΕ και ζητούσαν φιλανθρωπικές οεργανώσεις που πρωτοστάτησαν στο αίτημα διαγραφής. Το πρόγραμμα στόχευε «στη μείωση του εξωτερικού χρέους, ως μέρος της στρατηγικής για τη βιωσιμότητα του χρέους»! Το περιεχόμενο του όρου (βιωσιμότητα του χρέους) το όρισε με τον πιο κυνικό τρόπο ο πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Μισέλ Καμντεσύ, μιλώντας στις 14 Ιούνη 2006, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων της Λέσχης του Παρισιού: «Για μία λέσχη πιστωτών η βιωσιμότητα του χρέους αποτελεί ουσιώδη στόχο, καθώς μεγιστοποιεί τη μακροπρόθεσμη πιθανότητα να αποπληρωθεί πλήρως το χρέος… Δεν αποτελεί επομένως θέμα γενναιοδωρίας»!

Το δηλητηριασμένο φρούτο της παραγραφής μέρους των χρεών έχασε και τα τελευταία του ελκυστικά στοιχεία, όταν έγινε γνωστό πως για να ευνοηθεί μια χώρα από τις προβλέψεις της χώρια πολλών άλλων υποχρεώσεων (όπως να ξεχρεώσει ό,τι χρωστούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή, όρος που προκάλεσε νέο δανεισμό!) έπρεπε να υπογράψει μια τυποποιημένη συμφωνία με την επωνυμία Έγγραφο Στρατηγικής για τη Μείωση της Φτώχειας (PRSP) στις διατάξεις του οποίου περιλαμβάνονται όλοι οι όροι της λεγόμενης Συναίνεσης της Ουάσινγκτον (νεοφιλελευθερισμός α λα αμερικανικά). Μερικά παραδείγματα για το τι σημαίνει μείωση της φτώχειας κατά την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ είναι ενδεικτικά: Η κυβέρνηση της Ζάμπια κινδύνευσε να ξαναφεσωθεί με 1 δισ. δολ. που είχαν παραγραφεί, όταν το 2003 δεν δέχθηκε την ιδιωτικοποίηση της εθνικής της τράπεζας. Στη Νικαράγουα, παρότι η εθνοσυνέλευσή της ψήφισε πως κοινωφελείς επιχειρήσεις, όπως της ύδρευσης και του υδροηλεκτρισμού έπρεπε να παραμείνουν στα χέρια του κράτους, τέθηκε ως όρος η ιδιωτικοποίησή τους για να ενταχθεί η φτωχή κεντροαμερικανική χώρα στο πρόγραμμα μείωσης του χρέους. Στη Σενεγάλη η απειλή έγινε πράξη και μέρος του χρέους ουδέποτε παραγράφηκε για παραδειγματισμό, τιμωρώντας έτσι τη χώρα που δεν ιδιωτικοποίησε τη βιομηχανία φιστικιού – και η αποτυχία της ιδιωτικοποίησης μάλιστα έγινε παρά τη θέλησή της.
Το συμπέρασμα από την εμπειρία των «Βαριά Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών» είναι ότι η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους για το κεφάλαιο αποτελεί μια προσγείωση στην πραγματικότητα, μια άσκηση ρεαλισμού. Η σημασία επομένως επικεντρώνεται στους όρους, που στο σύνολό τους (πολιτικά και οικονομικά, δηλαδή) προσδένουν ακόμη πιο ασφυκτικά την «ευεργετούμενη» χώρα στο άρμα του ιμπεριαλισμού, του κεφαλαίου και των πιστωτών, καταφέρνοντας μάλιστα να εκσυγχρονίσουν αυτά τα δεσμά. Το ίδιο ισχύει για την παύση πληρωμών και την επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, ένα αίτημα που στρέφεται κατά του κεφαλαίου και πολύ φυσιολογικά συγκινεί και κινητοποιεί πλήθος εργαζομένων και μεσαίων στρωμάτων, καθώς φαίνεται πως δεν αρκεί για την ελάφρυνση των εργαζομένων και την απαλλαγή τους από το κοινωνικά ολέθριο βάρος της εξυπηρέτησής τους. Αντίθετα, όσο αυτό είναι υπόθεση της αστικής εξουσίας και ιμπεριαλιστικών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, εύκολα μπορεί να γίνει μοχλός επιβολής αντιλαϊκών πολιτικών και εν τέλει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πιστωτών. Οπότε το αίτημα παύσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους καταλήγει σε «φιλική» επαναδιαπραγμάτευση και αυτή μετατρέπεται σε αναδιάρθρωση, δηλαδή στο αντίθετό της.
Το βεβαιώνει ακόμη και το παράδειγμα της Αργεντινής.

0 Τοποθετησεις: