Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτελεί όχι μόνο κάτι που έγινε στο παρελθόν, αλλά κυρίως κάτι που μοιάζει σαν «πρόβα», σαν ατελής προσπάθεια για το μέλλον. Σε μια περίοδο που η καπιταλιστική κρίση και η αστική επίθεση δημιουργούν συνθήκες για το ξέσπασμα κοινωνικών εκρήξεων, η στάση της Αριστεράς απέναντι στην εξέγερση και στα στενά όρια της κυρίαρχης πολιτικής είναι κρίσιμα ζητούμενα.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΣΗΣ
Η πολιτική δυναμική της ανατροπής
Το αίμα του αδικοχαμένου 16χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, δολοφονημένου από το πιστόλι του αστυνομικού Επ. Κορκονέα, «πότισε» και θέριεψε το σπόρο της οργής και του αγώνα, που υπήρχε μέσα στο «οργωμένο» –από την καπιταλιστική κρίση και την αμφισβήτηση του συστήματος– κοινωνικό έδαφος. Δεν είναι τυχαίο ότι ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις λίγες ώρες μετά την εν ψυχρώ δολοφονία, ούτε ότι την επομένη δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, νέοι και κόσμος της Αριστεράς πραγματοποίησαν μια οργισμένη και άκρως πολιτικοποιημένη διαδήλωση προς την ΓΑΔΑ και τη Βουλή, δίνοντας το έναυσμα για τα Δεκεμβριανά της νεολαίας. Σε αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό πρόταγμα ανατροπής («Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων») και τα συνθήματα που έδεναν το «κοινωνικό» με το «πολιτικό» και την καταστολή («Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες») έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην κοινωνική επέκταση και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του Δεκέμβρη του 2008.
Το ΝΑΡ, η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς που συντονίστηκαν πολιτικά έθεσαν από τις πρώτες κιόλας ώρες την πολιτική γραμμή της ανάγκης ανατροπής της κυβέρνησης K. Καραμανλή, αλλά και κάθε επίδοξου διαχειριστή της ίδιας πολιτικής. Ταυτόχρονα, τέθηκε ο στόχος της ανατροπής της πολύπλευρης επίθεσης του κεφαλαίου και του συστήματος. Το περιεχόμενο αυτό διαπέρασε ή υιοθετήθηκε από αξιόλογα τμήματα του κινήματος, ειδικά στους φοιτητές, σε πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία, σε κέντρα αγώνα και καταλήψεις. Αναδείχθηκε η δυνατότητα της «πολιτικής γραμμής» και του κεντρικού πολιτικού στόχου να γίνεται επιταχυντής των κοινωνικών διεργασιών. Αλλά και της κοινωνικής δυναμικής να οπλίζει τις πολιτικές θέσεις, να τις γεμίζει με περιεχόμενο, να τις ελέγχει και να τις κρίνει, να τις μετατρέπει σε υλική δύναμη ή σε άψυχες διακηρύξεις.
Η ανατρεπτική, η εργατική πολιτική, που εμβρυακά εμφανίστηκε τον Δεκέμβρη, έχει άρρηκτα δεμένα το διαφορετικό περιεχόμενο με τις διαφορετικές μορφές της κυρίαρχης αστικής πολιτικής και του κοινοβουλευτισμού - θεσμολαγνείας, που ακολουθούν οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Το «Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων» εννοούνταν σαν ένας στόχος του κινήματος, σαν κάτι που θα διεκδικηθεί και θα επιβληθεί στο «δρόμο» του αγώνα. Με απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις και συνολικά από ένα πολιτικό κίνημα ανατροπής. Απεναντίας, η Αυγή της 9ης Δεκέμβρη 2008 κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο τίτλο για εκλογές και δημοκρατική διέξοδο μέσω της κάλπης, ενώ η Αλέκα Παπαρήγα ύστερα από τη συνάντηση με τον Κ. Καραμανλή την ίδια ημέρα κατήγγειλε τον... ΣΥΡΙΖΑ ότι χαϊδεύει τους κουκουλοφόρους! Ταυτόχρονα, οι πολυποίκιλες αναρχικές ομάδες λοιδορούσαν τους πολιτικούς στόχους, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια ζώνη πολιτικής εκτόνωσης διά της... εξέγερσης εδώ και τώρα.
Το ανολοκλήρωτο ποίημα του Δεκέμβρη του ΄08 είναι βέβαια πολύ πιο πολύτιμο για την υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης και απελευθέρωσης από χιλιάδες σκονισμένες εισηγήσεις και «σιγουρατζίδικα» συμπεράσματα. Οι εξεγέρσεις του μέλλοντος, εργατικές και πιο καθολικές, θα είναι ακόμα πιο βέβηλες με ότι μας κρατά στην προϊστορία της ανθρωπότητας.
Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτελεί πλέον κομμάτι της συλλογικής μνήμης του κινήματος, πολύτιμη πηγή εμπειρίας και κοινωνικής πρακτικής πάνω στην οποία οφείλουμε να σκύψουμε για να αντλήσουμε τα διδάγματα για το σήμερα και το αύριο των αγώνων και της οξείας κοινωνικής και πολιτικής αναμέτρησης. Το πρώτο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθεί κανείς είναι το πρωτότυπο, συγκρουσιακό και αντιφατικό φορτίο που φέρουν οι κοινωνικές εξεγέρσεις της εποχής μας. Ήδη στις δυο πρώτες δεκαετίες μετά την επίσημη ανακοίνωση του «τέλους της ιστορίας», η αποφασιστικότητα και η τόλμη των μαζών έρχεται να γράψει ήδη πολλές σελίδες στην ιστορία των εξεγέρσεων σε δεκάδες γωνιές του πλανήτη, με ποιοτικά στοιχεία που φέρουν το στίγμα της νέας εποχής. Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, η καπιταλιστική διεθνοποίηση συνυφασμένες με την κρίση και την έφοδο λεηλασίας των λαών γέννησε μεταξύ άλλων τις εξεγέρσεις του Σιάτλ, του Παρισιού, της Αργεντινής, της Οαχάκα.
Ο Δεκέμβρης εμπνέεται από παρόμοια κύματα ανυπακοής, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και πρελούδιο μιας νέας εποχής αναμετρήσεων, όντας εντός της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης. Χρωματίζεται επίσης και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πάλης στην Ελλάδα. Κι όταν ξεσπάει η εξέγερση στη χώρα σου, μια ιδιαιτερότητα είναι ότι δεν υπάρχει η «πολυτέλεια» της χρονικής καθυστέρησης και του όποιου γενικού στοχασμού. Η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου και ο τρόπος που τίθεται το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα καθιστούν αδήριτη ανάγκη την άμεση τοποθέτηση γύρω από την ίδια την εξέγερση. Χωρίς να αναιρείται ο πρωταρχικός ρόλος της προετοιμασίας κάθε εξέγερσης, των προϋποθέσεών της και της ιδιότυπης διαλεκτικής πολιτικής πρωτοπορίας/κοινωνικής - εξεγερτικής δυναμικής πριν και κατά τη διάρκεια της, θα ήταν λάθος να παραβλέψει κανείς ότι οι εξεγέρσεις δεν προκύπτουν «κατά παραγγελία», αλλά αντίθετα συμπυκνώνουν απρόβλεπτες δυναμικότητες εντός της ίδιας της ιστορικής κίνησης. Το περιεχόμενο και η μορφή που παίρνουν, πόσο μάλλον η προοπτική τους αποτελούν επομένως ένα ανοικτό πεδίο ηγεμονίας.
Ο ρόλος των επαναστατών και κομμουνιστών δεν είναι τότε μια αφ’ υψηλού κριτική στην ανωριμότητα των μαζών, μια αποστασιοποίηση, πόσο μάλλον περιχαράκωση και εχθρότητα απέναντι στην εξέγερση. Αντίθετα, η ίδια η ιστορική πείρα του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος δείχνει πως η μόνη θέση που αρμόζει είναι η αναγνώριση του δίκιου της εξέγερσης, η συνειδητή δράση και η πάλη για τη συνέχεια και τον προσανατολισμό στο καθοριστικό πεδίο των αναμετρήσεων. Ο Λένιν έγραφε χαρακτηριστικά: «Όταν οι μάζες παλεύουν, τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Οι κομμουνιστές πρέπει να μείνουν με τις μάζες, βλέποντας τα λάθη τους, εξηγώντας τα, προσπαθώντας να τα διορθώσουν και να πιέζουν επίμονα για την επικράτηση της ταξικής συνείδησης πάνω στο αυθόρμητο». Η αναταραχή της εξέγερσης είναι άλλωστε πεδίο καμπής, όπου κρίνεται η απότομη στροφή και η ριζική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, εκκινεί από τις αντιφάσεις της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και ανοίγει ένα ολόκληρο φάσμα δυνατοτήτων ανατροπής της. Έρχεται να θυμίσει ότι σε τελική ανάλυση η «υλική δύναμη ανατρέπεται μόνο από υλική δύναμη», ενώ αποτελεί σχολείο διαπαιδαγώγησης των ίδιων των μαζών μέσα από την πείρα τους. Εδώ επομένως θα κριθεί και η τέχνη της πολιτικής και της καθοδήγησης, η δυνατότητα της πρωτοπορίας να επιβεβαιώσει το ρόλο της όχι σε φαντασιακές αυτοαναγορεύσεις, αλλά μέσα στις αντιφάσεις της ίδιας της ιστορικής πράξης. Η τέχνη να αλληλεπιδράσει με το αυθόρμητο, αντιμετωπίζοντας το σαν πρόπλασμα του συνειδητού και να αναμετρηθεί με το μετασχηματισμό της εξεγερτικής οργής σε πολιτικό ρεύμα ανατροπής.
Αυτές οι γενικές παρατηρήσεις αποτελούν κι ένα σημαντικό πολιτικό συμπέρασμα του Δεκέμβρη του 2008. Η τοποθέτηση γύρω από την εξέγερση δίχασε την κοινωνία, αλλά και την Αριστερά, μέσα σε συνθήκες μεγάλης πόλωσης. Και η τοποθέτηση της Αριστεράς δεν ήταν δυστυχώς καθόλου αυτονόητη. Το ΝΑΡ, η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση και η αντικαπιταλιστική ριζοσπαστική Αριστερά τοποθετήθηκαν από την πρώτη στιγμή και πήραν πανελλαδικά πρωτοβουλίες για την κλιμάκωση και την εμβάθυνση του χαρακτήρα της κοινωνικής έκρηξης.
Το ΚΚΕ απ’ την άλλη κατήγγειλε την εξέγερση ως ξενοκίνητη, που «στέκεται απέναντι στο εργατικό κίνημα, στην επαναστατική πάλη για την αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό» (Ριζοσπάστης, 25 Δεκέμβρη). Ανέδειξε ως κεντρικό το ζήτημα των καταστροφών, ταυτίζοντας μάλιστα το σύνολο του κινήματος με προβοκάτορες, δεν πήρε πολιτικές, κοινωνικές ή εργατικές πρωτοβουλίες και δεν έδωσε τη μάχη της προοπτικής, καταδικάζοντας συλλήβδην την εξέγερση. Δυο χαρακτηριστικές, στο συμβολικό πεδίο, στιγμές ήταν η τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, ότι «με την πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι» και το κατάπτυστο «διήγημα» που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, με τίτλο «Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά» (Ριζοσπάστης, 28 Δεκέμβρη).
Για τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ απ’ την άλλη, η εξέγερση ήταν το πεδίο, όπου ξεδιπλώθηκαν ένα σύνολο αντιφάσεων του ίδιου του εγχειρήματος. Απ’ τη μια οφείλει να αναγνωρίσει κανείς ότι, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, τμήματά του συμμετείχαν στην εξέγερση και ότι σε γενικές γραμμές μεγάλο μέρος του έδρασε εντός της, ενώ απ’ την άλλη η πολιτική του τοποθέτησή ήταν κατά κύριο λόγο διαχειριστική. Η προοπτική της εξέγερσης εγκλωβίζονταν στο θεσμικό πλαίσιο του αριστερού κυβερνητισμού. Αχίλλειος πτέρνα, και για τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η καταγγελία της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται και ο μηχανιστικός διαχωρισμός βίαιων και ειρηνικών πρακτικών του κινήματος.
Φαίνεται λοιπόν ότι ένα ακόμη δίδαγμα του Δεκέμβρη ήταν η στάση απέναντι στη νομιμότητα και το ερώτημα αν τα όρια της αποτελούν ανυπέρβλητο όριο για τη δράση του κινήματος. Ερώτημα που σχετίζεται και με το κατά πόσον η πολύπλευρη βία του αστικού κράτους θεωρείται πρωτογενής σε σχέση με την αντι-βία του κινήματος.
Σήμερα ιδιαίτερα, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και της όξυνσης της καταστολής, τα όρια της νομιμότητας καθίστανται ασφυκτικά για οποιονδήποτε πολιτικό, οικονομικό, εργατικό κι ευρύτερα κοινωνικό αγώνα αμφισβητεί ακόμη και στοιχειωδώς την κυρίαρχη πολιτική ή έστω πλευρές της. Η στάση μας είναι ξεκάθαρη. Οι εξεγέρσεις αντικειμενικά σπάνε το περίβλημα της αστικής νομιμότητας και αναδιατυπώνουν με όρους κινήματος και ντε φάκτο τα όριά της. Η τοποθέτηση μας προφανώς και δεν δικαιώνει τη φετιχιστική καταστροφική βία των ομάδων που «ειδικεύονται» σ’ αυτή και που πολλές φορές λειτουργούν αντικειμενικά ή και υποκειμενικά προβοκατόρικα απέναντι στο κίνημα. Η στάση μας αντιλαμβάνεται όμως ποιο είναι το κύριο και ποιο το δευτερεύον ζήτημα στην εκάστοτε συγκυρία και κυρίως αντιλαμβάνεται την ουσιώδη και θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στις πρακτικές των «ειδικών της βίας» (που πρέπει να απαντιούνται από το ίδιο το κίνημα) και την αυθόρμητη κοινωνική αντι-βία του κινήματος (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις μαζικές συγκρουσιακές διαθέσεις των μαθητών).
Σε κάθε περίπτωση αντιλαμβάνεται ότι η τοποθέτηση της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι οι ίσες αποστάσεις και δικό μας κριτήριο είναι η κοινωνική νομιμοποίηση των όποιων πρακτικών και η προώθηση των πολιτικών στόχων του κινήματος. Το ερώτημα άλλωστε της νομιμότητας δεν περιορίζεται στις εξεγέρσεις, αλλά αποκτά κρίσιμη σημασία για τους συνολικούς όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης και του πολιτικού αγώνα και αναδιατυπώνεται με βάση τις σημερινές κατασταλτικές συνθήκες. Υπάρχει περίπτωση να επιτευχθεί ο πολιτικός στόχος της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, χωρίς αμφισβήτηση των σημερινών ορίων, που θέτουν κάθε απεργία παράνομη και καταχρηστική, κηρύσσουν πολιτική επιστράτευση κι εξισώνουν τη μαζική πάλη με την τρομοκρατία;
Μ’ αυτό το σκεπτικό η τοποθέτηση γύρω από το δίκιο της εξέγερσης «δένεται» με την πολιτική γραμμή του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Η αναμέτρηση με τα λάθη και τις αδυναμίες του Δεκέμβρη του 2008 με την προετοιμασία των επόμενων εργατικών Δεκέμβρηδων. Δένεται τελικά με τη στάση και πρακτική της Αριστεράς όταν ξεσπάσουν και με όποια μορφή κι αφορμή τέτοιας κλίμακας κι έντασης γεγονότα στις επόμενες καμπές της ταξικής πάλης. Έτσι απ’ την πλευρά μας τασσόμαστε με όλες τελικά τις εξεγέρσεις και τους αγώνες που φέρνουν το λαϊκό κι εργατικό παράγοντα στο προσκήνιο της ιστορικής εξέλιξης κι αναζητούμε το κόκκινο νήμα της ανατροπής που θα συνδέει το Δεκέμβρη του 2008 με το νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό του 2006-2007, την εργατική άνοιξη την 5η Μάη του 2010 και τους δεκάδες χιλιάδες που βρέθηκαν πριν μερικές βδομάδες στους δρόμους να τιμήσουν το Νοέμβρη του ’73 ενάντια στη σημερινή χούντα κυβέρνησης, ΕΕ και ΔΝΤ.
Ο αναρχικός χώρος και τα όρια του
Οευρύτερος αναρχικός χώρος έπαιξε σημαντικό ρόλο τον Δεκέμβρη και σε ορισμένες περιπτώσεις διεκδίκησε και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Παρά το γεγονός ότι δε μπορεί εύκολα να κριθεί ως ενιαίο κομμάτι υπάρχουν ορισμένες διακριτές πρακτικές και τοποθετήσεις που το σφραγίζουν ως πολιτικό ρεύμα. Αποτέλεσμα του ρόλου του αποτέλεσε μια διευρυμένη σε σχέση με το παρελθόν κοινωνική ζώνη που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναφέρεται στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο.
Το πρώτο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι η αποθέωση του «κοινωνικού» και η αυταπάτη ότι για να αποφύγεις τη γραφειοκρατική μόλυνση πρέπει να μείνεις στο περιθώριο του πολιτικού αγώνα των οργανώσεων και των κομμάτων και προφανώς των εκλογικών τους στιγμών. Το χειρότερο είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει μια συλλήβδην άρνηση της πολιτικής. Αυτό παίρνει μορφή με μια άρνηση του οποιουδήποτε αιτήματος, καθώς τα αιτήματα, ανεξάρτητα με το ποια είναι, εγγράφουν την εξέγερση σε μια τροχιά διαπραγμάτευσης και άρα ενσωμάτωσης. Μ’ αυτό τον τρόπο προωθείται μια αποθέωση της εξέγερσης, ως αντι-πολιτική των συμβάντων, που η ίδια της η ύπαρξη συμπίπτει με το στόχο της. Αποσυνδέεται μ’ αυτό τον τρόπο από οποιαδήποτε έννοια σχεδίου, ηγεμονίας ή προοπτικής.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο αναρχικός χώρος θεωρεί την τάξη ξεπερασμένη κατηγορία και περισσότερο αναφέρονταν με όρους πλήθους και αναπαράγοντας το δίπολο εξεγερμένοι/υποταγμένοι, που στην απολυτότητά του δεν επέτρεπε τη διεύρυνση των κομματιών που έπαιρναν μέρος στην εξέγερση. Ταυτόχρονα, με την άρνηση της πολιτικής και του πολιτικού αγώνα, περιόριζε την εξέγερση στον αντι–κατασταλτικό χαρακτήρα. Την περίοδο μετά τον Δεκέμβρη, αυτή η φυσιογνωμία αποτέλεσε όριο αυτού του χώρου, όταν τα πολιτικά ερωτήματα οξύνθηκαν μαζί με την ένταση της κρίσης. Η διαφαινόμενη απάντηση φαίνεται να είναι περισσότερο μια αναδίπλωση σε λογικές «νησίδων ελευθερίας» και προταγμάτων αυτοοργάνωσης αποκομμένων και κατακερματισμένων από το συνολικό αγώνα.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ
Όργανα πάλης του κινήματος
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Μια πολύ σημαντική πλευρά που αναδείχθηκε με οξύτατο τρόπο μέσα στην εξέγερση ήταν οι μορφές οργάνωσης και τα όργανα έκφρασης του κινήματος και προώθησης του αγώνα. Ήδη από τις πρώτες ώρες έπαιξε μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι σε μια σειρά πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) προωθήθηκε η λογική των κέντρων αγώνα και με καταλήψεις που έδιναν τη δυνατότητα να συνευρίσκεται με μαζικούς όρους ένα πρωτοπόρο δυναμικό, να υπάρχει σημείο αναφοράς και λήψης πρωτοβουλιών. Τις επόμενες μέρες οι Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων και το Συντονιστικό, οι πολύπλευρες μαθητικές πρωτοβουλίες, οι αποφάσεις πρωτοβάθμιων σωματείων και οι συνελεύσεις εργαζομένων, μαζί με τις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές συγκροτούσαν ένα μοναδικό πεδίο πολιτικής έκφρασης και διαλόγου. Ήταν σ’ αυτό το πεδίο που έδρασαν και οι πολιτικές συλλογικότητες, το πεδίο που συγκρότησε το πολιτικό φορτίο της εξέγερσης, όπως αυτό συμπυκνώθηκε σε ένα σύνολο αιτημάτων με κεντρικό το να πέσει με όρους κινήματος η κυβέρνηση των δολοφόνων, χωρίς αυταπάτες για οποιοδήποτε επόμενο διαχειριστή.
Οι συνελευσιακές διαδικασίες έδωσαν «χώρο» έκφρασης σε ένα ευρύ δυναμικό, ενώ η μαζικότητα και της εργατικής συνέλευσης, αλλά και των συνελεύσεων στις γειτονιές ανέδειξαν το μεγάλο κενό στο εργατικό κίνημα και τις δομές συλλογικής έκφρασης. Η δράση στις γειτονιές με συνελεύσεις, αλλά και πολύπλευρες κινητοποιήσεις (καταλήψεις δημαρχείων, πορείες κ.λπ.) συνέβαλε μάλιστα στη διεύρυνση του κομματιού που ενεπλάκη στα γεγονότα. Η απεργία μάλιστα στις 10/12/2008 αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κινητοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων, ανοίγοντας μια νέα περίοδο στη συγκρότηση και το συντονισμό τους. Είναι άλλωστε γεγονός ότι ο Δεκέμβρης επιτάχυνε τις πολιτικές εξελίξεις στο εργατικό κίνημα και τις διαδικασίες του συντονισμού των πρωτοβάθμιων σωματείων με πρώτο σταθμό το κίνημα ενάντια στις εργολαβίες, το δουλεμπόριο και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας μετά την απόπειρα δολοφονίας της συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα. Έδωσε νέα ώθηση να έρθει στο προσκήνιο ένα ολόκληρο δυναμικό ιδιαίτερα νέων εργαζομένων, που πετιέται σε πολλές περιπτώσεις έξω από τις παραδοσιακές δομές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης και συνέβαλε να ανθίσει ένας νέος ριζοσπαστισμός με πρωτοβουλίες σε μια σειρά χώρων (πχ. ωρομισθία, ΜΜΕ, επισιτισμός).
Ταυτόχρονα, η ίδια η εξέγερση ανέδειξε το έλλειμμα της πολιτικής συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και συνέβαλε στη συγκρότησή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αμέσως μετά το Δεκέμβρη, προσδίδοντας σε ένα σαφές αντικαπιταλιστικό σχέδιο μεγάλη εν δυνάμει κοινωνική δυναμική. Τα πολιτικά ερωτήματα και ο ριζοσπαστισμός της εξέγερσης σφράγισαν τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη σχέση της με τα κινήματα και τους αγώνες. Οι συνθήκες της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η κρίση νομιμοποίησης που σε οριακές περιπτώσεις παίρνει και το χαρακτήρα της κρίσης νομιμότητας, έθεσαν με άλλους όρους την αντικαπιταλιστική προοπτική και τη δυνατότητα εμφάνισης μαζικού αντικαπιταλιστικού πολιτικού ρεύματος. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε τη μάχη της αποτίμησης και των συμπερασμάτων του Δεκέμβρη, προσπάθησε να κρατήσει ζωντανό το εξεγερτικό δυναμικό και να το μετασχηματίσει σε πολιτικές πρωτοβουλίες και κυρίως συνέβαλε στην εμφάνιση με πανελλαδικούς όρους του Συντονισμού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, κάνοντας κάλεσμα σε όλη την Αριστερά να συμβάλει σε μια πολιτική γραμμή ανατροπής. Ο συντονισμός των σωματείων, με τις συνελεύσεις γειτονιάς και όσες άλλες μορφές αναδειχθούν μέσα από το κίνημα και τον αγώνα θα αποτελέσουν τα όργανα του δυναμικού της παρούσας κι επερχόμενης πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης.
Μ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς το βολονταρισμό ότι οι εξεγέρσεις «παραγγέλνονται», αλλά με την εκτίμηση ότι οι αντιθέσεις της νέας περιόδου μπορούν να οδηγήσουν σε εξεγέρσεις, η καθημερινή πολιτική πάλη αποτελεί μια τέτοια ιδιότυπη «προετοιμασία» των μεγάλων γεγονότων που έρχονται.
0 Τοποθετησεις:
Δημοσίευση σχολίου