Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Προς μια επαναστατική κατάσταση «διαρκείας»


Του Κώστα Μάρκου

Τις επόμενες ημέρες θα γίνουν γνωστές όλες οι παράμετροι και οι λεπτομέρειες της «συμφωνίας» στην Ευρωσύνοδο. Ωστόσο, η 27η Οκτωβρίου 2011 θα μείνει στην ιστορία ως η ημερομηνία, όχι απλώς μιας «εθνικής ταπείνωσης», όπως είπε ο Καρατζαφέρης, αλλά ως η ημερομηνία μιας «εθνικής ήττας» της ελληνικού καπιταλισμού, που ανοίγει το δρόμο για μια «οικονομική μικρασιατική καταστροφή» της ελληνικής αστικής τάξης. Η συμφωνία αυτή, εάν υπερψηφιστεί και εφαρμοστεί, θα εκτινάξει κι άλλο την ήδη εκτιναγμένη φτώχεια και εξαθλίωση πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

Παράλληλα, όμως, αποτελεί και το εισιτήριο για μια ιστορική στρατηγική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στη διεθνή καπιταλιστική ιεραρχία με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον του. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ελληνκή ολιγαρχία αποφάσισε να θυσιάσει τις τράπεζές της στα ξένα διεθνή κεφάλαια και να δεχτεί την ταπείνωση μιας «εποπτείας» χειρότερης και από αυτήν που ασκούσαν οι ΗΠΑ, στην εποχή του Πιουριφόι.

Από ό,τι φαίνεται το πασοκικό πολιτικό προσωπικό δεν χειρίζεται την ήττα ούτε καν ως έναν «αναγκαίο συμβιβασμό», αλλά με μια επικοινωνιακή τεχνική που εμφανίζει την ήττα, εάν όχι ως νίκη, τουλάχιστον ως περίπου μια επιτυχία.

Το ειρωνικό είναι ότι το ξεπούλημα των τραπεζών γίνεται μέσω μιας κρατικοποίησης, την οποία οι τραπεζίτες αρνήθηκαν να δεχτούν όταν την πρότεινε ο Βενιζέλος, στις αρχές του Σεπτέμβρη. Με τη διαφορά ότι τώρα δεν πρόκειται για «εθνικοποίηση - κρατικοποίηση», όπως παλιότερα, αλλά για «ευρωκρατικοποίηση», όπως έγραφε το Βήμα. Και όταν τα κλειδιά των τραπεζών περνούν σε ξένα χέρια, τότε είναι σίγουρο ότι σταδιακά και οι επιχειρήσεις της παραγωγής θα περάσουν σε ξένα, κυρίως γερμανικά κεφάλαια.

Η ελληνική ολιγαρχία ευελπιστεί ότι θα βρει τα μέσα για να ξαναβγεί από την κρίση, όπως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Δεν πρόκειται να το πετύχει. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Βασική διαφορά είναι ότι όχι μόνο δεν μπορεί να τροφοδοτηθεί με πρόσθετο εργατικό δυναμικό, όπως τότε με τους πρόσφυγες, αλλά και ότι έχει εξαντλήσει παραγωγικά και θα εξαντλήσει ακόμη περισσότερο το ήδη υπάρχον και ποιοτικά πολύ ανώτερο, σύγχρονο εργατικό παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Σε τέτοιο βαθμό, που δεν θα μπορέσει να επαναλάβει ούτε το «μικρό θαύμα» της μετεμφυλιακής ανάπτυξης. Πολύ περισσότερο, που η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού συνδέεται βαθιά, τόσο με την πορεία της τωρινής νέας «Μεγάλης Ύφεσης» αλλά και με τη βαθύτερη ιστορική κρίση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Γιατί η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι κρίση ενός «καθυστερημένου» προϊμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Αντίθετα, είναι κρίση ενός σχετικά προωθημένου καπιταλισμού, που πέρασε από καιρό στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, ενώ ενσωμάτωσε και ποιοτικά χαρακτηριστικά του νεότατου σταδίου, του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η παρούσα κρίση είναι κρίση πρώτα από όλα των πολύ ανεπτυγμένων χωρών και όχι πρωτίστως των «καθυστερημένων». Η Ελλάδα είναι η κορυφή μόνο του τεράστιου παγόβουνου. Βρέθηκε εκεί λόγω των ξεχωριστών αντιθέσεων και ιδιομορφιών με τις οποίες χαρακτηρίζεται το πέρασμά της στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Μία από τις πιο σημαντικές είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι μικρού μεγέθους. Και όπως ξέρουμε, για τους αστούς «το μέγεθος μετράει» πολύ περισσότερο και από την ποιότητα.

Η συμφωνία της Ευρωσυνόδου δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ούτε την κρίση της ευρωζώνης, ούτε να σταματήσει την διεθνή ύφεση. Οι ηγέτες της ΕΕ και των ΗΠΑ και οι οικονομολόγοι τους φαίνεται να μην έχουν καν συνειδητοποιήσει ότι τα υπερσυσσωρευμένα, απαξιωμένα κεφάλαια της παγκόσμιας οικονομίας, που πρέπει να εκκαθαριστούν, ξεπερνούν κατά πολύ την αξία των «τοξικών ομολόγων», είναι αξίας πολλών δεκάδων τρισ. Σε σύγκριση με αυτά, το 1,5 τρισ. του όποιου «μηχανισμού» στήσει η ΕΕ, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, του ΔΝΤ και της Κίνας (που επιστρατεύεται) δεν είναι παρά μια «γραμμή Μαζινό» που θα καταρρεύσει στο συνδυασμό «κεραυνοβόλου» και «πολέμου θέσεων» που ακολουθούν οι «αγορές» προακλώντας χρεωκοπία στη μια μετά την άλλη χώρα. Tα δε λίγα δεκάδες δισ. ευρώ κουρέματος του ελληνικού χρέους είναι σταγόνα σε έναν ωκεανό. Τα μέτρα αυτά είναι καταδικασμένα να αποτύχουν. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η Ελλάδα, δεν είναι η Ισπανία και η Γαλλία, δεν είναι καν η Γαλλία.

Πρόκειται για τα τεράστια απαξιωμένα κεφάλαια που δεν μπορούν να αποφέρουν κέρδη από την επανεπένδυσή τους στην παραγωγή, λόγω του χαμηλού ποσοστού κέρδους. Αυτά τα κεφάλαια πρέπει να καταστραφούν βίαια, με μαζικές χρεωκοπίες γιγαντιαίων επιχειρήσεων και κρατών, ευελπιστώντας, μέσω της «πτώχευσης» της εργασίας, να ανέβει ξανά κατά κάποιες μονάδες το μέσο ποσοστό κέρδους. Αυτή η τάση οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή και εξαθλίωση δισεκατομμυρίων μαζών σε όλο τον πλανήτη.

Από αυτή τη σκοπιά, η επαναστατική αντικαπιταλιστική Αριστερά, όλη η Αριστερά και οι πρωτοπόρες δυνάμεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ταξική πάλη, αρχικά στην Ελλάδα και σταδιακά στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, τείνει να μπει σε μια νέα ιστορική περίοδο, αφήνοντας πίσω της την περίοδο που άνοιξαν οι κλονισμοί του 1989-92, κουβαλώντας όμως ακόμα, όλα τα χαρακτηριστικά της. Πρόκειται για μια σχετικά μακρόχρονη περίοδο –όχι, όμως, δεκαετιών– στην οποία η ταξική πάλη θα «μπαινοβγαίνει» σε επαναστατικές καταστάσεις, όπως έδειξε η «Αραβική Άνοιξη» σε πρωτόλειο βαθμό (που είναι πιο κοντά στις νέες τάσεις σε σύγκριση με τα γεγονότα της Λατ. Αμερικής, διότι εκδηλώθηκε μετά την κρίση). Πρόκειται για μια περίοδο η οποία θα χαρακτηρίζεται από μια διαρκή, αλλά όχι «κλασική» επαναστατική κατάσταση και –για ένα διάστημα– χωρίς καθαυτό επαναστατική κρίση, χωρίς νίκη της επανάστασης, μέχρι να συγκεντρωθούν οι αντίστοιχες προϋποθέσεις. Η εξαιρετικά αντιφατική αυτή κίνηση και η σχετικά μακρόχρονη διάρκειά της, οφείλονται στο γεγονός ότι ενώ το «κοσμικό ρεύμα» της εποχής μας «σπρώχνει» προς το ξέσπασμα των επαναστάσεων για τον κομμουνισμό, η έλλειψη ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και η συνακόλουθη έλλειψη ενός σχετικά μαζικού επαναστατικού υποκειμένου (κόμματος, μετώπου και εργατικού κινήματος), «φρενάρουν» την πορεία αυτή, πέρα από τις οξύτατες, νέες αντικειμενικές δυσκολίες που φέρνει η κρίση και τα συνειδητά εμπόδια που βάζει η αστική τάξη. Όλα αυτά δεν σημαίνουν καθόλου μια ευθύγραμμη πορεία για κάθε χώρα και για κάθε κίνημα (π.χ., η «απαχθείσα από το ΝΑΤΟ» εξέγερση της Λιβύης, όπως εύστοχα έγραψε ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου).

Από αυτή τη σκοπιά, ενώ «πιο εύκολα θα πάμε στον κομμουνισμό αλλά πιο δύσκολα στην επανάσταση», πρέπει να συμπληρώσουμε: Aκόμη πιο δύσκολα στην αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης. Κι αυτό γιατί η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα του κεφαλαίου που βουλιάζει σε κρίση και το οποίο γνωρίζει ότι όταν αυτή σπάσει στον πιο αδύναμο κρίκο, μπορεί να καταρρεύσουν όλες οι γραμμές άμυνας που έχει οικοδομήσει και οι εφεδρείες που ακόμη διαθέτει. Γι’ αυτό και πρέπει να γνωρίζουμε ότι ακόμη και ο κίνδυνος για σπάσιμο ενός αδύναμου κρίκου της επίθεσης θα οδηγήσει στην εκδήλωση μιας αντιδραστικής αστικής αλληλεγγύης (όπως τώρα με το «εθελοντικό κούρεμα»), πάντα με το αζημίωτο (όπως με την «εποπτεία») με ανώτατη μορφή τη διεθνή ιμπεριαλιστική επέμβαση κατά του εργαζόμενου έθνους που θα έχει ξεσηκωθεί. Παράλληλα, η οξύτητα της σύγκρουσης γύρω από την προώθηση ή ανατροπή της επίθεσης οφείλεται στο γεγονός ότι από τη μια, η αστική τάξη «δεν μπορεί να δώσει» λόγω της κρίσης και από την άλλη, η εργατική τάξη και τα σύμμαχα λαϊκά στρώματα «δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να πάρουν» από το κεφάλαιο.

Στην Ελλάδα το μαζικό κίνημα, ημιαυθόρμητα και ημισυνειδητά, πραγματοποίησε ένα μεγάλο βήμα μπροστά, μέσα από μια ανοδική πορεία με σκαμπανεβάσματα, που συμπυκνώθηκε με την τελευταία 48ωρη απεργία η οποία απέκτησε το χαρακτήρα γενικής πολιτικής απεργίας, με το αίτημα «να πέσει η κυβέρνηση - να φύγει η τρόικα», με μεγάλη πολυμορφία και αντιφάσεις. Ωστόσο, η σχετική επιτυχία της κυβέρνησης και του αστικού κράτους να διαλύσουν τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις μέσω της δολοφονικής επίθεσης κατά του ΠΑΜΕ, είναι μια ένδειξη μόνο της ποιοτικής ανεπάρκειας του εργατικού και λαϊκού κινήματος να σπάσει την επίθεση. Αυτή η ανεπάρκεια μετριέται υλικά: Eίναι ο βαθμός μείωσης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων.

Από αυτή τη σκοπιά, η μεγάλη άμεση προτεραιότητα της αριστερής αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής πολιτικής είναι να γίνει ένα σοβαρό βήμα στη δημιουργία ενός αγωνιστικού μετώπου ανατροπής της επίθεσης, ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, αλλά με σαφή πολιτική κατεύθυνση την ανατροπή της επίθεσης. Ενός μετώπου ανώτερης κοινής δράσης όλης της Αριστεράς, κοινής δράσης με όλα τα ρεύματα του αγώνα, με βάση και κορυφές. Και εντός του απαιτείται ένα μέτωπο - πόλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με επαναστατική κατεύθυνση και κομμουνιστική προοπτική, που με αυτοτέλεια θα εκπροσωπεί το μέλλον του κινήματος μέσα στο παρόν του. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα των καιρών εάν αναλάβει αποφασιστικά πρωτοβουλίες προς τη βάση, αλλά και θαρραλέα και προς τις κορυφές όλων των ρευμάτων του αγώνα, σε αυτή την κατεύθυνση, στο αμέσως ερχόμενο διάστημα.